ΚΑΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΤΑ ΗΧΕΙΑ
Ήχος βαρύς καί οχληρός
τά πάντα αναδεύει
σκεπάζει τά παράπονα
κι αλλιώς μάς εκπαιδεύει.
Μεγάφωνα υψίφωνα
χαοτικώς ουρλιάζουν,
όπως εκείνα τά σκυλιά
πού τρώνε καί σπαράζουν.
Φέγγει ο Κόσμος ιλαρός
καί δάκρυα σκεπάζει.
(Δέν είναι δάκρυα χαράς
είναι ψυχρό χαλάζι.)
Δέντρα υψώνονται παντού
φλογίζουν τά λαμπιόνια,
μιά ευτυχία κάλπικη
μάς ζώνει εδώ καί χρόνια.
Μέσα σέ δευτερόλεπτα
έρχεται άλλος χρόνος,
άφιλος καί παγιδευτής
ως ο Αρχαίος Κρόνος.
Ξέρω καί παραδέχομαι
πώς η χαρά μάς λείπει
ότι χρειάζονται οι ευχές
μήπως διωχτεί η λύπη.
Μ’ ευχές καί κουραφέξαλα
ο Κόσμος δέν αλλάζει,
όποιος κοιτάζει τά μπροστά
καί πίσω άς κοιτάζει.
Πόσες χρονιές δέν είπαμε
ευχές μέ γαρνιτούρες
κι όμως τά ίδια γίνονται
κι οι αλλαγές… μουτζούρες.
Όταν πετάμε μιάν ευχή
κι οι άλλοι αγαλλιάζουν,
ξέρουμε πόσοι άγνωστοι
πονάνε καί στενάζουν;
Είναι καυτό τό ερώτημα
κι απάντηση δέν δίνει
εκείνος όπου εύχεται
καί στήν υγειά του πίνει.
Θά μέ δικάσουν πάμπολλοι
ως αρνητή, ως φαύλο
αλλά άς δούμε μήπως καί
ζούμε σ’ έναν στάβλο.
Ευχή είναι διάθεση
ουχί κυριολεξία,
λόγος είναι αξόδευτος
χωρίς καμιάν αξία.
Τήν λες από συνήθεια
όπως στήν λέν κι οι άλλοι,
αλλ’ άν δέν βάλεις κάρβουνα
δέν καίει τό μαγκάλι.
Όταν τήν τύχη μας κρατούν
απάνθρωποι κηφήνες
ο νέος χρόνος άδικος
κι οι δώδεκά του μήνες.
Πάλι ηχούν μεγάφωνα
τί ρόλο τάχα παίζουν;
Ποίων σκεπάζουν τίς κραυγές
ποίους λοιπόν εμπαίζουν;
Αυτό τό θέατρο σκιών
ίσως νά ‘ναι ωραίο
σ’ έναν πλανήτη υποκριτή
καί πολλαπλώς μοιραίο.
Θά μείνω μόνος, σκεπτικός
ένοχος στά εντός μου
γιατί δικάζω τίς χαρές
τίς ψεύτικες τού Κόσμου.
Είναι τής φύσης νόημα
νά φεύγουμε, νά πάμε
καί άλλοι πίσω νά ‘ρχονται
κι εμείς νά τούς κοιτάμε.
Εύχομαι νά ‘χω άδικο
γιά όλα τά παραπάνω
τά είπα κι είμαι ήσυχος.
Καί τώρα άς πεθάνω.
………………………………………….
…………………………………………
«Σεις οι δειλοί αχνίζετε,
όταν τίς ψιθυρίση
τ’ όνομα τού θανάτου,
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι».
Ανδρέας Κάλβος