Οι σεσηπότες

Παγκόσμια, και με τη βούλα, είμαστε στα επίπεδα της Ουγκάντα και της Ζάμπια και, από πλευράς πανεπιστημίων, μία θέση κάτω από τη Ζιμπάμπουε. Εκείνο που δεν είχαμε πλήρως αντιληφθεί είναι το βάθος της σήψεως στον κυβερνητικό χώρο. Οι σεσηπότες μάς κυβερνούν και το μεγάλο στοίχημα είναι αν υπάρχει έστω και ένας που να τηρεί τα προσχήματα της θέσεως που κατέχει και να μην είναι επιλήσμων του όρκου που έδωσε κατά την είσοδό του στον χώρο της εξουσίας. Μας έπνιξε η δυσοσμία της σήψης.

Βέβαια είμαστε αδικαιολόγητοι, αφού είχαμε τόσα και τόσα δείγματα, από τους καμιά πενηνταριά ανώτατους λειτουργούς, υπουργούς και βάλε, που αποπέμφθηκαν από την κυβέρνηση γιατί είχαν πιάσει την κουτάλα και μοίραζαν το δημόσιο χρήμα, κατά προτεραιότητα, σε συγγενείς, φίλους, κουμπάρους, παρατρεχάμενους και διαπλεκόμενους. Τους διώξανε, γιατί με τη φόρα που είχαν πάρει έγιναν αντιληπτοί, όμως πόσοι άλλοι συνεχίζουν την ίδια δουλειά κεκαλυμμένα και μεθοδικά, πλουτίζοντας και ασχημονώντας; Ασύδοτοι και αδιάντροποι συνεχίζουν το έργο των προκατόχων τους, όχι απλώς για να μας αποδείξουν ότι και οι δύο εκπρόσωποι του δικομματισμού είναι το ίδιο πράγμα, αλλά για να μας στείλουν το ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν έχουμε καμιά ελπίδα σωτηρίας εμείς και τα παιδιά μας. Δεν έχουμε καμιά ελπίδα επιβίωσης ως Έλληνες, ως έθνος και ως κράτος. Περάσαμε το στάδιο της σήψης και μπήκαμε σ’ αυτό της αποσύνθεσης. Το 1897 και το 1922 δεν είναι παρελθόν, είναι και παρόν (όπως απέδειξε το 1974) και προοπτική.

Τριάντα χρόνια τώρα η πατρίδα μας, παρά την τεράστια υπεραξία που συσσωρεύτηκε, παρά την εργασία εκατοντάδων ξένων εργατών με μικρή αμοιβή και παρά τα κολοσσιαία κονδύλια των Ευρωπαϊκών Πλαισίων Στήριξης, αντί της ευημερίας τράβηξε τον δικό της μονήρη κατήφορο, της πονηριάς, της κλεψιάς, της μίζας, της διαπλοκής και εν τέλει της χρεοκοπίας. Αυτό το κατεστημένο έφαγε τον ιδρώτα του λαού και μας κατέταξε στους φτωχότερους της Ευρώπης. Κανένας από τους υπουργούς και μεγαλοθεσίτες που απομακρύνθηκαν και ξεμπροστιάστηκαν δεν είχε την αυτογνωσία και τη δύναμη της σκέψεως, της αυτοκριτικής και του αυτοπεριορισμού οίκαδε, ως υπαιτίος των δεινών του λαού τον οποίο εκλήθη να υπηρετήσει.

Ο λαός με το αισθητήριό του έχει δείξει αυτούς που έφαγαν και ρήμαξαν τον τόπο. Όμως οι ίδιοι είναι άπληστοι και χωρίς αιδώ εμφανίζονται δημοσίως, διεκδικώντας εκ νέου μια θέση στην εξουσία. Έτσι, μες στην ταραχή μου για το πού πάμε, θυμήθηκα τα λόγια του Μακρυγιάννη για τους πολιτικούς που ελυμαίνοντο στον καιρό του τη χώρα: «Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τόχουν σε δόξα, τόχουν σε τιμή, τόχουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας». Μήπως είναι μια ακριβής περιγραφή της σημερινής κατάστασης; Είναι προφανές ότι η Ελλάδα, στην ανάστροφη ιστορική της πορεία, βρίσκεται τώρα πίσω στην εποχή του Μακρυγιάννη, βαδίζοντας ολοταχώς προς το 1827.

Ας επανέλθουμε όμως στους σύγχρονους Κωλέττηδες για να δούμε το τελευταίο γεγονός που μας γέμισε πίκρα και απογοήτευση. Αυτά που συνέβησαν στο υπουργείο πολιτισμού, και τα οποία είναι ο καθρέφτης της πολιτικής μας ζωής, δείχνουν ότι η πολιτική εντιμότης είναι ανύπαρκτη. Συνταράσσεται η κοινή γνώμη όταν ακούει και πληροφορείται πώς γίνονται οι διορισμοί και πώς τρυπώνουν οι άνευ προσόντων (κυρίως ηθικών) κομματικοί επιτήδειοι στο Δημόσιο, όταν για τον λαουτζίκο υπάρχει ο φραγμός του ΑΣΕΠ.

Αυτοί είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι της μίζας και τις διαφθοράς, που με τις γνωριμίες και τα μέσα διαπόμπευσαν τη δημόσια διοίκηση. Μένουν άναυδοι οι κοινοί άνθρωποι όταν μαθαίνουν για τις αμοιβές των ημετέρων. Είναι εκπληκτική η αλαζονεία των διοικούντων ακόμα και ο τρόπος που περπατούνε, με το ιδιόρρυθμο λίκνισμα του τακουνιού, τη γελοία μουτσούνα της σοβαροφάνειας, του τεντώματος της ράχης, του ακατάδεκτου ανωθρώσκοντος βλέμματος μετά τις εκλογές και του πολλών καρδιναλίων ύφους που εκφράζει το γνωστό «ξέρεις ποιος είμαι ο εγώ;»

Εκείνο όμως που δεν το χωράει ανθρώπου μυαλό είναι ο σεξουαλικός εκβιασμός και οι εξευτελιστικές για ανθρώπινη ύπαρξη απαιτήσεις των εξουσιαστών σε όλες τις βαθμίδες. Στέλνεις το κορίτσι σου για μια αίτηση πρόσληψης ή για συνέντευξη και πρέπει να υπολογίζεις και τα βίτσια του καρεκλοκένταυρου. Ο άγραφος νόμος είναι: όποια δεν ενδίδει, δεν προσλαμβάνεται! Σε καιρούς ανεργίας και για μια γενιά των επτακοσίων μέχρι και εκατόν πενήντα ευρώ, έχουμε καταλάβει τι εκβιασμός είναι αυτός; Περνάει από το μυαλό μας ότι το κάθε απελπισμένο από το άχρηστο πτυχίο κορίτσι είναι υποχρεωμένο να περάσει από το κρεβάτι του κάθε αισχρού χοντροκοιλαρά;

Τον εκβιάζανε, λέει, με βίντεο και αυτό είναι το μέγα έγκλημα. Μάλιστα έχει γίνει καραμέλα στους δημοσιογραφίσκους ότι δεν μας ενδιαφέρει η κρεβατοκάμαρα του κάθε διευθυνταρά. Σκέπτονται, έστω και για μια στιγμή, ότι η κρεβατοκάμαρά του έχει πελατεία εξαιτίας των εκβιασμών που ασκεί λόγω θέσης και εξουσίας;

Αλήθεια για το παρόμοιο σκάνδαλο του διοικητού του

ΙΚΑ τι αποφάνθηκε η Δικαιοσύνη; Θα μου πείτε, και ορθώς, ποιος θυμάται σ’ αυτόν τον τόπο τα εγκλήματα του περασμένου διμήνου. Άλλωστε, οι δικαστές αμείφθηκαν με δισεκατομμύρια αναδρομικά.

Μοίραζε, λέει, λεφτά σε ημετέρους και από πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ, που ήταν το κονδύλιο, το πήγε με το έτσι θέλω σε εξήντα εκατομμύρια. Γιατί να μην το κάνει; Είχε να δώσει λόγο σε κανέναν; Άλλωστε είναι γνωστό ότι και ο προϊστάμενος καλοβλέπει τις μικρούλες (αυτός έχει και γούστο). Απορώ πώς έχουμε απαίτηση από τέτοιους ανθρώπους να ασκούν αξιοπρεπή εξωτερική πολιτική γι’ αυτήν την έρμη χώρα. Όμως η ευθύνη δεν είναι μόνο δική τους, αλλά και όλων όσοι υποκύπτουν στα τερτίπια και στα ψέματα του δικομματισμού. Είναι γνωστό το απόφθεγμα των τελευταίων εκλογών για έναν φιλόσοφο της πολιτικής: «Δεν τον ψήφισα, παρότι ήξερα ότι είναι ο τίμιος».


Σχολιάστε εδώ