Μια φορά και έναν καιρό

Θυμάμαι που ο πατέρας μού έλεγε πως ήταν «προσφορά» των υπαλλήλων στ’ αφεντικά τους, όταν καθιερώθηκε η «Κυριακή αργία». Ως τότε, επτά ημέρες την εβδομάδα, νύχτα έμπαινε το προσωπικό στο μαγαζί και νύχτα έβγαινε από εκεί μέσα. Είχανε ξεχάσει πώς είναι το φως του ήλιου και μόνο τις φάσεις της… Σελήνης μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Έτσι, όταν νομοθετήθηκε η αργία της Κυριακής, τους φάνηκε σαν ένα ανέλπιστο και απίστευτο λαχείο. Μαχμουρλίδικα σηκώθηκαν οι «υπάλληλοι οι καημένοι», που λέει ο Καρυωτάκης, την πρώτη ελεύθερή τους Κυριακή. Φόρεσαν τα καλά τους, πήγαν στην εκκλησία, πήγαν βόλτα στο Ζάππειο οι εργένηδες, όπου υπήρχαν και νταντάδες τροφαντές… και οι άλλοι, οι φαμελιάρηδες, κρατώντας τα παιδιά από το χέρι, πήγανε στον Εθνικό Κήπο να ταΐσουνε τις πάπιες και να θαυμάσουν τα παγόνια. Και μετά σύσσωμη η οικογένεια θα καθόταν στο τραπέζι, να φάνε επιτέλους σαν άνθρωποι!
Μόνο που η μέρα κυλούσε τόσο γρήγορα, αντίθετα με τις υπόλοιπες, που οι ώρες τους ήταν ατέλειωτες. Έτσι, για να ανταποδώσουν αυτήν την ευτυχία, πήραν την απόφαση να δουλεύουνε την τελευταία Κυριακή του χρόνου, και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς αποδοχές…
Ήτανε πολύ σκληρά τα ωράρια των καταστημάτων, ιδίως τις παραμονές των εορτών. Ασύδοτοι ήταν οι μαγαζάτορες και έβλεπες απαυδισμένους και τσακισμένους από την κούραση υπαλλήλους να μένουν ως τις 11 τη νύχτα, καρτερώντας τον πελάτη τον ξεχασιάρη, τον αναβλητικό, τον αδιάφορο ή ακόμα και τον σαδιστή, που «αν είναι να ‘ρθη θε να ‘ρθη», και δυστυχώς πάντα ερχόταν την τελευταία ώρα, για να δικαιωθεί το αφεντικό που τον περίμενε απίκο.
Αυτή η εργάσιμη Κυριακή δεν προσέφερε τίποτα παραπάνω σε μας τα παιδιά. Αντιθέτως, μας στερούσε κάποιον δικό μας. Τα δώρα που θα παίρναμε είχαν τακτή ημερομηνία, του Αγίου Βασιλείου. Μας τα έφερνε ο πατέρας, είτε κάποιος συγγενής ή φίλος, ή και ο Άη Βασίλης αυτοπροσώπως, και όχι ο «Σάντα Κλάους», που ούτε τον ξέραμε και, εδώ που τα λέμε, ούτε να τον μάθουμε θέλαμε…
Για μας, η πιο μεγάλη μέρα που λέει και το τραγούδι ήταν η 31η Δεκεμβρίου, το τελευταίο χαρτάκι στο ημερολόγιο του τοίχου με τα ποιήματα.
Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει και οι πιτσιρικάδες χτυπούσαν τα κουδούνια των σπιτιών στον ανελέητο συναγωνισμό ποιοι θα προλάβουν να ρωτήσουν «Να τα πούμε;», χωρίς να πάρουν τη συνηθισμένη απάντηση: «Μας τα ‘παν άλλοι», απάντηση που είχε δυσμενή επίδραση στον κορβανά. Λιγοστές ήταν οι εισπράξεις, κάτι τρύπιες δεκάρες, που αυξάνονταν ανάλογα με τον πληθωρισμό που ενδημούσε από αρχαιοτάτων χρόνων… Πολλές νοικοκυρές την αμοιβή την κατέβαλαν εις… είδος, δίνοντας έναν κουραμπιέ ή ένα μελομακάρονο που έσπαγε δόντια, αμοιβή εξίσου ευπρόσδεκτη διότι, επίσης από αρχαιοτάτων χρόνων, πασίγνωστο ήταν το ρητό «από το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα»…
Κι εγώ ως παιδί ονειρευόμουν ν’ αποκτήσω ένα τριγωνάκι και να πάρω σβάρνα τα σπίτια της γειτονιάς, απευθύνοντας δειλά την ερώτηση «Να τα πούμε;». Οι δικοί μου όμως είχανε περίεργες αντιλήψεις γι’ αυτήν την εξόρμηση και δεν μ’ άφηναν να ξεμυτίσω. Κολλούσα λοιπόν τη μύτη μου στο τζάμι, σχεδίαζα με το δάχτυλο πάνω στον αχνό της αναπνοής μου και γεμάτος μελαγχολία παρακολουθούσα την παρέα μου να τσακώνεται για τη μοιρασιά.
Στη «γύρα» οι μικροί είχανε ανταγωνιστές μερικούς φουκαράδες και απόκληρους, που μ’ ένα γραμμόφωνο με χωνί, ένα κλαρίνο ή μια μικρή φυσαρμόνικα προσπαθούσαν να κονομήσουνε κάτι και να γιορτάσουνε χρονιάρες μέρες. Μετά τον πόλεμο, βγήκαν στην πιάτσα οργανωμένοι οι «τυφλοί» και περιφέρονταν στο κέντρο με ολόκληρη φιλαρμονική.
Πάντα η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε τη δική της ατμόσφαιρα με μπαλόνια κάθε χρώματος και μεγέθους, που τα κρατούσαν οι πωλητές του με το ζόρι, για να μην πετάξουνε στον ουρανό. Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί, υπάκουαν στην ίδια αρμονία οι ψυχές τους. Και το αξιοπερίεργο με τους «κακούς» είναι πως ποτέ τους τότε δεν διανοήθηκαν να ληστέψουνε ένα πιτσιρίκι. Αντιθέτως, του δίνανε απλόχερα από το δικό τους «προϊόν εγκλήματος», ίσως και βουρκωμένοι, ακούγοντας τη φάλτσα φωνούλα με το ντιν ντιν να λέει «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία»…
Το πρωί της παραμονής εγώ ήμουν έτοιμος νωρίτερα απ’ όλους στο σπίτι. Είχα κιόλας πλυθεί, ντυθεί, χτενιστεί και αποφάει εκείνο το απαίσιο γαλατερό, χωρίς ιδιαίτερες φωνές και φασαρίες. Και ύστερα, με τον πατέρα μου παρέα, κάναμε πρώτα σαν ορεκτικό μια περαντζάδα ανάμεσα από τους «πάγκους» της οδού Αιόλου που τόσο γιορτινή ατμόσφαιρα δίνανε στην πόλη, «σήμα κατατεθέν» του δωδεκαημέρου και που ένας αρχοντοχωριάτης δήμαρχος τούς έδιωξε για πάντα. Κατόπιν περνούσαμε και βλέπαμε τα «σοφιστικέ» παιχνίδια του Τσοκά και μετά απέναντι στου Καστρινάκη με τις δύο αντικριστές βιτρίνες στην είσοδο. Ρίχναμε μια ματιά στην Πανελλήνιο αργά, στου Σίδνεϊ Νοέλ, απέναντι από το Μετοχικό, λιγάκι στου Μαγγιόρου, μα το πιο πολύ στη βιτρίνα του Βερυκοκάκη στην οδό Εδουάρδου Λω με τις κινηματογραφικές μηχανές, τις Dux, και τις άλλες των 8mm και τις ταινιούλες με τον Σαρλό. Τα παιχνίδια πάμπολλα. Στην αρχή τα ήθελα όλα. Σε λίγο όμως, από το δες δες, τα μπούχτιζα, πάθαινα κάτι σαν βαρυστομαχιά στα… μάτια. Και τι δεν υπήρχε; Μολυβένια στρατιωτάκια, σβούρες πολύχρωμες μεταλλικές, με έμβολο που το πατούσες μερικές φορές κι άρχιζε να γυρίζει παίζοντας μουσική, κουρδιστά αυτοκίνητα που δεν πέφταν από το τραπέζι κι άλλα που ξεκινούσαν και σταματούσαν μ’ ένα σφύριγμα. Μοτοσικλέτες «σάιντ καρ» και μια ατμάκατος που της έβαζες νερό στο «καζάνι» της κι ένα κεράκι αναμμένο από κάτω, κι αυτή άρχιζε να κινείται μέσα στο… μπάνιο κάνοντας παφ παφ. Τα τουφέκια, τα πιστόλια και τα σπαθιά ήταν αμέτρητα. Ιδίως τα «πιστόλια» ήταν ευρύτατα διαδεδομένα και διαχρονικά. Την Πρωτοχρονιά αγοράζονταν ως παιχνίδι και το Πάσχα ως… εορταστικό εξάρτημα. Δύο τύποι υπήρχαν. Μαύρα και γυαλιστερά. Το ένα ήταν πλακέ με άνοιγμα στο πλάι απ’ όπου ετροφοδοτείτο με καψούλια σε ταινία. Ήταν όπλο επαναληπτικό. Το άλλο ήταν ενός και μόνον… «τσαφ». Σήκωνες τον «κόκορα», έβαζες το καψούλι στην υποδοχή, πατούσες τη σκανδάλη και… πυροβολούσες. Τα «πυρομαχικά» πουλιόνταν κυρίως στα ψιλικατζίδικα, ήταν κόκκινα και μοιάζανε με αποκριάτικα κομφετί.
Υπήρχαν και πολλά άλλα πανάκριβα παιχνίδια, ηλεκτρικά τρενάκια κ.λπ. που τα χάριζαν στους μικρούς αλλά τα παίζαν οι… μεγάλοι και τρώγαν ξύλο τα παιδιά αν τολμούσανε να τ’ αγγίξουν…
Λόγω της «ισότητας των δύο φύλων», ας μην παραλείψουμε και τα κοριτσίστικα. Κούκλες πάνινες και άλλες από σελιλόιντ, που ανοιγόκλειναν τα μάτια τους, και διάφορα… κουζινικά. Αυτά, στις μέρες μας, ίσως αναβιώσουν σαν παιχνίδια unisex!
Εμένα κάθε χρόνο ο πατέρας μού αγόραζε ένα κουρδιστό αυτοκίνητο με φωτάκια μπροστά που άναβαν με μπαταρία. Το ίδιο βράδυ το ελατήριο έσπαζε και σε λίγες μέρες παίρναν και την μπαταρία να τη βάλουν σ’ έναν χαλασμένο φακό.
Δύο φράσεις κυριαρχούσαν τον Πρωτοχρονιά. Η μια γενική. Η ευχή: «Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος». Και μια ειδική. Η συμβουλευτική: «Πρόσεξε να μη σε γδύσουν».


Σχολιάστε εδώ