Θεατής των εξελίξεων…
Κρίση στις σχέσεις «πρόσωπο με πρόσωπο», σε σημείο που προοιωνίζεται σχάση στον πυρήνα της Κεντροαριστεράς, διέρχεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η κοινωνική αυτή «παθογένεια», γνώρισμα, κατ’ εξοχήν, των πολιτικών σχηματισμών της Αμφισβήτησης, που κινούνται στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, τροφοδότησε, ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν, την κίνηση των ιδεών και αποτέλεσε τον βασικό αιμοδότη του ίδιου του πολιτικού συστήματος, τη λειτουργία και τη χρησιμότητα του οποίου έθεταν στο κέντρο της κριτικής τους αυτοί οι σχηματισμοί.
Οι θιασώτες αυτής της τακτικής κινούνται μακράν της «λογικής της Εξουσίας» σε αντίθεση με τα κόμματα εξουσίας, που επιδίδονται σε έναν αδυσώπητο αγώνα απόκτησης ισχύος, στα πλαίσια του οποίου η στρατηγική της ισορροπίας και η στρατηγική διαμόρφωσης μιας κομματικής τάξης κυριαρχούμενης από εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν το απαραίτητο στοιχείο και για την κατάκτηση της εξουσίας και, το κυριότερο, για την εφαρμογή των προγραμματικών διακηρύξεων των πολιτικών αυτών σχηματισμών εξουσίας.
Ο χώρος της Κεντροαριστεράς, ο οποίος διεκδικείται από το ΠΑΣΟΚ, στο άμεσο, αλλά και το απώτερο παρελθόν, παρουσιάζει με μορφή περιοδικότητας κρίσεις στις σχέσεις «προσώπων με πρόσωπα», οι οποίες δεν έφθασαν στο σημείο της σχάσης του πυρήνα της Παράταξης, με την εφαρμογή της αρχής, η ηγεσία της να διακινείται στα πλαίσια του primus inter pares και όχι εκείνης του «ενός ανδρός».
Η σημερινή κρίση στις σχέσεις «πρόσωπο με πρόσωπο», που ταλανίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μορφοποιείται στους δύο «άξονές» της, τον Γ. Παπανδρέου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, και οφείλεται και αποστασιοποιείται από τη «Λογική της Εξουσίας».
Διαφαίνεται ο μεν Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να προτάσσει τη «Λογική της Κομματικής Εξουσίας», και δη με μια διαχεόμενη αντίληψη κληρονομικότητας, ο δε Ευ. Βενιζέλος, να εδράζεται σε έναν, όχι και ελκυστικό, προγραμματισμό να καταστεί η «Λογική της Εξουσίας», αυτοσκοπός για το Κίνημα.
Η σύγκρουση των δύο αυτών πολιτικών τακτικών καταδικάζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια βαθιά εσωστρέφεια, το καθιστά θεατή των εξελίξεων και του στερεί τη δυνατότητα άρθρωσης και διατύπωσης αντιπολιτευτικού λόγου, απολύτως αναγκαίου σε στιγμές όπως οι σημερινές, κρίσης θεσμών και σύγχυσης ιδεών.
Η κρίση των σχέσεων «πρόσωπο με πρόσωπο», που κατ’ αυτάς ενδημεί στο ΠΑΣΟΚ, επιτρέπει στο κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να αναδεικνύει τη «Λογική της Εξουσίας» σε κυρίαρχο στοιχείο και οδηγό της πολιτικής του. Στο πλαίσιο αυτό η νομή του κράτους, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο, και όχι η προαγωγή των συμφερόντων της Κοινωνίας, ανάγονται σε κατευθυντήρια πολιτική της κυβέρνησης, με τη συστηματική ταύτιση κόμματος-Κράτους.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επωφελούμενη του λήθαργου στο οποίο έχει βυθιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση, πολιτεύεται με πλήρη περιφρόνηση της Δημοκρατικής Αρχής ότι το Κράτος, η γραφειοκρατία και οι λειτουργίες του είναι μία ανεξάρτητη από κομματικές επιδιώξεις οντότητα, που επιδιώκει να πραγματώσει το εθνικό συμφέρον με την έννοια της προώθησης της κοινωνικής προόδου, στην Οικονομία, την Παιδεία, την Υγεία, την Κοινωνική Ασφάλιση, την Εξωτερική Πολιτική.
Και βεβαίως το Εθνικό Συμφέρον είναι υπέρτερο πελατειακών σχέσεων και ρουσφετολογικών συμπεριφορών. Και αναιρείται στις περιπτώσεις εκείνες που η «Λογική της Εξουσίας» επιδιώκει με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους την ποδηγέτηση της Κοινής Γνώμης μέσω του ασφυκτικού κομματικού ελέγχου των υπό την εποπτεία του Κράτους λειτουργούντων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και της διαπλοκής και συναλλαγής με τα υπό ιδιωτικό έλεγχο ΜΜΕ.
Η βασική ιδεολογική παράμετρος του Κεντρώου και Κεντροαριστερού πολιτικού χώρου στη μεταπολιτευτική Ελλάδα κινήθηκε στην αντίληψη ότι ένα αποδυναμωμένο Κράτος, ειδικότερα στον τομέα της Κοινωνικής Πρόνοιας, παρέχει πρόσφορο έδαφος στην οικονομική ολιγαρχία, που στην ελληνική εκδοχή της είναι μεταπρατικού χαρακτήρα, να αναλώνεται στην προώθηση και στήριξη πολυεθνικών οικονομικών συμφερόντων.
Σε αντίθεση με τη Συντηρητική Παράταξη, κορμός της οποίας παραμένει το κόμμα, και σήμερα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η Δημοκρατική Παράταξη δεν συνταυτίστηκε με την αντίληψη της απαξίωσης του Έθνους και της ουσιώδους αποδυνάμωσης του ρόλου του κράτους από τον κοινωνικό του ρόλο καθώς και τη μεταβολή του σε ένα διοικητικό μηχανισμό διαχείρισης της εξουσίας κατά τις υποδείξεις υπερεθνικών κέντρων.
Η Αριστερά, στο σύνολό της, διεκδικούσε την τιμή να ορθώνεται ανάχωμα στην πολλαπλή αμφισβήτηση και τη βαθμιαία υπέρβαση της κρατικής κυριαρχίας. Στη σημερινή πραγματικότητα και με την κρίση στις σχέσεις «πρόσωπο με πρόσωπο», που ενδημεί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απεμπολείται και αυτό το ουσιώδες στοιχείο.
Με βάση δε το «αξίωμα» ότι κενό δεν νοείται στην Πολιτική, είναι βέβαιο ότι αυτό που εγκαταλείπει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα κληθεί, εκ των περιστάσεων, να το καλύψει η εκείθεν του ΠΑΣΟΚ Αριστερά.