Ένα βαλκανικό όραμα για την Ελλάδα
Από το 1990 και μετά η κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου και η «έκλειψη» της ρωσικής παρουσίας για τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μετέβαλε και πάλι τα Βαλκάνια σε χώρο αστάθειας, στο «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης.
Η Γερμανία εγκαινίασε τη στρατηγική της αποδιάρθρωσης της κάποτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και σε αυτήν την πολιτική σύρθηκε ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, το μόνο που πέτυχε είναι εν τέλει να δώσει τη σκυτάλη στις ΗΠΑ, οι οποίες, μέσω του ελέγχου των Βαλκανίων, εμποδίζουν την ουσιαστική ενοποίηση της Ευρώπης, οριστικοποιούν την περιθωριοποίηση του «ορθόδοξου χώρου» από τη Ρωσία ως την Ελλάδα και εδραιώνουν την παρουσία της Τουρκίας σε Ευρώπη και Βαλκάνια.
Αυτές όμως οι επιδιώξεις των Δυτικών στην περιοχή δεν θα αρκούσαν για να ξεθεμελιώσουν τα Βαλκάνια, αν δεν υπήρχε και η συνδρομή των τοπικών αρχουσών τάξεων και ελίτ.
Οι άρχουσες τάξεις της περιοχής έχουν μια παράδοση επαρχιωτισμού, υπανάπτυξης και εύκολης προσκόλλησης σε αντιμαχόμενες μεταξύ τους μεγάλες δυνάμεις, για να αποκομίσουν κάποια άμεσα μικρο-οφέλη έναντι των γειτόνων τους.
Όταν λοιπόν κατέρρευσε το Ανατολικό στρατόπεδο, υπήρχαν δύο δυνατές διέξοδοι. Η μία ήταν, επιτέλους, η απαρχή διαδικασιών μιας οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ενοποίησης της περιοχής. Και η άλλη, η διέξοδος του παραπέρα κατακερματισμού, της μεταβολής των πέντε βαλκανικών κρατών σε δέκα ή δεκαπέντε διαφορετικές οντότητες, πράγμα που θα μετέβαλε σχεδόν οριστικά την περιοχή σε άθυρμα των Γερμανών, των Αμερικανών, και του νεο-οθωμανισμού.
Και, ω του θαύματος, οι άρχουσες τάξεις της περιοχής ακολούθησαν τον δεύτερο δρόμο. Και οι συνέπειες για το σύνολο των Βαλκανίων υπήρξαν τραγικές. Το ζήτημα των αλβανικών μειονοτήτων εξερράγη και η Αλβανία ταυτίστηκε με τους Αμερικανούς και την Τουρκία, πράγμα που συμβαίνει σε έναν βαθμό και με τη Βουλγαρία. Η δημιουργία του κράτους των Σκοπίων υπονόμευσε τις σχέσεις με την Ελλάδα. Το Μαυροβούνιο αποσχίστηκε και το Κοσσυφοπέδιο ετοιμάζεται να ανεξαρτητοποιηθεί, για να μην αναφέρουμε τα ζητήματα της Βοϊβοντίνα, του Σαντζάκ, των μουσουλμάνων της Θράκης σε Βουλγαρία και Ελλάδα κ.λπ.
Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να παίξει έναν ενοποιητικό και σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή ήταν η Ελλάδα. Όμως η χώρα μας θα πέσει θύμα όχι τόσο του μικροεθνικισμού όσο κυρίως του δυτικόστροφου στραβισμού των αρχουσών τάξεων και των ελίτ της χώρας μας, τέλος της έλλειψης ενός βαλκανικού οράματος μεγάλης πνοής και κλίμακας.
Απέναντι δε στη μεγάλης κλίμακας διάψευση των ελπίδων για μια κάλυψή μας από την ΕΕ υπάρχουν πολλαπλές στάσεις.
Α. Η μία είναι η επίταση της εθελοδουλίας: Ας γίνουμε περισσότερο πειθήνιοι, ας προσπαθήσουμε να λύσουμε όπως όπως το Κυπριακό, ας υποταχθούμε στις τουρκικές απαιτήσεις, ας δεχθούμε σχεδόν αδιαμαρτύρητα τη διάλυση των Βαλκανίων, ας μεταβληθούμε σε ευρωπαϊκή νομαρχία, τυπικά και ουσιαστικά. Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη των ελίτ της χώρας.
Η άποψη αυτή θεωρεί την ΕΕ ως τη στρατηγική επιλογή της χώρας και τη βαλκανική ενότητα ως απλό πρόβλημα ασφάλειας, αντί αντίθετα να θεωρεί τη βαλκανική ενότητα ως τη στρατηγική επιλογή της χώρας και όλα τα άλλα ως τακτικές επιλογές.
Β. Η δεύτερη είναι εκείνη της εθνικής αυτάρκειας: «Η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη», «η παράδοσή μας είναι Ανατολική», «πρέπει να διατηρήσουμε την εθνική και πολιτιστική μας αυτονομία», πρέπει εδώ και τώρα να απορρίψουμε τη Δύση και τη δυτική κυριαρχία. Πρόκειται για μια τάση θετική, η οποία όμως κινδυνεύει να πέσει σε απομονωτιστικές αντιλήψεις. Ας θυμηθούμε τι συνέβη με το Μακεδονικό, όπου η ορθή απόρριψη του σοβινισμού των Σλαβομακεδόνων δεν συνδυάστηκε και με μια αναγκαία πολιτική πρόταση, η οποία θα μας επέτρεπε να πραγματοποιήσουμε μια ολοκληρωμένη βαλκανική πολιτική και θα απέφευγε τον σημερινό εξευτελισμό της ουσιαστικής διεθνούς καθιέρωσης του ονόματος «Μακεδονία». Επιπλέον, μια τέτοια αντίληψη απομονωτισμού οδηγεί άσφαλτα στην παράδοσή μας στην αγκαλιά της υπερδύναμης. Γι’ αυτό πολλοί οπαδοί αυτής της άποψης προσχωρούν τελικά στην αντίληψη της ακόμα στενότερης πρόσδεσης στις ΗΠΑ, ώστε να «μας προτιμήσουν» έναντι της Τουρκίας.
Γ. Η τρίτη εκδοχή είναι εκείνη της εισαγωγής μιας νέας αντίληψης για την Ευρώπη, για τη Μεσόγειο και για τον κόσμο συνολικότερα. Η Ελλάδα είναι και Ευρώπη, αλλά μια Ευρώπη διαφορετική από εκείνη της Δύσης. Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν είναι «να φθάσουμε τη Δύση», αλλά να ξεπεράσουμε την αντίθεση Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, προβάλλοντας μια αντίληψη όπου ο βαλκανικός χώρος θα συγκροτεί το απαραίτητο τσιμέντο για τη συνεύρεση Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Και η επανεμφάνιση της Ρωσίας δυναμικά στο προσκήνιο επιτρέπει και πάλι μια σχετική γεωπολιτική εξισορρόπηση στην περιοχή. Η Ευρώπη μπορεί να καταστεί ανεξάρτητη μόνο εάν συνενώσει το Δυτικό με το Ανατολικό της τμήμα.
Θα πρέπει λοιπόν να ρίξουμε το βάρος μας στην προοπτική μεγάλης πνοής που αποτελεί η ενότητα των Βαλκανίων. Μια τέτοια ενότητα απαντά και στο ζήτημα μιας ισόρροπης ευρωπαϊκής προοπτικής για τη χώρα μας (γιατί συγκροτεί έναν πόλο ισχυρό μέσα στην Ευρώπη) και ταυτόχρονα είναι η μόνη η οποία μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα.
Σε μια προσπάθεια να συζητηθούν διεξοδικά οι διαφορετικές πτυχές και οπτικές του ζητήματος, το περιοδικό «Άρδην» οργανώνει συζήτηση στη Θεσσαλονίκη με ομιλητές τους Κώστα Ζουράρι, Φαίδωνα Μαλιγκούδη, Νικόλαο Μέρτζο, Νεοκλή Σαρρή, καθώς και τον υπογραφόμενο, η οποία θα διεξαχθεί αύριο, Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008, στις 7 μ.μ., στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Εθνικής Αμύνης 4).