Οι υπερτιμημένοι!

Είναι και η «έκπληξη» αυτή αποτέλεσμα της αλλήθωρης θεώρησης -όπως πάντοτε σχεδόν- της επικαιρότητας και της στρέβλωσης της πραγματικότητας. Είναι, με λίγα λόγια, αποτέλεσμα των υπερτιμημένων. Και (αδικαιολογήτως) υπερτιμημένους και (συνήθως) αποτυχημένους έχει να επιδείξει η χώρα μας από συστάσεως του ελληνικού κράτους, σε όλους τους τομείς, στην πολιτική, την οικονομία, την τοπική αυτοδιοίκηση, την ενημέρωση. Αλλά πάντοτε σχεδόν κυριαρχούσαν, έφευγαν και επανέρχονταν εν δόξη και τιμή. Παντού εντοπίζονται οι υπερτιμημένοι. Υπερτιμημένοι πολιτικοί, υπερτιμημένοι δήμαρχοι, υπερτιμημένοι επιχειρηματίες, υπερτιμημένοι δημοσιογράφοι.

Ωστόσο, λέμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόνο σήμερα, ενώ έχουν γίνει και χειρότερα στις προηγούμενες δεκαετίες. Για τον λόγο αυτόν, όπως έλεγε ο Εμμανουήλ Ροΐδης στη δεκαετία του 1880, «η Ελλάς εδαπάνησε άπαν το χρήμα του λαού αντί έργων χρησίμων εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πείναν, την κακοπραγίαν, την ασημαντότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου»! Κι όλα αυτά συνέβησαν και συμβαίνουν γιατί υπερτιμήθηκαν μερικοί (για διάφορους λόγους) ή εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται λυσσαλέες αντιδράσεις (για διάφορους πάλι λόγους) για να μην «τιμηθούν» πραγματικά μερικοί που κατέβαλαν ή καταβάλλουν προσπάθειες να ωφελήσουν τη χώρα και τους πολίτες της με έργα, προγράμματα και δράσεις. Ξεχνάμε λοιπόν ότι:

• Ο Χαρίλαος Τρικούπης αποχώρησε (προσωρινά, βέβαια) από την πολιτική «ίνα μη μένη μάρτυς τρόπου ατασθάλου, ασέμνου και θρασείας διακωμώδησης των θεσμών».

• Το 1893 ο ίδιος ο Χαρίλαος Τρικούπης στην ιστορική αγόρευσή του στη Βουλή, στις 10 Δεκεμβρίου, αναγνώρισε ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και λίγες μέρες αργότερα με νόμο κήρυξε το ελληνικό Δημόσιο σε κατάσταση πτωχεύσεως.

• Στο δραματικό άρθρο πάλι του Τρικούπη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ώρα», υπό τον τίτλο «Τις πταίει» παρουσιάστηκε η σταση της Ελλάδος την εποχή εκείνη.

• Σε άρθρο των «Times» του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1855 τονιζόταν ότι στο λαϊκίστικο στρατόπεδο αφθονούσαν οι «θεσιθήρες», οι «αρχομανείς», οι «βουλευτομανείς» και οι «οινόφλυγες της εξουσίας» ή «μανιώδεις ερασταί της εξουσίας και του κεντρικού ταμείου», όπως τους χαρακτήριζε ο Δ. Βερναρδάκης.

• Ο ίδιος ο επιχειρηματίας και ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός καυχιόταν ότι «με ένα μόνο γεύμα μπορούσε να βάλει όλους τους πολιτικούς στην τσέπη του».

• «Χρηματιστική τρέλα» είχε καταλάβει τους Έλληνες και κατά την περίοδο 1881-1890, από την οποία, όπως σημειώνει ο Ανδρέας Συγγρός στα «Απομνημονεύματά» του, «Οι Έλληνες αυτοί ή κατεστράφησαν εν κερδοσκοπίαις χρηματιστικαίς ή κοκκαλίζουν το εισόδημα της περιουσίας των άεργοι και πηθικίζοντες τους ευγενείς εισοδηματίας εις συλλογάς καλλιτεχνικάς, συντηρήσεις ίππων… καταλλήλων δι’ ιπποδρόμια, εν γένει σπορτίζοντες, ετοιμάζουσιν εάν όχι την ιδίαν καταστροφήν, αλλά βεβαίως την των τέκνων των».

• Μερικοί επιχειρηματίες και κεφαλαιούχοι, όπως υπογράμμιζε ο Αρ. Οικονόμου στη δεκαετία του 1880, «αρχίζουν με φιλογενείς δωρεάς, με τα πολυτελή δείπνα, με το ύφος της λαμπυριζούσης περιβολής και τελειώνουν με την των δημοσίων χρημάτων καταβόθραν… Η ομάς αυτή εννοεί να θέση οριστικώς τον πόδα επί της κυβερνήσεως του κράτους και επί της κυβερνήσεως του Δήμου. Σχηματίζεται ούτω η φοβερά των παρόντων χρόνων τραπεζο-κυβερνητική μηχανή».

• Στις δημοτικές εκλογές του 1883 ακούστηκε για πρώτη φορά ο χαρακτηρισμός «χρυσοκάνθαροι», ο οποίος στη συνέχεια υιοθετήθηκε και χρησιμοποιείται από τότε στην ελληνική γλώσσα.

Όλα αυτά που ενδεικτικά παραθέσαμε δεν είναι μεμονωμένες διαπιστώσεις. Συνεχίστηκαν σε όλες τις επόμενες δεκαετίες έως σήμερα. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, από τη νεώτερη ιστορία τη χρηματιστηριακή κρίση του 1972-1973, την «καμένη γη» του 1980, το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας του Οκτωβρίου του 1985, το σκάνδαλο Κοσκωτά του 1989, τη δραματική αύξηση του πληθωρισμού μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973, τη δραματική αύξηση της ανεργίας, της φορολογίας και του δημόσιου δανεισμού μετά το 1981, το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου το 1999 και όλα τα προβλήματα καθημερινότητας που συνεχώς οξύνονται αντί να αμβλύνονται.

Κι όμως όλα αυτά και πολλά άλλα γίνονταν σε όλες τις περιόδους, και μάλιστα σε περιόδους όπου όρθωναν το ανάστημά τους φωτισμένοι δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, εφημερίδες και περιοδικά κύρους, που ραπίζανε προς κάθε κατεύθυνση και δεν κυριαρχούσαν τα σημερινά τηλεοπτικά παράθυρα και μεταμεσονύχτιες τηλεοπτικές εκπομπές.

Υπήρχε, για παράδειγμα, ένας Άγγελος Βλάχος. Παραθέτουμε μερικές σκέψεις του ως αντίδραση στη σήψη της εποχής του:

«Ο υλικός πλούτος συμφορείται από τινος μέχρι πλημμύρας εν Ελλάδι, η υπέρ των ιδίων ιδία ενέργεια εντείνεται μέχρι πυρετώδους παροξυσμού, οι ατομικοί υπέρ πλουτισμού αγώνες ανεκλαδώθησαν εις σύστημα όλον μεθοδικόν και από ημέρας εις ημέραν τελειούμενον». Επίσης, ο ίδιος ο Άγγελος Βλάχος στιγμάτιζε τη «γοητευτικήν και επαγωγόν κερδοσκοπίαν εις τα χρηματιστήρια, όλους εκείνους που διακινούσαν χρεώγραφα ανώνυμα αντί μετρητών». Και έθετε το ακόλουθο ερώτημα: «Δεν υπάρχει άραγε φόβος μη διά της υπέρ των ιδίων πυρετώδους δραστηριότητας αποπνιγή η υπέρ των κοινών μέριμνα και λησμονηθή βαθμηδόν η πατρίς;». Και τόνιζε: «Ο ατομικός πλούτος, η προς κτήσιν αυτού εγωιστική ενέργεια εισίν κάκιστα κοινωνικά συμπτώματα, παραλύουσι συνήθως τα νεύρα του έθνους, εξασθενούσι πάντοτε την ρώμην αυτού…».

Κι όλα αυτά γίνονταν και σε επόμενες περιόδους, όταν υπήρχαν και άλλοι δημοσιογράφοι, εφημερίδες και περιοδικά που σχολίαζαν με πάθος την επικαιρότητα και αποκαθιστούσαν με ενάργεια την πραγματικότητα. Υπήρχαν, για παράδειγμα, ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» και ο διευθυντής του επί πάνω από τρεις δεκαετίες Γιάννης Μαρίνος και μια πληθώρα άξιων συνεργατών του. Και όλοι σχεδόν αυτοί οι δημοσιογράφοι του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και άλλων εφημερίδων έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια σκορποχώρι και άφαντοι σχεδόν, γιατί δεν ήταν «υπερτιμημένοι», αλλά «τιμημένοι» από τους αναγνώστες τους. Και, φυσικά, έκλεισε και ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» για τον ίδιο λόγο, διότι δηλαδή ήταν «τιμημένος» και «θεσμός» για τους αναγνώστες του και έγκυρος. Για τον ίδιο λόγο πολλές έγκυρες σήμερα εφημερίδες δεν έχουν μεγάλη κυκλοφορία, γιατί δεν είναι «υπερτιμημένες» με προσφορές, αλλά «τιμημένες» με την ενημερωτική προσπάθεια που καταβάλλουν. Το ίδιο ισχύει και για μερικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και ραδιόφωνα.

Ας μην εκπλησσόμεθα, λοιπόν, για το σημερινό γενικό κατάντημα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία, γιατί τις τύχες της χώρας μας και των κατοίκων της τις κατευθύνουν οι «αδικαιολογήτως» υπερτιμημένοι.


Σχολιάστε εδώ