Η «ΩΦΕΛΙΜΗ» ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟY
Η έκφραση «τεφάλ», που είχε γραφτεί κάποτε για κάποιον πολιτικό που δεν «κολλάει» τίποτα πάνω του, ταιριάζει απολύτως στον κ. Καραμανλή, που μετέχει ως πρώτος μεταξύ ίσων στον δημόσιο βίο, χωρίς να φαίνεται επηρεασμένος απʼ όσα εξ ορισμού συμβαίνουν κοντά του και εξ αποτελέσματος τον αγγίζουν. Μιλάει για τη διαφάνεια, την καθαρότητα, καταδικάζει τα φαινόμενα διαφθοράς, δηλώνει ότι δεν έχει θέση στην κυβέρνησή του κανείς που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά, αλλά κάθε μήνα ή τρίμηνο όλο και παρουσιάζεται ένα ανάλογο περιστατικό στην σχεδόν τετραετή κυβέρνησή του. Πρέπει να αξιολογηθεί το ότι το επιχείρημα «εμείς ό,τι παρουσιάζεται το απομακρύνουμε και το πάμε μόνοι μας στη Δικαιοσύνη, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις του χθες» (σ.σ.: εδώ εννοούν το ΠΑΣΟΚ και είναι επιλογή Καραμανλή να μη λέει τη λέξη, προκειμένου να ταυτίσει το ΠΑΣΟΚ –μια και όλοι γνωρίζουν ποιος ήταν προηγουμένως στην κυβέρνηση– με το χθες) πιάνει τόπο. Πείθει τον κόσμο που μοιάζει πρόθυμος να παραδεχτεί ότι γίνονται και στραβά σε μια κυβέρνηση, φυσικό είναι, αλλά ο πρωθυπουργός δεν αφήνει τίποτα ατιμώρητο όσο κοντά του κι αν βρίσκεται.
Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα του Κ. Καραμανλή, που εξακολουθεί να κεντάει με μαεστρία στον καμβά του κεντήματος που έχει θέμα τη φράση «άλλο η Νέα Δημοκρατία άλλο ο Καραμανλής». Το εκλογικό σώμα έχει αποδεχτεί σε σημαντικό βαθμό αυτήν την «αρχή», αυτό το ιδιότυπο αξίωμα, με αποτέλεσμα ο πρωθυπουργός να ελίσσεται άνετα και επιτυχημένα ανάμεσα σε εμπόδια πάνω στα οποία θα είχε συντριβεί οποιοσδήποτε άλλος πρωθυπουργός. ΄Οχι ακριβώς οποιοσδήποτε, μια και ο Ανδρέας Παπανδρέου τα κατάφερνε μια χαρά σε αυτό το «σπορ», έτσι ο Κ. Καραμανλής μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μοιάζει με τον ιστορικό ηγέτη σε ένα ακόμα σημείο. Ασφαλώς, κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και για πόσον καιρό θα παραμείνει σώος σʼ ένα τόσο επικίνδυνο περιβάλλον ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αλλά αυτό, η μεταβολή της συνθήκης, έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τη δυνατότητα του φυσικού αντιπάλου (ΠΑΣΟΚ) να αλλάξει το κλίμα.
Για να συμβεί αυτό πρέπει το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία και ετοιμότητα, όχι σε λόγω καθήκοντος λειτουργία, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Ούτε η ΝΔ ούτε ο κ. Καραμανλής αισθάνονται σημαντική και άξια λόγου πίεση από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το πιο πιθανό είναι να πιστεύουν πως αν γίνουν αύριο ή σε σύντομο χρονικό διάστημα εκλογές, θα τις ξαναπάρει με άνεση η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ θα βυθιστεί ακόμα πιο βαθιά στα προβλήματά του. Την αίσθηση αυτήν της ΝΔ (που δεν πηγάζει μόνο από την αλαζονεία της εξουσίας και από επιπολαιότητα) δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα το ΠΑΣΟΚ για να την ανατρέψει.
Το πρόβλημα για το κόμμα του Γ. Α. Παπανδρέου βρίσκεται στο ότι ανάλογη αίσθηση για το ίδιο θέμα έχει και ο κόσμος που παρακολουθεί με έκπληξη και απορία τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται η αξιωματική αντιπολίτευση: Η μισή είναι απούσα και η άλλη μισή περιμένει τον πρόεδρο να κάνει κάτι για να μη θεωρηθεί ότι στελέχη υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους και τον ηγέτη τους.
Το θέμα είναι ότι τον κόσμο δεν τον ενδιαφέρουν αυτές οι εσωτερικές ισορροπίες, στον βαθμό που όλοι περιμένουν τη διατύπωση της άλλης πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας. Όλοι βλέπουν τι συμβαίνει, αλλά, αν δεν πάρουν την άλλη πρόταση, την άλλη απάντηση, θα καταδικάσουν μεν αυτά που συμβαίνουν, δεν θα κινηθούν δε αυτομάτως στην κατεύθυνση του άλλου μεγάλου πόλου εξουσίας. Θα πρέπει αυτός να διατυπώσει τις προτάσεις του, να πείσει ότι μπορεί να εφαρμόσει άλλη πολιτική από αυτήν που υπάρχει (και επίσης πως έχει απομακρυνθεί από τις αντιλήψεις που είχε για την εξουσία και την κυβέρνηση την περίοδο 1997-2004) και τότε να περιμένει να εισπράξει τη φθορά του αντιπάλου. Όχι αυτομάτως.
Η λογική του «αυτός είναι κακός άρα ελάτε σε μένα» δεν λειτουργεί, πρώτον, διότι είναι απλοϊκή και, δεύτερον, διότι «σε έχουν δοκιμάσει και εσένα» και μάλιστα πρόσφατα. Κάθε εβδομάδα που περνάει βυθίζει στην αναξιοπιστία το σύστημα, όχι απλώς την κυβέρνηση. Κι αυτό αφορά όλους.