ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ… ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ Ή ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΙΚΟΥΣ

Οι κάτοικοι τών πόλεων
είμεθα σάν τσακάλια
είμεθα πότε βάμβακας
καί άλλοτε τανάλια.

Ο φόβος μάς κυριαρχεί
καί μάς εξαγριώνει
καί άλλος μοιάζει φάντασμα
κι άλλος μ’ Ομέρ Βρυώνη.

Άσ’ τόν παπά νά ευλογεί
κι όλο κεριά ν’ ανάπτει,
τών παγετώνων εποχή
θαρρώ επανακάμπτει

Ιδού λοιπόν η εποχή
πάντων τών δεινοσαύρων
όσο καί άν ακούγονται
φωναί κομμάτων λαύρων.

Ουδείς τόν άλλον αγαπά
μόνον τόν εαυτό του
κι ουδείς χαρίζει κάστανα
μηδέ καί τό παλτό του.

Μιά παγωμάρα σύγκειται
ομού μετά τής θλίψης
καί τό μαράζι τών θνητών
ού δύνασαι απαλείψεις.

Ψευτογελούμε άπαντες
ώς τά ουράνια νέφη
κι ο θάνατος απέναντι
ώς εραστής μάς γνέφει.

Ακόμη καί ο έρωτας
γίνεται αγγαρεία
κι όλοι δολίως σκέπτονται
ίσως κάποιαν χηρεία.

Γελά τών πάντων θηρευτής
Νικόλας Μακιαβέλης
όσα κι άν είπε γίνονται
θέλεις ή δέν τό θέλεις.

Μέ τούς Μεδίκους ήτανε
καί άλλοτε μέ τούς Πάτσι
κι αυτοί μαλλιοτραβιόντανε
κι ο Νικολός στό πάτσι.

Κι έγινε η Φιρέντσια
κάπως σάν τήν Ελλάδα
(μπροστά πηγαίνει ο σφαγεύς
καί πίσω η γελάδα).

Ό,τι πιό πάνω ανέφερα
περί τής εξουσίας
δείχνει τό αναλλοίωτο
αυτής τής παρουσίας.

Η βασική πάντων αρχή
είναι τά πόσα πιάνεις
γιά τούς πιό κάτω χέστηκες
κι άς είσαι καί αλμπάνης.

Αυτή λοιπόν η εποχή
είναι αρχοθηρία,
είναι τό ΑΡΧΩ κι απειλώ
μέ μπράβους καί θηρία.

Εντός αυτού τού κλίματος
ο άνθρωπος τά χάνει
πάει γιά βρούβες στά βουνά
ή στού Σκορδά τό Χάνι.

Νά, διατί οι άνθρωποι
κλείνονται στό καυκί τους
καί φοβισμένοι προχωρούν
χέζοντας τό βρακί τους.

Ο κύων πού πληγώθηκε
είναι τρελός καί δάκνει
όσους σταυρούς κι άν κάνουμε
εις τού Χριστού τήν φάτνη.

Βλέπεις θνητούς εις τάς οδούς
καί σύγκρυο σέ πιάνει,
λές: Νά ‘ναι τούτος εις φονιάς
πρεζάκιας ή αλάνι;

Οι πάντες είναι ύποπτοι
μπροστά μας όταν βγαίνουν,
δειλοί καί απροστάτευτοι
δέν ξέρουν πού πηγαίνουν.

Η Εξουσία, φίλοι μου,
αυτό έχει πετύχει:
τόν φόβο καί τήν ερημιά
γιά τήν κακή μας τύχη.

Άνετοι πιά μάς διοικούν
αγέλες εκ προβάτων,
κι ας είδεν κάπου ο Μωυσής
τήν «Φλεγομένην βάτον».
………………………………………
………………………………………
«Όλην τήν οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τά μεγάλα πτερά
τής βαθείας νυκτός»
Ανδρέας Κάλβος.


Σχολιάστε εδώ