Μια φορά και έναν καιρό

Πήραμε το παρακάτω γράμμα, το οποίον λόγω ύφους και φρασεολογίας συμπεράναμε πως προέρχεται από τον γνωστό επιστολογράφο, ο οποίος προφανώς οργίστηκε με όσα αναφέραμε για του «Αποστόλη το κουτούκι» και σπεύδει να ανασκευάσει τα γραφόμενά μας εξαπολύοντας ολόκληρο φιλιππικό. Βεβαίως την επιστολή του τη δημοσιεύουμε αυτούσια, όμως δεν παραλείπουμε να δηλώσουμε πως ό,τι γράφεται σ’ αυτήν τη στήλη είναι καθαρά προσωπικά βιώματα, επομένως και οι δικές του αναμνήσεις, όπως και οποιουδήποτε άλλου, είναι ευπρόσδεκτες και θα μας χαροποιούσαν ιδιαίτερα αν με ένα γράμμα τους προσέθεταν ό,τι και όσα και εκείνοι θυμούνται από «τότε που ζούσαμε», κατά το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου.

Μια φωτογραφία, ένα περιστατικό, ένα «κάτι» τέλος πάντων που θα ξυπνούσε θύμησες απωθημένες στα βάθη της ψυχής μας. Με τον κάπως μακρύ αυτόν πρόλογο περνούμε στην επιστολή του οργίλου αναγνώστη μας, δηλαδή στο κατσάδιασμά μας.

«Από πού νομίζεις πως απέκτησες το «ελεύθερο», κύριε, να διαγουμίζεις ό,τι ωραίο υπήρξε κάποτε στην εποχή που ενασμενίζεσαι πως τη γεύτηκες με την κουτάλα και ας μη τη δοκίμασες ούτε με το κουταλάκι του iodetanic που σε πότιζε ο παιδίατρος μπας και τη σκαπουλάρεις. Μιλάς για ένα κουτούκι και το γενικεύεις, ενώ η περίπτωση από μόνη της δείχνει πως επρόκειτο για ένα λούμπεν μαγαζί, που είχε μόνο κρασί αμφιβόλου ποιότητας και παστές σαχλαμάρες. Στην πραγματικότητα ήταν ένα στεγασμένο καρβουνιάρικο και αντί κάρβουνα πουλούσε όπως εκείνα κρασί και ξεροφαγία πάνω σε λαδόκολλα.

Πρώτον και κύριον, φίλε μου, όλες οι ταβέρνες, οι πραγματικές και όχι οι γιαλαντζί όπως οι σημερινές, ήταν κουτούκια. Με λίγους στίχους τις ζωγράφισε ο Βάρναλης και ο Θοδωράκης τις χρωμάτισε με τη μουσική του. Τι ξέρεις εσύ, αγαπητέ μου, για δαύτες πέραν από τα πετυχημένα σκίτσα του «κόμματος των βαρελοφρόνων» του Β. Χριστοδούλου που έβλεπες στα περιοδικά; Και επειδή είμαι καλόπιστος θα δεχτώ πως πήγες μερικές φορές για να ντερλικώσεις ή ακόμα πιθανόν να σε έσυρε με το ζόρι μια παρέα από γλεντζέδες, και εσύ, ξένο σώμα, βρέθηκες σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Και βαφτίστηκες ειδήμων, τρομάρα σου!

Πήγες ποτέ σου στην Πλάκα στο «Μεθυσμένο καράβι» με τους δυο ρώσους εμιγκρέδες που παίζανε στο ακορντεόν ολοβραδίς νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδας τους και όταν η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν θαρρείς πως οι νότες ανέβλυζαν από την ψυχή τους; Θρυλικό ήταν και το WC του μαγαζιού με τη σκαμπρόζικη ταμπέλα «Τα κακά κόποις κτώνται»! Ανηφόρισες ποτέ στην οδό Τριπόδων και ήπιες ένα κατοστάρι σ’ εκείνη τη στενόμακρη ταβερνούλα που είναι τώρα υπαίθριο πάρκινγκ και ξεχνώ το όνομά της; Δεν σου αναφέρω άλλες από τα χρόνια εκείνα, επειδή οι πιο πολλές εξακολουθούν να υπάρχουν. Αλλά επειδή το ζητά ο οργανισμός σου να στα σύρω, ευτύχησες να πας ποτέ σου στον ξακουστό Ντινόπουλο; Να φτάσεις στην ταβέρνα δρασκελίζοντας την κοίτη του αδιαμόρφωτου Ιλισού, κοντά στον Άη Παντελεήμονα, που τώρα έγινε η μονίμως μποτιλιαρισμένη λεωφόρος Καλλιρόης; Και σε ρωτώ για τον Ντινόπουλο, επειδή ήταν διάσημος για δυο πράγματα. Για τα περίφημα γιουβετσάκια του, που για χάρη τους πλάκωνε όλη η τέως Διοίκηση Πρωτευούσης, και για τη μεγάλη μαντεμένια σόμπα, τη «σαλαμάνδρα», που το αφεντικό την επεδείκνυε με καμάρι, λέγοντας πως προέρχεται από το αρχοντικό του Σκουζέ…

Μάλιστα, κύριέ μου, γιουβετσάκια και άσε τα ειρωνικά χαμόγελα. Διότι το γιουβέτσι με αρνάκι του γαλάτου και μανέστρα, μαζί με το ψητό στον φούρνο με πατάτες, ήταν οι κορυφαίοι μεζέδες, η «σπεσιαλιτέ» που προσέφεραν όλες οι ταβέρνες που σέβονταν τον εαυτό τους και τους πελάτες τους. Χωρίς να πηγαίνουν βέβαια πίσω εκείνοι που φημίζονταν για τα αρνίσια κεφαλάκια που ψήνανε στον φούρνο της γειτονιάς με τα καυσόξυλα. Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο. Πέρα από την Κηφισιά, προς τον Κοκκιναρά, στα πέρατα του κόσμου, όπου μόνο τσακάλια τριγυρνούσαν, υπήρχε ένα περίφημο κουτούκι που σέρβιρε κόκορα κοκκινιστό. Αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πλησιάσει και το έδαφος ήταν αναλλοίωτο από την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Λοκατζής που λέει ο λόγος δεν είχε πατήσει κι όμως κάθε βράδυ γινόταν το σώσε. Χωρίς την άδειά σου βέβαια… Και μια και το ‘φερε η κουβέντα για τα εκτός πόλεως, μήπως είχες ακουστά για το κουτουκάκι του Αρία στον δρόμο προς την Παλλήνη; Μέσα στα μαύρα σκοτάδια που βασίλευαν στην ερημιά, το διέκρινες από μακριά, επειδή η λάμπα της πόρτας του έμοιαζε με φάρο κι ήτανε το μόνο φως που καταύγαζε όλη την περιοχή. Αντί για καρέκλες είχε πάγκους και χαμηλά τραπέζια. Οι τοίχοι του ήταν ντυμένοι με κιλίμια και το δάπεδό του με φλοκάτες. Έκαιγε στη γωνιά το τζάκι και η μυρωδιά του καμένου ξύλου απλωνόταν τριγύρω στο πευκιά, και συμπλήρωνε την ονειρική ατμόσφαιρα. Κι όταν μιλούσε η κιθάρα άρχιζε κουβεντολόι και αλισβερίσι με το «είναι» σου. Εκδρομή ολάκερη χρειαζόταν για να πας και φτάνανε εκεί μόνο όσοι είχαν ή νοικιάζανε τρεχούμενο.

Τώρα θα σε πάω στους αντίποδες, στη Γλυφάδα, τότε που ήταν μια εξοχή της Αθήνας χωρίς πολυκατοικίες, χωρίς να χάνει το παιδί τη μάνα όπως την κατάντησαν. Εκεί υπήρχε το κουτούκι του κυρ Χρήστου μεταξύ της παραλίας και της παλιάς Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Δεν ξέρω πώς θα χαρακτήριζε ένας αρχιτέκτονας το οίκημα όπου στεγαζόταν. Αλλά για να μην αντιδικήσουμε, θα το πω «παράγκα παράγκα» όπως λέμε Καρέττα Καρέττα ή Μπάντεν Μπάντεν. Μια ταμπέλα από στρατσόχαρτο κρεμασμένη στο ταβάνι πληροφορούσε τους θαμώνες πως ”Το κατάστημα σερβιρίζει άνεφ καμιά παραγκελία…». Και πράγματι, ήθελες δεν ήθελες, έτρωγες μια τυρόπιτα πλακέ σαν αυτές που φτιάνουν στο Μονοδένδρι στα Ζαγόρια και κοτόπουλο στα κάρβουνα. Κάποτε το… κτίριο ανοικοδομήθηκε, το κέντρο αναβαπτίσθηκε σε πολυτελείας, απέκτησε «σεφ» με άσπρο σκούφο και «ρεζερβέ» τραπέζια και έμεινε «άνεφ» των παλαιών πιστών του.

Επειδή φαντάζομαι πως έχεις έτοιμο τον πικρό λόγο στο «έρκος των οδόντων σου», σε πληροφορώ ότι δεν ήμουν κανένας ταβερνόβιος ούτε την αφεντιά μου είχε υπόδειγμα ο Ορέστης Μακρής υποδυόμενος τον «μεθύστακα» στην ομώνυμη ταινία. Απλώς η ταβέρνα ήταν ο χώρος όπου καταλήγαμε να περάσουμε δυο ωρίτσες συντροφιά με κάποιους φίλους. Να πούμε τα δικά μας, τους καημούς και τα βάσανά μας. Να κακολογήσουμε τ’ αφεντικά μας και να κουτσομπολέψουμε τον φίλο μας, που το κορίτσι του και η μάνα της βάλθηκαν αμέτι μουχαμέτι να τον κουκουλώσουνε (κουκουλώθηκε). Η κάθε γειτονιά της μικρούλας μας Αθήνας είχε πληθώρα ταβέρνες και η καθεμιά τους ήταν αλλιώτικη από τις άλλες, ίσως επειδή και οι ταβερνιάρηδες ήσαν διαφορετικοί και η προσωπικότητα του καθενός ήταν εκείνη που «βάφτιζε» το μαγαζί. Και το πιο ταπεινό μας ταβερνάκι ήταν χιλιάδες φορές ανώτερο από την ψυχρή λέσχη των άγγλων ευγενών της Old Bond Street. Και ξέρεις γιατί; Επειδή εδώ βασιλεύει η ανθρώπινη ζεστασιά. Θα μπορούσα να σου γράψω κατεβατά ολόκληρα ή να σου εξιστορώ με τις ώρες για εκείνα τα χρόνια, που και δύσκολα ήταν και πικρά. Δεν θα το κάνω. Θα σταθώ μονάχα «τιμής ένεκεν» στην ταβέρνα του Μανώλη, ψηλά στον λόφο Σικελίας, κοντά στην Πάντειο, που σημάδεψε τη ζωή πολλών μας. Αξέχαστο μας έμεινε και το γκαρσόνι του, που κατέληγε εκφωνώντας το μενού: «… σαλάτες, τυριά, κρασιά… Ε, αυτά»! Αυτά είχα να σου πω, θρασύτατε νοσταλγέ. Άντε και με σύγχυσες πάλι κυριακάτικα…»

ΥΓ.: Υπενθυμίζουμε την πρότασή μας προς τους αναγνώστες μας, πως με χαρά θα λάβουμε και τις δικές τους αναμνήσεις και μαρτυρίες.


Σχολιάστε εδώ