«Μονοκομματικός» δικομματισμός
Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης εκφράζεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Είναι σήμερα επιστημονικά διακριβωμένο ότι από το συνολικό ποσοστό της τάξεως του 40% που συγκεντρώνει καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, μόνο το 20% πιστεύει ότι τα κόμματα αυτά μπορούν να εκφράσουν κάποιες ιδέες και να εφαρμόσουν -έστω και μερικώς- τα διακηρυσσόμενα από αυτά προγράμματα. Το υπόλοιπο ποσοστό ψηφίζει με καθαρώς ωφελιμιστικά – πελατειακά κριτήρια (τύπος «εργαλειακής» ψήφου), έχοντας αποσυνδέσει τις όποιες ελπίδες και προσδοκίες τους από το πολιτικό σύστημα.
Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης -και αξιοπιστίας- των κομμάτων της διακυβέρνησης μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές σε ολόκληρο το εύρος του πολιτικού μας συστήματος;
Εδώ και αρκετά χρόνια διατυπώνονται μεγαλόστομες ρήσεις για το «τέλος του κύκλου της Μεταπολίτευσης», για το «πέρας του δικομματισμού», ρήσεις αδάπανες που ευαγγελίζονται, υπόρρητα, ριζικές αλλαγές ή διασπάσεις των υπαρχόντων κομμάτων, ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος και διαμόρφωση πολυκομματικών κυβερνήσεων…
Εδώ ο πολιτικός φορμαλισμός και η αυθαίρετη βούληση οδηγούνται στο απόγειό τους… Γιατί θεμέλιο και γενετήριο πυρήνα μιας παρόμοιας ιστορικής διαδικασίας δεν μπορούν να συνιστούν παρά οι ανάγκες και τα -αντικρουόμενα σε ορισμένα επίπεδα- κοινωνικά συμφέροντα. Μόνο πολιτικές πρακτικές που αρθρώνουν και μετασχηματίζουν τα συμφέροντα αυτά σε διακυβερνητικές πολιτικές, μόνο κομματικοί φορείς που μπορούν να εκφράσουν γνήσια τις αξίες και τις ανάγκες κοινωνικών ομάδων μπορούν να παρέμβουν και να προωθήσουν μια τέτοιας εμβέλειας διαδικασία.
Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν «σχεδιασμούς γραφείου», που μπορούν βεβαίως να εκπονούν διάφορες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, κύκλοι συμφερόντων και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, με βασικό στόχο την αναπαλαίωση μορφικών στοιχείων του πολιτικού συστήματος, ώστε οι εφαρμοζόμενες πολιτικές διακυβέρνησης να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν στο μέλλον.
Οι κύκλοι των συμφερόντων θα επιδίωκαν να αλλάξουν απλώς το «περιτύλιγμα» του πολιτικού συστήματος για να εξασφαλίσουν -διαφημίζοντας κατάλληλα το νέο τους «προϊόν»- μια νέα περίοδο νομιμοποίησης και αποδοχής των πολιτικών διακυβέρνησης που σήμερα οδηγούν σε μια εντεινόμενη κοινωνική και πολιτική κρίση.
Η κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα της διακυβέρνησης πηγάζει από την ευρύτερη κοινωνικοοικονομική κρίση που προκαλούν οι εφαρμοζόμενες εδώ και χρόνια κυβερνητικές πολιτικές. Η προϊούσα φιλελευθεροποίηση οδηγεί στην «έκπτωση» τόσο του κράτους όσο και της πολιτικής εξουσίας από τον ιστορικό ρόλο των «εγγυητών» του κοινωνικού συμφέροντος.
Η ένταξη των κυβερνητικών πολιτικών στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο της αγοράς, η αποϊδεολογικοποίηση των κομμάτων, η αναζήτηση ερεισμάτων και κοινωνικών «ισορροπιών» σ’ ένα κοινωνιολογικό κατασκεύασμα που αποκαλείται «κοινωνικό κέντρο» αποδυναμώνουν ιστορικά τα κόμματα της διακυβέρνησης από τα κοινωνικά τους ερείσματα και τα οδηγούν, χρόνο με τον χρόνο, βαθύτερα στο «σκοτεινό σπήλαιο» της διαπλοκής.
Αυτή η κρίσιμη ιστορική εξέλιξη έχει ήδη οδηγήσει σ’ έναν πρώτο «μετασχηματισμό» τις δομές, τις λειτουργίες, τις πολιτικές στρατηγικές των κομμάτων.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε με τη γλώσσα των «προφητών» της νέας μεταπολίτευσης, θα πούμε ότι ήδη αυτή η «περίφημη» νέα μεταπολίτευση είναι ορατή και παρούσα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Το κρίσιμο στοιχείο αυτής της «μεταλλαγής» είναι ότι τα κοινωνικά συμφέροντα και οι κοινωνικές αξίες δεν εκφράζονται συντεταγμένα -μέσα από στρατηγικά αντιπαρατιθέμενες απόψεις- όπως συνέβη κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο.
Τα κόμματα της διακυβέρνησης μεταχειρίζονται συνθήματα και προτάγματα που αναφέρονται στο πεδίο της ορθολογικής – αποτελεσματικής διαχείρισης: «Μεταρρυθμιστές» εναντίον «εκσυγχρονιστών», αυτό το «αντίπαλο» θεωρητικο-ιδεολογικό ζεύγος συνιστά το διακύβευμα της αντιπαράθεσης.
Ο δικομματισμός παραμένει ισχυρός, παρά την αποδυνάμωση των μεγάλων κομμάτων, γιατί παίρνει πρακτικά τη μορφή του μονοκομματισμού. Η έρπουσα, αλλά ορατή, αυτή σύγκλιση και ομοφωνία οδηγεί το πολιτικό σύστημα από την πολυφωνία στη μονοφωνία και, κατ’ ουσίαν, στην «πολιτική αφωνία».
Οι κρίσεις διακυβέρνησης δεν οφείλονται μόνο στις κρίσεις των κομματικών φορέων, αλλά αποτελούν κρίσεις που προέρχονται από την «υπερβολική σύγκλιση» στις πολιτικές της αγοράς. Απουσιάζουν με τον τρόπο αυτό ολοκληρωμένες στρατηγικές επιλογές ικανές να οδηγήσουν στην αντιμετώπιση των σημαντικών προβλημάτων, όπως π.χ. της ανεργίας, της δίκαιης διανομής του πλούτου, της ενίσχυσης των κοινωνικών θεσμών, της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ο δικομματισμός δεν κινδυνεύει σήμερα, γιατί στηρίζεται στα «μηχανικά θεμέλια» (Max Weber) των ίδιων των μηχανισμών και συμφερόντων της αγοράς. Κι αυτά τα «μηχανικά θεμέλια» θα αναπαράγουν τον δικομματισμό όσο χρόνο δεν διαμορφώνεται -σε κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο- μια αντίπαλη προς το νεοφιλελεύθερο πρότυπο στρατηγική.
Ποια είναι η προοπτική; Μας απαντά προφητικά ο ίδιος ο Max Weber, αντιμετωπίζοντας την άκρατη καπιταλιστική ανάπτυξη των ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα.
«Κανένας δεν ξέρει ποιος θα ζήσει μελλοντικά σ’ αυτό το κλουβί, ή αν στο τέρμα αυτής της τρομακτικής εξέλιξης θα εμφανιστούν νέοι ”προφήτες” ή θα αναβιώσουν παλιά ιδανικά και ιδέες ή θα υπάρξει μια ”απολίθωση” διακοσμημένη από έπαρση… Γι’ αυτό δικαιολογημένα μπορούμε να πούμε για το τελευταίο στάδιο αυτής της πολιτιστικής εξέλιξης: ”Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, αισθησιοκράτες χωρίς καρδιά – αυτές οι ασημαντότητες φαντάζονται πως έφτασαν σ’ ένα επίπεδο πολιτισμού που ποτέ μέχρι τώρα δεν επιτεύχθηκε”». (Max Weber, «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», 1904 και 1905)