Η διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία

Υπάρχουν ορισμένες έννοιες που στη Διεθνή Πολιτική και στο Διεθνές Δικαιικό σύστημα εμφανίζονται ως καινοφανείς και εν πολλοίς αποκλίνουσες από καθιερωμένες έννοιες και πρακτικές, και επιχειρούν μέσα από την εφαρμογή τους να εμφανίσουν μια νέα τάση στην πρακτική και θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου και εν προκειμένω της Διεθνούς Πολιτικής.

Το δικοινοτικό σύστημα πολιτειακής οργάνωσης εμφανίστηκε στην περίπτωση της Κύπρου κατά παρέκκλιση της δημοκρατικής αρχής της Αυτοδιάθεσης των Λαών, αρχής που καθιερώθηκε ως jus cogens, στη διαδικασία της Αποαποικιοποίησης στις δεκαετίες ’50 και ’60.

Η ίδρυση του κυπριακού κράτους με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, που απετέλεσαν ένα οδυνηρό διπλωματικό συμβιβασμό για Ελλάδα και Κύπρο, εμπεριείχαν κατά τρόπο προκλητικό για τα δεδομένα των δυτικών δημοκρατιών την εξαίρεση από την αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής αυτοδιάθεσης, δηλαδή της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής για το σύνολο του πληθυσμού, στη διακυβέρνηση της νήσου.

Η δημοκρατία μετετέθη μεταλλασσόμενη στο επίπεδο της «ισότητας των ομάδων» και δη εν προκειμένω των κοινοτήτων, και όχι της ισότητας των ατόμων – πολιτών, όπως επιτάσσει η θεωρία και η πρακτική της δημοκρατίας ως λαϊκής κυριαρχίας.

Δεν υπάρχει πουθενά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας η έννοια του «πολιτικού λαού» ως έκφραση της βούλησης του πληθυσμού στο σύνολό του.

Με την εισβολή του 1974 και τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμών, τη διεθνή δηλαδή παρανομία της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου, καθιερώθηκε η έννοια των ζωνών, δηλαδή της εδαφικής εκείνης έκτασης που ολοκληρώνει το κοινοτικό πλαίσιο και στο οποίο προστίθεται και η εθνοτική καθαρότητα κάθε ζώνης.

Με την εδαφική βάση και τον λαό ως κοινότητα, έχουμε τη θεμελιακή υπόσταση μιας οιονεί, δυνάμει κρατικής οντότητας ή οντοτήτων, έννοιες που εν προκειμένω στην περίπτωση της Κύπρου είναι παράνομες, αφού η μόνη κρατική οντότητα που ως υποκείμενο Διεθνούς Δικαίου είναι αναγνωρισμένη είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, πλην όμως η διαρκής σχεδόν «προπαγανδιστική» επίκληση της «Διζωνικότητας – Δικοινοτικότητας» σ’ ένα ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης τείνει να τις καθιερώσει ως το πλαίσιο επί του οποίου θα οικοδομηθεί η αυριανή λύση του Κυπριακού προβλήματος. Η απόκλιση από τα διεθνή καθιερωμένα παντού -σε όλες τις γνωστές ομοσπονδίες του κόσμου- δεν είναι τόσο η Δικοινοτικότητα και η Διζωνικότητα όσο κυρίως τρία στοιχεία τα οποία καθιστούν μια ενδεχόμενη εφαρμογή αυτής της «φόρμουλας» μαθηματικώς μη βιώσιμη, δηλαδή μη λειτουργική και οπωσδήποτε άδικη.

Πρώτον: οι ζώνες, και αναφερόμαστε κυρίως στον κατεχόμενο Βορρά, είναι το αποτέλεσμα διεθνούς παρανομίας της Τουρκίας, η οποία άσκησε ένοπλη βία εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφαρμόζοντας το Σχέδιο «Αττίλας», που εκπονήθηκε τη δεκαετία του ’70, προσφυγοποιώντας τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, κατακτώντας τη γη, τους φυσικούς πόρους, και λεηλατώντας τον πολιτισμό του.

Η νομιμοποίηση της «ζώνης» θα μας καθιστούσε συνενόχους και υπόλογους στην ιστορία και στο διεθνές δίκαιο, ως συναινούντες σε μια εμφανή παρανομία εις βάρος και των ιδίων των συμφερόντων και του δικαίου μας.

Δεύτερον: οι «ζώνες» προώρισται να αποτελέσουν γεωγραφικές περιοχές με υποχρεωτική και μόνιμη εθνική πλειοψηφία της κάθε κοινότητας ξεχωριστά, πράγμα που θίγει όχι μόνο την αρχή της δημοκρατίας και του πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης καίρια, αλλά πλήττει ταυτόχρονα και τη μεγάλη πλειοψηφία της νήσου, που είναι οι Έλληνες, να λειτουργούν και ως πολιτική πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή δομή του κεντρικού κράτους. Θίγει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών και των κοινωνικών ομάδων. Παραβιάζει τουτέστιν συλλήβδην τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού των τελευταίων 300 ετών.

Τρίτον: το πρόβλημα της Κύπρου είναι πέραν των εσωτερικών θεσμικών και πολιτικών αποκλίσεων και παρεκκλίσεων κυρίως πρόβλημα υπονόμευσης της λειτουργίας του Πολιτεύματος, ιδιαίτερα ενός εύθραυστου ομοσπονδιακού, όπου οι αποφάσεις για τη διακυβέρνηση του τόπου λαμβάνονται με ηυξημένες πλειοψηφίες και καθιερώνονται τα βέτο των μειοψηφιών, από το εξωτερικό πολιτικό κέντρο, που είναι εν προκειμένω η Άγκυρα. Η Τουρκία έχει τη στρατηγική του γεωπολιτικού ελέγχου της νήσου, αξιοποιώντας την «κυριαρχία» της στον Βορρά, τον εκφοβισμό του Νότου και τη δυσκαμψία στη λειτουργία της κεντρικής ομοσπονδιακής δομής, η οποία θα λειτουργεί «φινλανδοποιημένα».

Οι ομοσπονδίες γενικότερα, αν δεν έχουν την παράδοση της γερμανικής κουλτούρας και την ιδιαιτερότητα της terra libera των ΗΠΑ – Καναδά, είναι επισφαλή πολιτικά συστήματα, αφού η βιωσιμότητά τους εξαρτάται από την καθημερινή συναινετική λειτουργία των μερών. Στην περίπτωση δε της Κύπρου, στα δύο εθνικά αντιτιθέμενα μέρη προστίθεται και ο ογκόλιθος της Τουρκίας.

Το κυπριακό οικονομικό θαύμα και εν γένει η επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού οφείλονται κυρίως στην καλή και αποτελεσματική διοίκηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία σ’ ένα ελληνοτουρκικό «συνεταιριστικό» κράτος διεθνικής ομοσπονδιακής δομής, όπου δεν λειτουργούν οι αρχές της δημοκρατίας, των ατομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών, θα κατέρρεε, όπως κατέρρευσε στον Λίβανο, στη Βοσνία και αλλού.


Σχολιάστε εδώ