Το Ασφαλιστικό δεν είναι πρόβλημα μόνο οικονομικό, αλλά κυρίως κοινωνικό και κατεξοχήν ηθικό

Αυτές έχουν συνέπεια την υφέρπουσα κρίση, με συνακόλουθα την αμφισβήτηση της χρησιμότητας και της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής ασφάλισης και τους κραδασμούς του κοινωνικού μας ιστού.

Πρόκειται για ένα ασφαλιστικό σύστημα που το χαρακτηρίζουν τα προνόμια, οι διακρίσεις και οι ανισότητες, τόσο στις εισφορές όσο και στις παροχές. Γι’ αυτό και η κρίση που το απειλεί δεν μόνο οικονομική, αλλά περισσότερο κοινωνική και κατεξοχήν ηθική.

Κάθε κοινωνική ομάδα που είχε δυνατότητες πρόσβασης και επηρεασμού των κέντρων αποφάσεων πετύχαινε τη θεσμοθέτηση κοινωνικού πόρου υπέρ του ασφαλιστικού, κλαδικού και σπανιότερα επικουρικού ταμείου της, ποσοστού συνήθως μεγαλύτερου των καταβολών των ασφαλισμένων και βαρύνοντος κάποιους, που δεν συνδέονταν με το Ταμείο υπέρ του οποίου η εισφορά, με την ιδιότητα του ασφαλισμένου. Στην κατηγορία αυτή των προνομιούχων φορέων ανήκουν και τα υπό συγχώνευση, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, ασφαλιστικά ταμεία, τη δομή των οποίων θα επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε στον Πίνακα 1.

Πρόκειται περί Ταμείων εύρωστων και, κατά τους ηγήτορες των επαγγελματικών τάξεων που τα εκφράζουν, λίαν «ευγενών». Η «ευγένεια» δε αυτή μεταφράζεται σε χαμηλές εισφορές, υψηλές συντάξεις και παχυλά αποθεματικά. Ως εκ τούτου, η ευρωστία τους δεν οφείλεται μόνο ή και σε ίδιες εισφορές, αλλά σε πόρους προερχόμενους από ξένες τσέπες και μάλιστα απ’ όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το ΤΣΜΕΔΕ, το οποίο στερείται άμεσου κοινωνικού πόρου, αλλά έχει μεγάλες εισφορές λόγω επιβαρύνσεως του κάθε ασφαλισμένου με ποσοστά επί των πάσης φύσεων μελετών και κατασκευών που πραγματοποιεί.

Η κυβέρνηση, βέβαια, της οποίας τα τελικά σχέδια δεν τα γνωρίζουμε, στις πρώτες δηλώσεις της δεν αναφέρθηκε στους κοινωνικούς πόρους. Αφήνει να εννοηθεί ότι θα τους διατηρήσει και ότι το ενδιαφέρον της περιορίζεται στα αποθεματικά και τη μείωση των δαπανών διοίκησης, οι οποίες, εκτός των επικουρικών, δεν είναι υπερβολικά αυξημένες (στήλη 13 του Πίνακα 1).

Θλιβερή διαπίστωση για τον πολιτισμό μας αποτελεί και η ένοχη σιωπή σύσσωμης της αντιπολίτευσης ως προς τη διατήρηση ή μη του κοινωνικού πόρου.

Απόπειρα βέβαια κατάργησης των διακρίσεων και των προνομίων που σκανδαλωδώς εμφανίζει το σύστημα, με εξίσωση δηλαδή εισφορών και συντάξεων αφού πρόκειται περί συγχωνεύσεως, δεν νομίζω ότι θα επιχειρηθεί γιατί έχει μεγάλο πολιτικό διακύβευμα.

Όμως τι σόι μεταρρύθμιση μεθοδεύει η κυβέρνηση με διατήρηση των προνομίων στα ρετιρέ και των συντάξεων πείνας στα υπόγεια του κοινωνικοοικονομικού μας συστήματος, όπως π.χ. στο ΙΚΑ και στο ΤΕΒΕ, με εισφορές περίπου ίσες με εκείνες των προνομιούχων ταμείων και συντάξεις υποτριπλάσιες;

Τον ρόλο της Ιφιγένειας θα τον παίζουν εσαεί οι ίδιες κοινωνικές τάξεις;

Όσο για τα υπό συγχώνευση ασφαλιστικά ταμεία, εξ ων το ένα είναι ο κλαδικός μου φορέας, ειλικρινά δεν κατάλαβα γιατί φωνάζουν για «κατεδαφίσεις», όταν το οικοδόμημα χτίστηκε με ξένα «τούβλα»; Αν το ΤΣΑΥ είναι σήμερα εύρωστο, αυτό οφείλεται στον κοινωνικό πόρο του 6,5% επί της τιμής πώλησης κάθε φαρμάκου, που κατάργησε, και καλά έκανε, ο κ. Σιούφας το 1992.

Το πρόβλημα δηλαδή που δημιούργησε με την πρότασή της η κυβέρνηση δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις, αλλά αποπνέει και κοινωνική σήψη. Όζει!

Και αυτό το ηθικό πρόβλημα δεν φαίνεται να το αντιμετωπίζουν με τη δέουσα κοινωνική ευαισθησία εκείνοι που θέλουν να είναι ταγοί της κοινωνίας μας και μπροστάρηδες σε κάθε προοδευτική μεταρρύθμιση, που επιχειρείται για το συμφέρον του συνόλου. Υπερτερεί, δυστυχώς, και προέχει το ατομικό και οικονομικό όφελος.

Το ίδιο ισχύει και για την κυβέρνηση. Σε καμιά περίπτωση δεν θα προκύψει βιώσιμη και δίκαιη λύση του Ασφαλιστικού με διατήρηση των ανισοτήτων, των αδικιών και των κενών ασφάλισης, που εξέθρεψαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Ενδεικτικά αναφέρω την εκ 440 εκατ. ευρώ «αντιπαροχή (!) της ενσωματωμένης (;) στη ΔΕΗ περιουσίας του ΟΑΠ – ΔΕΗ», που δεν αναφέρεται πουθενά ούτε η ταυτότητά της ούτε η αξία της και χαρακτηρίζεται ως κοινωνικός πόρος. Το ύψος της δεν φτάνει τα 16.695 ευρώ κατά κεφαλήν ασφαλισμένου (στη ΔΕΗ), όταν στο ΙΚΑ το ποσόν της κατά κεφαλήν κρατικής επιχορήγησης δεν ξεπερνά τα 1.300 ευρώ. Όσο για τις συντάξιμες μέσες αποδοχές, στη μεν ΔΕΗ ανέρχονται σε 1.870 ευρώ, στο δε ΙΚΑ στα 740 ευρώ.

Και επειδή κατάργηση των κοινωνικών πόρων δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, γιατί κάθε ασφαλισμένος θα επιβαρυνθεί με τον ποσόν της στήλης 6 του Πίνακα 1 αν θέλει να διατηρηθούν οι σημερινές συντάξεις, προτείνω για άλλη μια φορά τη λύση της τράπεζας κοινωνικών ασφαλίσεων, που θα ανήκει σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία και θα λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες του τραπεζικού συστήματος. Στο χωνευτήρι της τράπεζας αυτής θα αναταχθούν οι στρεβλώσεις, θα αμβλυνθούν οι οξείες διακρίσεις και αντιθέσεις, θα γίνει πλέον δίκαιη κατανομή των πόρων, θα λειτουργήσει αποτελεσματικά η αλληλεγγύη των τάξεων και των γενεών και θα ταυτιστούν οι προϋποθέσεις παροχών. Πάνω δε απ’ όλα θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και ο χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης, γιατί οι οποιοιδήποτε κραδασμοί που θα δημιουργούνται στα φτωχότερα Ταμεία θα αποσβένυνται από τη δυναμική της τράπεζας και την αλληλεγγύη των πλέον ισχυρών κοινωνικών στρωμάτων.

Δηλαδή, για να μην ξεσηκωθεί σήμερα η χώρα ολόκληρη στους δρόμους με συνέπειες μη αναστρέψιμες, ας στενοχωρήσουμε και λίγο τους τραπεζίτες, που συνιστούν τον πλέον κερδοφόρο κλάδο της εθνικής μας οικονομίας.

Λύση άλλη για την αναχαίτιση και αποσόβηση της κρίσης δεν υπάρχει, χωρίς κατάργηση κεκτημένων και βαθιές ρωγμές στον κοινωνικό μας ιστό.

Σημείωση: Η Τράπεζα Κοινωνικών Ασφαλίσεων συζητήθηκε για πρώτη φορά τον Γενάρη του 1987, σε σύσκεψη υπό την προεδρία και την ένθερμη υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού, του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, και με τη συμμετοχή των Σημίτη (Εθν. Οικονομίας), Τσοβόλα (Οικονομικών), Γεννηματά (Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων), Χαλκιά (Τράπεζα της Ελλάδος) και τη δική μου, με την ιδιότητα του υφυπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρά τη θερμή υποστήριξη της πρότασης από Γεννηματά και Τσοβόλα, δεν κατάφερε ο τότε πρωθυπουργός να κάμψει την αντίδραση των δύο άλλων, με το επιχείρημα ότι η δημιουργία Τράπεζας Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα κλονίσει το τραπεζικό σύστημα.

Όταν αργότερα (1995) συναντηθήκαμε με τον αοίδιμο τότε πρωθυπουργό στη ΓΣΕΕ, μου είπε ότι υπήρξε μέγα λάθος η παραμέληση του θέματος της τράπεζας -γίγαντα, όπως την έλεγε, που θα την «πληρώσουν ακριβά αργότερα τα παιδιά μας».

Με την περίεργη, για να μην πω εγκληματική, ραστώνη που καλύπτει το ασφαλιστικό πρόβλημα, αν και πέρασαν δώδεκα χρόνια από τότε, πολύ φοβάμαι ότι ο Α. Παπανδρέου, δυστυχώς, θα επαληθευτεί.


Σχολιάστε εδώ