Μια φορά και έναν καιρό

Πολλά χρόνια πριν ακουστεί από ραδιοφώνου το γνωστό τραγούδι «στ’ Αποστόλη το κουτούκι» υπήρχε ένας Αποστόλης με κουτούκι κατά Βουρλοπόταμο μεριά.

Ο εν λόγω Αποστόλης μόλις συνεπλήρωσε τας εγκυκλίους σπουδάς του ως «βοηθός παντοπώλου», ή χυδαϊστί σαν «μπακαλόγατος», βρήκε ευτραφή νεάνιδα, ετών τριανταπέντε κατά δήλωσιν, της οποίας τα κάλλη και τα πάχη ήσαν δυσαναλόγως μεγαλύτερα του «κομποδέματος» που διέθετε. Βοηθούντος όμως του πάλαι ποτέ Διογένη, που διεκήρυξε ότι «λυχνίας σβησθείσης» κ.λπ., ευρέθησαν ένα απόγευμα Κυριακής «ενωμένοι ενώπιον Θεού και ανθρώπων εις σάρκαν μίαν», αν και πολλοί κακοήθεις ισχυρίζοντο πως η αναφορά στην ένωσή τους περιορίζετο στους ανθρώπους, διότι με τον Θεό είχανε ξεμπερδέψει σε χρόνο ανύποπτο…

Έτσι το σπιτάκι που διέθετε η νύφη, προϊόν πατρικού μόχθου, που τα χρόνια εκείνα αποκαλούσαν «προίκα», εστέγασε στην αρχή τον έρωτά τους και αργότερα υποτυπώδες παντοπωλείο, σταθμό Α΄ βοηθειών για τις απρόβλεπτες ανάγκες της γειτονιάς, διότι τα κανονικά μπακάλικα ήταν μακριά από την αραιοκατοικημένη συστάδα οικίσκων που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούσαν οικισμό.

Με το μεγάλωμα της οικογένειας άρχισαν να μεγαλώνουν κατά παράδοξο τρόπο και οι… ανάγκες της. Και επειδή τα έσοδα από το μπακάλικο δεν επαρκούσαν για να τις καλύψουν, ο Αποστόλης αγόρασε μερικά σιδερένια τραπεζάκια και καρέκλες με ψάθα από τον γύφτο και μετέτρεψε το μαγαζί και σε κουτούκι. Το μενού ταμπλ ντ’ οτ θα προερχόταν από τα εμπορεύματα του παντοπωλείου, δηλαδή κεφαλοτύρι και φέτα, ελιές θρούμπες, παστές σαρδέλες, άντε και καμιά ρέγκα. Σε ειδικές περιπτώσεις, ως «βελτίωσις συσσιτίου» που λέγαμε στον στρατό, θα υπήρχε σαλάμι αέρος και μορταδέλα, που αν τα έβλεπε υγιεινολόγος, περιγράφοντάς τα θα ‘παιρνε διδακτορικό…

Ήμασταν μια παρέα τρία τέσσερα άτομα, τακτικοί θαμώνες στο κουτούκι που το είχαμε για στέκι. Ήσαν ταπεινοί και πεντανόστιμοι οι μεζέδες, αλλά κυρίως το μαγαζάκι διέθετε μια περίεργα ζεστή ατμόσφαιρα στον απροσδιόριστο εκείνο χώρο. Λόγω στενότητος δεν έβαζε δικό του κρασί, είχε μόνο ένα μικρό βαρελάκι και απ’ αυτό κάλυπτε τις ανάγκες της επιχείρησης. Εξάλλου «κρασί δι’ οικίας» δεν πουλούσε, όπως συνήθιζαν οι κανονικές ταβέρνες. Εκτός όμως της ρετσίνας της κεχριμπαρένιας, αχτύπητοι ήταν και οι… καβαλιέροι της. Η φέτα κολλούσε στα χείλια σου απ’ το πάχος και το κεφαλοτύρι είχε τέτοια νοστιμιά που δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψουν. Το «κεφάλι» του σαν στρογγυλό ταψί, 8-10 πόντους ύψος, έσταζε βούτυρο. Παλαιωμένο ποιος ξέρει πόσο καιρό στο τυροκομείο ή στον έμπορο, χωρίς να ‘χουνε αφαιρέσει κανένα από τα συστατικά του, κάθε μέρα που έμενε στο ράφι αποκτούσε περισσότερα χαρίσματα.

Δεν φορούσε κόκκινη ζώνη ο Αποστόλης ούτε παπιγιόν. Μια γκρίζα μπλούζα τον συνέδεε με την εποχή που ο κυρ Ανέστης, τ’ αφεντικό του, τον είχε του κλώτσου και του μπάτσου. Το «κουβέρ» ήταν μια λαδόκολλα για τραπεζομάντιλο κι άλλες μικρότερες για… πιάτα. Ζύγιζε το τυρί, τις σαρδέλες ή τη μορταδέλα και τ’ ακουμπούσε με ευγένεια και τακτ μπροστά στον πελάτη, η συμμετοχή του οποίου (διότι μέσα εκεί επικρατούσε μια συμμετοχική δημοκρατία), περιοριζόταν στο να χτυπήσει τις σαρδέλες στο τραπέζι για να τους φύγει το περίσσιο αλάτι, λέγοντας το στερεότυπο:

«Θα μας λυσσάξεις. Σκέτο αλάτι μας πουλάς!». Κι ο κακομοίρης διαμαρτυρόταν, έκανε το σταυρό του κι ορκιζόταν πως δεν το κάνει επί τούτου αλλά έτσι τις πουλάνε οι εμπόροι. Υπήρχε και επιδόρπιο. Χαλβάς μπακαλίσιος. Έφερνε η Αποστόλαινα από το σπίτι μισό λεμόνι κι ένα σακουλάκι τοσοδούλι από σελοφάν με κανέλα, που είχε πιο πολλά γράμματα η συσκευασία του παρά περιεχόμενο…

Στον τοίχο ήταν κρεμασμένη μια κιθάρα, κληρονομιά από έναν εργένη τραγουδιστή που πέθανε -Θεός σχωρέστον- κι όταν κάποιος μεράκλωνε, με την άδεια του μαγαζιού, τραγουδούσε σότο βότσε τους καημούς του. Τότε μεράκλωνε κι ο μαγαζάτορας κι έδινε παραγγελιά στη γυναίκα του, που κρυφοκοίταγε από μέσα, να τηγανίσει δυο αβγά προσφορά του στους γλεντζέδες.

Λίγο πολύ, όσοι συχνάζαμε γνωριζόμασταν, χωρίς να ‘χουμε πολλά πάρε δώσε. Μια «καλησπέρα» με την άφιξή μας και μια «καληνύχτα» ψιλοτρικλίζοντας στην αναχώρηση ήταν οι μόνοι τροφοδότες των μεταξύ μας… δημοσίων σχέσεων. Κάθε παρέα ήταν ένα ολοκληρωμένο σύνολο, μη συμβατό με τις άλλες παρέες.

Η κυρία Αποστόλαινα εμφανιζόταν μόνον όταν έπεφτε πολλή δουλειά. Γέμιζε κρασί το κατοστάρι, το «καρτούτσο», το εμαγιέ σκεύος το μπλε απέξω και άσπρο μέσα, ή έφερνε νερό από το σπίτι αν κάποιος πνιγόταν, ή αν ερχόταν η ξανθιά η ζωντοχήρα ν’ αγοράσει δωδεκάμισι δράμια καφέ απ’ το μπακάλικο. Τι να τον κάνει τέτοια ώρα τον καφέ; Μνημόσυνο είχε; Η κυρία Αποστόλαινα φυλαγόταν, όπως τη συμβούλεψε η αείμνηστη μαμά της, από τέτοιου είδους κακοτοπιές. Άμα τη εμφανίσει του θήλεος σ’ όλους ξυπνούσε μέσα μας ο… ιππότης και προσφερόμεθα όλοι, εντελώς απονήρευτα, να της προσφέρουμε ένα ποτό. Φώναζε ο πιο σβέλτος:

«Ένα ποτήρι, Αποστόλη, κι ένα καρτούτσο»… Φώναζε κι ο Αποστόλης σαν σύνθημα στο εσωτερικό του σπιτιού:

«Φέρε γυναίκα ποτήρια». Και έβγαινε η κυρία και το ξέκοβε.

«Δεν έχουμε άλλα ποτήρια και το κρασί τέλος»!

«Δεν πειράζει», έλεγε η ξανθιά, «άλλη φορά». Και, χαχαχά και χου χου χου, έφευγε κουνάμενη σινάμενη. Μας έκανε συστάσεις ο Αποστόλης:

«Δεν κάνει παιδιά», μας έλεγε, «εδώ είναι σπίτι. Είναι οικογένεια. Έτσι και πάρει αέρα θα κατασκηνώσει εδώ πέρα…» Κι εμείς του το φυλάγαμε. Όταν η Αποστόλαινα ήταν παρούσα αρχίζαμε να διηγούμαστε μεταξύ μας, αλλά μεγαλόφωνα, σόκιν ανέκδοτα.

Ανατρίχιαζε εκείνος στη σκέψη πως θα άκουγε η γυναίκα του τέτοιες προστυχιές και σπρώχνοντας την έστελνε στα ενδότερα: «Μέσα, μέσα, δεν κάνει ν’ ακούς τέτοια εσύ»… Την αγαπούσε και τη σεβότανε πάρα πολύ. Την είχε «κορώνα στο κεφάλι του» και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία.

Μια παλιά καντάδα έλεγε: «Θα ‘θελα λίγο πριν πεθάνω, σ’ ένα πλακιώτικο στενό, μια βόλτα δίπλα σου να κάνω…»

Προσωπικά, θα ήθελα να ξαναζήσω εκείνα τα αξέχαστα κουτούκια του καιρού μου!


Σχολιάστε εδώ