Η νέα ύφεση απειλεί, αλλά ημείς, πάλι, άδομεν!
Για μιαν ακόμη φορά τίποτε άλλο δεν μας συγκινεί, τίποτε άλλο δεν μας σενεγείρει. Τίποτε. Ούτε ότι η χώρα μας δεν αξιοποίησε τα σημαντικά οφέλη από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, τον πακτωλό των κοινοτικών πόρων και, φυσικά, το μακρόχρονο προηγούμενο ευνοϊκό ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Το εκπληκτικό είναι ότι σήμερα το κλίμα έχει αλλάξει σημαντικά, αλλά ημείς, όπως πάντοτε, άδομεν. Με τα κορόιδα να είναι πάντοτε οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και, γενικώς, οι μη έχοντες. Γιατί οι αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, οι οποίες, όπως εκτιμάται, αναμένεται να επηρεάσουν δυσμενώς την ελληνική οικονομία, επιβεβαιώνονται από τις πρόσφατες δυσμενείς προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τις εξελίξεις στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία. Οι αβεβαιότητες μάλιστα αυτές χαρακτηρίζονται «υψηλές» και η ύφεση ως «συγχρονισμένη», οι οποίες διήρκεσαν έως τις αρχές του 2004, όταν τελείωσε ο καθοδικός κύκλος στην ελληνική και διεθνή οικονομία και άρχισε ο ανοδικός, ο οποίος, όπως φαίνεται, τελείωσε το 2007, όταν επιδεινώθηκε η νέα πετρελαϊκή κρίση.
Τώρα βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου καθοδικού κύκλου στην οικονομία, που θυμίζει τους γνωστούς «κύκλους Κοντράτιεφ». Έτσι, η χώρα μας εμφανίζεται να απειλείται από νέα οικονομική δίνη, από την οποία θα μπορούσε να εξέλθει αλώβητη, αν προωθούνταν έγκαιρα οι περιβόητες διαρθρωτικές αλλαγές, αν βελτιωνόταν η ανταγωνιστικότητά της και ολοκληρωνόταν η δημοσιονομική εξυγίανση. Αλλά, φευ! Διότι μόνο έτσι θα απελευθερώνονταν κεφάλαια για την προώθηση μεγάλων έργων υποδομής, τη δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, την προστασία του καταναλωτή, την ενίσχυση της νέας τεχνολογίας, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Από την άλλη μεριά, εκτιμάται ότι η αποδυνάμωση των ρυθμών ανάπτυξης θα συνοδευθεί ξανά από στασιμοπληθωρισμό, λιτότητα και περιοριστικές οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές και τη μείωση της κατανάλωσης, για να αυξηθούν τα κέρδη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Και οι έλληνες εργατοϋπάλληλοι και φορολογούμενοι έχουν εφιαλτικά βιώματα από τέτοιες πολύχρονες περιοριστικές πολιτικές (από το 1985 έως σήμερα σχεδόν).
Ο νέος καθοδικός οικονομικός κύκλος χαρακτηρίζεται από ύφεση, η οποία συνοδεύεται από ενίσχυση του πληθωρισμού, επιβράδυνση της ανάπτυξης, πτώση των μετοχικών αξιών, αύξηση της ανεργίας και πολλά πρόωρα σημάδια αβεβαιότητας, αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης, μείωση του πραγματικού εισοδήματος και αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής.
Όταν, λοιπόν, επισημαίνονται από τους διεθνείς οργανισμούς τόσο πολλά ανασχετικά προβλήματα διεθνώς και ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δυσοίωνες διαγράφονται οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Διότι, για μια ακόμη φορά η χώρα μας «κατόρθωσε» να συλληφθεί, όπως πάντοτε έως τώρα, ανέτοιμη και ανίσχυρη στην αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων και, κυρίως, ύφεσης στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Η κρίση αυτή, λοιπόν, βρίσκει ξανά την ελληνική οικονομία να μην έχει πλεονάσματα, να μην έχει δυναμισμό. Αντίθετα, εμφανίζεται να έχει υψηλό δημόσιο χρέος, που δεν επιτρέπει την εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και την προώθηση της αναγκαίας φορολογικής μεταρρύθμισης, για να ανταποκριθεί στον ευρωπαϊκό φορολογικό ανταγωνισμό, τον υψηλό πληθωρισμό και τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα. Ύστερα, παρά τον υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με εκείνον της Ευρωζώνης, η χώρα μας δεν έχει τη δυνατότητα περαιτέρω ενίσχυσης της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αφού δεν προωθήθηκαν εγκαίρως και δεν προωθούνται οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Και είναι γνωστό ότι σε περίοδο ύφεσης και διεθνούς κρίσης είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν όσα δεν έγιναν όταν το εγχώριο και διεθνές περιβάλλον ήταν προκλητικά ευνοϊκότερο.
Δυστυχώς, ουδέποτε σχεδόν η εφαρμοσθείσα οικονομική πολιτική δεν παρέσχε «αγκυροβόλιο» για τους εργαζομένους, τους φορολογούμενους, τους καταναλωτές και τους επιχειρηματίες. Γιατί στον βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων και της διατήρησης με κάθε τρόπο της εξουσίας θυσιάζονταν τα συμφέροντα της χώρας. Παρά την ευνοϊκή ελληνική και διεθνή συγκυρία, τη σημαντική αύξηση των φόρων και τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, όχι μόνο δεν επετεύχθη ο εθνικός στόχος για δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά επιδεινώθηκαν κιόλας βασικά οικονομικά μεγέθη. Πρόκειται για μια μελαγχολική διαπίστωση, αφού η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την προώθηση πραγματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και, φυσικά, του σταθερού εισοδήματος των εργαζομένων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι η χώρα μας είναι απλώς θεατής των κοσμογονικών αναδιατάξεων που γίνονται στην Ευρώπη και διεθνώς στην οικονομία, την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα. Τα αποτελέσματα από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι γνωστά στη χώρα μας και γίνονται ακόμη πιο έντονα αν συγκριθούν με τις επιδόσεις των άλλων χωρών. Γιατί οι χώρες που χαρακτηρίζονται από υψηλή ανταγωνιστικότητα παρουσιάζουν ταχεία άνοδο των εξαγωγών, σημαντική εισροή άμεσων ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις, υψηλές δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση και έρευνα καθώς και επιχειρηματικές δαπάνες για έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στις χώρες αυτές, σε αντίθεση με την Ελλάδα, ο βαθμός πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι υψηλός και ο ρυθμός αύξησης των αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας εντυπωσιακός.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα υστερεί σαφώς σε όλους αυτούς τους δείκτες και, φυσικά, σε αποτελεσματικότητα στον δημόσιο τομέα και σε δημόσιες υποδομές, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από τις εκθέσεις για τη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας. Άλλωστε, τι είναι η ανταγωνιστικότητα; Ανταγωνιστικότητα είναι, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, το σύνολο των θεσμών και οικονομικών πολιτικών που στηρίζουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και, φυσικά, του εισοδήματος μέσω της ενίσχυσης άλλων βασικών μεγεθών, όπως είναι οι εξαγωγές, οι ξένες επενδύσεις και άλλα.