Διαφθορά, διαπλοκή, κερδοσκοπία

Ουδεμία έκπληξη, αφού τα φαινόμενα της διαφθοράς, της συναλλαγής, των άδηλων και κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων, φαινόμενα που εδράζονται στο «υπόβαθρο» της διαπλοκής, έχουν ήδη καταστεί βασικό τμήμα των γενικότερων οικονομικών δραστηριοτήτων και επηρεάζουν σημαντικά τις ίδιες τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές.

Στις καθημερινές μας αναφορές ταυτίζουμε τη διαφθορά με το «φακελάκι», τη συναλλαγή, τη «μίζα»… Όμως το φαινόμενο της διαφθοράς είναι πολυδιάστατο. Εκφεύγει του πλαισίου της οικονομίας και διαμορφώνεται σε μια συνεκτική δομή, που αποκτά γενικότερο κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα και ευρύτερες ιδεολογικές διαστάσεις.

Πράγματι, εδώ και πολλά χρόνια παρακολουθούμε την επέκταση, τη γιγάντωση του φαινομένου της διαφθοράς, που, σταδιακά αλλά και συστηματικά, καταλαμβάνει και «αποικιοποιεί» τους οικονομικούς, κοινωνικούς και κρατικο-διοικητικούς θεσμούς.

Και το χειρότερο: «Ενσωματώνει» και απονεκρώνει τις συνειδήσεις, ουδετεροποιεί και καταστέλλει τις αντιδράσεις και τελικά εξελίσσεται σε ένα είδος πολιτικού και κοινωνικού «μιθριδατισμού», ώστε να ενσωματώνεται «σιωπηρά» στην καθημερινή μας ζωή. Όπως και τόσα άλλα, το φαινόμενο της διαφθοράς εντάσσεται και αυτό στο γενικότερο πλαίσιο της ανομίας και της αδιαφορίας, και τελικά αποβαίνει απρόσβλητο από οποιεσδήποτε προσπάθειες καταπολέμησής του.

Το φαινόμενο της διαφθοράς απέκτησε δυστυχώς ένα δικό του πεδίο αυτονομίας και αυτονομιμοποίησης στον σύγχρονο κόσμο της αγοράς, της κερδοσκοπίας, του καταναλωτισμού, της ιδιώτευσης.

«Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», αποφαίνεται η σοφή λαϊκή ρήση. Στ’ αλήθεια ποιες κυβερνήσεις, ποια πολιτικά κόμματα και πρόσωπα θα αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα της διαφθοράς, θα συγκρουστούν με τα «δίκτυα» της διαπλοκής, θα απεμπλακούν από τους αποκαλούμενους «νταβατζήδες», όταν, δυστυχώς, ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού και της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας εξαρτά την τύχη και την προοπτική του από την εύνοια των οικονομικών συμφερόντων;

Από κει και πέρα, όταν το «κακούργημα» της διαπλοκής «νομιμοποιείται» άτυπα και ενσωματώνεται στις καθημερινές λειτουργίες και στους όρους αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος, τότε όλα τα πολυειδή φαινόμενα της διαφθοράς εκλαμβάνονται από τους ίδιους τους «δράστες» ως «πταίσματα»…

Το φαινόμενο της διαφθοράς έχει σήμερα καταλάβει όλους σχεδόν τους θεσμούς. Η τοπική αυτοδιοίκηση, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελεί «κακέκτυπο» της κεντρικής εξουσίας σε τοπική κλίμακα. Σημαντικοί κοινωνικοί θεσμοί όπως, π.χ., αυτός της Υγείας «ανταλλάσσουν» τον πόνο και την ασθένεια με το «φακελάκι» ή πλήττουν τη λειτουργικότητα των νοσοκομείων με προμήθειες και «μίζες» επισφαλών, πολλές φορές, μηχανημάτων αλλά και υλικών.

Ακόμα και οι πολιτιστικοί θεσμοί έχουν μετατραπεί σε χώρους συναλλαγής, κατανομής κονδυλίων σε «εκλεκτούς», ώστε τελικά ένα μεγάλο τμήμα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων να υποκρύπτει ευτελείς πελατειακές σχέσεις… Χρειαζόταν άραγε η απόπειρα αυτοκτονίας του Χρ. Ζαχόπουλου για να ενεργοποιηθεί το «σκανδαλοθηρικό» ενδιαφέρον δημοσιογράφων και πολιτικών;

Η δομικού χαρακτήρα ισχύς της διαφθοράς αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι ακόμα και αυτοί οι θεσμοί και οι διοικητικοί μηχανισμοί που δημιουργούνται για την καταπολέμησή της, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, μετατρέπονται και οι ίδιοι σε «κυψέλες» και εκτροφεία της διαφθοράς (παλαιότερα ο ΣΔΟΕ, πλέον πρόσφατα η Επιτροπή Ανταγωνισμού). Ποιος μας διαφυλάσσει, άραγε, από τους «φύλακες»;

Ασφαλώς το φαινόμενο της διαφθοράς συνδέεται με το κύκλωμα της παραοικονομίας και της ασύδοτης κερδοσκοπίας, που «καταλαμβάνει» το 40% περίπου των οικονομικών δραστηριοτήτων και το οποίο αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους μηχανισμούς άνισης αναδιανομής του εθνικού προϊόντος και πλούτου.

Ιδιαίτερα το φαινόμενο της ασύδοτης κερδοσκοπίας, όταν μάλιστα αυτή κατοχυρώνεται μέσα από μια τοπική νομιμότητα, αποτελεί ένα είδος «αποδεκτής διαφθοράς» που βρίσκεται στο απυρόβλητο.

Τέτοιου είδους κερδοσκοπικές δομές διαμορφώνονται -τυπικά ή άτυπα- με τα μονοπώλια και τα καρτέλ. Όπως στα καύσιμα, όπου η αισχροκέρδεια και η νοθεία έχουν γίνει καθεστώς ή ακόμα στα προϊόντα των σούπερ μάρκετ, στα τρόφιμα, στα φάρμακα…

Το χρηματιστήριο, παρά τα «παθήματα» του 1999 και του 2000, εξακολουθεί να παραμένει ένας μηχανισμός κερδοσκοπίας, ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Χρηματιστηριακές εταιρείες, υπεράκτιες εταιρείες, ανώνυμες συναλλαγές συγκροτούν ένα συνεκτικό κύκλωμα που, από την ίδια τη δομή και τη λειτουργία του, βρίσκεται εκτός ελέγχου και υπεράνω του νόμου. Αποτελεί το αυτόνομο «βασίλειο» της κερδοσκοπίας και της ασυδοσίας.

Οι τράπεζες, από τη δική τους πλευρά, μέσω της προκλητικής ανισότητας των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων κερδοσκοπούν χωρίς κανένα όριο. Ποια υγιής επιχείρηση μπορεί να εμφανίζει αύξηση ετήσιων κερδών της τάξεως του 40%, χωρίς να κερδοσκοπεί ασύδοτα σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, έχοντας μάλιστα υπερχρεώσει πολλές χιλιάδες νοικοκυριά;

Διαφθορά, ασύδοτη κερδοσκοπία, «μαύρη» οικονομία και διαπλοκή έχουν διαμορφώσει ένα «σιδηρούν πλέγμα» που καταπνίγει την κοινωνία και αποϊδεολογικοποιεί τις συνειδήσεις. Η έκταση και το «βάθος» των φαινομένων αυτών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε από μια «ηθικολογούσα» πολιτική ούτε από υποσχέσεις ούτε από αποσπασματικές παρεμβάσεις που γίνονται για το θεαθήναι…

Δυστυχώς πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό το «πλέγμα» των συμφερόντων αποτελεί, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, οργανικό συστατικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου συστήματος των μηχανισμών της αγοράς. Η «διαφθορά», κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί στο σύστημα αυτό το «ορυκτέλαιο» που συμβάλλει στην αποδοτική λειτουργία των μηχανισμών-«γραναζιών» του.

Μόνο η συστηματική και γενναία ρήξη με το πλέγμα των συμφερόντων και των μηχανισμών αυτών -γεγονός που προϋποθέτει μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση- μπορεί να οδηγήσει στον απεγκλωβισμό της πολιτικής και στην πραγματική εξυγίανση των θεσμών. Μόνο μια τέτοια ιστορική «τομή» μπορεί να οικοδομήσει αποτελεσματικούς θεσμούς «διαφάνειας» και κοινωνικού ελέγχου και να επιτρέψει στην ελληνική κοινωνία να «αναπνεύσει» από τη «δυσοσμία» της διαφθοράς, της συναλλαγής, της ατομικής και συλλογικής απαξίωσης.


Σχολιάστε εδώ