Για μια σύγχρονη και αποτελεσματική Άμυνα
Ασφαλώς η απόπειρα πολιτικής προσέγγισης Ελλάδος και Ρωσίας έχει ξαναγίνει στο πρόσφατο παρελθόν χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω αντίδρασης της Αμερικής. Όμως αυτή τη φορά νέοι παράγοντες κατέστησαν αυτό το ταξίδι αναγκαίο, συνοδευόμενο με τη σημειολογικής σημασίας στρατιωτική παραγγελία προμήθειας ρωσικού οπλικού συστήματος για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
4 ΡΩΣΙΑ ή ΗΠΑ;
Πολλές φορές ο Ελληνισμός ιδιαίτερα μετά το ζοφερό 1974 προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποσπασθεί από την κηδεμονία των ΗΠΑ. Ποτέ αυτό δεν ήταν μια σοβαρή και μελετημένη πολιτική κίνηση, που είχε μεθόδευση και στόχο. Περισσότερο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν μια παρορμητική ενέργεια, υπό τη συναισθηματική επήρεια μιας πραγματικής ή νομιζόμενης αδικίας εκ μέρους των ΗΠΑ. Προσπαθήσαμε κατά καιρούς με μια απλοϊκή, παιδιάστικη, θα έλεγα, διπλωματία, να ταράξουμε την Αμερική, προσεγγίζοντας χωρίς πειθώ και αξιοπιστία κάποια άλλη δύναμη (Ελλάς-Γαλλία συμμαχία κ.λπ.) που αντικειμενικά δεν είχε τη δυνατότητα να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ στον ρόλο της μεγάλης προστάτιδας δύναμης. Επειδή στη διπλωματία τα πάντα έχουν το τίμημά τους, η Ελλάδα έχασε πάρα πολλά από την επιπόλαια αυτή πολιτική, γιατί αφʼ ενός μεν ποτέ δεν έπεισε τον νέο της σύμμαχο ότι πραγματικά επεδίωκε μια πλήρη στροφή στην εξωτερική της πολιτική, και από την άλλη άφηνε το πεδίο ελεύθερο στην Τουρκία για να επωφεληθεί από την ελληνική απουσία.
Είναι γνωστό σε όλους πόσο μας στοίχισε η έξοδος και η κατόπιν πολλών παρακλήσεών μας επανάκαμψή μας στο ΝΑΤΟ, ή ακόμα η αγορά γαλλικών οπλικών συστημάτων, τα οποία φρόντιζαν οι Γάλλοι να είναι τόσο ακριβά που να γονατίζουν τον ελληνικό προϋπολογισμό. Η Τουρκία κατάφερε όχι μόνο να καταστεί ο σημαντικότερος στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, αλλά να έχει και τη στήριξη των Αμερικανών σε όλα τα κρίσιμα εθνικά θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών (Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη, Αγωγοί, Συμμαχία). Επομένως η προσέγγιση αυτή τη φορά με τη Ρωσία είναι επιτακτική ανάγκη για την Ελλάδα, αφού κατάφερε σε χρόνο ρεκόρ να χάσει σχεδόν τα περισσότερα δυτικά της ερείσματα. Για πολλούς λόγους και η Ρωσία έχει ανάγκη την Ελλάδα, στη σύγχρονη επιδίωξή της να πατήσει σε καίριες στρατηγικής σημασίας θέσεις, στην πορεία της για διεκδίκηση του ρόλου της παγκόσμιας κυρίαρχης δύναμης. Το κακό είναι ότι και πάλι η ελληνική στάση δεν είναι πειστική. Για παράδειγμα, συμφωνεί μεν για τον αγωγό, τον αναβάλλει όμως έχοντας το βλέμμα καρφωμένο προς δυσμάς, για να δει τι θα πει η Αμερική. Και φυσικά οι ΗΠΑ, γνωρίζοντας καλά το ανερμάτιστο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απαντούν με σκληρά κτυπήματα (Σκόπια, Κύπρο, Αιγαίο, Θράκη, αγωγός ΑΜΒΟ) εκεί ακριβώς που πονάμε. Το παιχνίδι με την Αμερική είναι δύσκολο και επικίνδυνο και απαιτεί παίκτες τολμηρούς, αποφασισμένους και μεγάλου διαμετρήματος πολιτικούς. Διαθέτουμε τέτοιους;
4 ΤΟΜΑ ΒΜΡ 3
Το ΒΜΡ 3 είναι ένα ελαφρά θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού στη μάχη, που διαθέτει πυροβόλο των 100 χιλ. για την ασφάλειά του. Οπωσδήποτε δεν είναι άρμα και δεν μπορεί να επιζήσει σε μάχη εναντίον ενός άρματος όπως τα τουρκικά LEO 1 A3 και A5, ABRAMS MIA2, LEO 2 και M48 A5T2. To BMP3 είναι η βελτίωση του ΒΜΡ1 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του ʼ60 και κατά κόρον προμηθευθήκανε δωρεάν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις το 1995, από το ξεκαθάρισμα της Ανατολικής Γερμανίας. Είναι δηλαδή ένα όπλο στρατηγικής φιλοσοφίας της δεκαετίας του ʼ50, με ό,τι ακριβώς εκφράζει τούτο. Το βάρος του είναι 19 τ. και το πλάτος του 3,2 μ., πράγμα που το κάνει δυσκολοκίνητο στα στενά σοκάκια και στις ξερολιθιές των νησιών μας, την άμυνα των οποίων προορίζεται να στηρίξει. Γιατί η Ελλάδα αποφάσισε να παίξει το στρατιωτικό χαρτί των εξοπλισμών από τη Ρωσία με ένα μη σύγχρονο οπλικό σύστημα, αυτό είναι ανεξήγητο. Υπάρχουν δύο εξηγήσεις, ή οι εισηγητές στο ΚΥΣΕΑ είναι στρατηγικά ανίδεοι ή διαλέχτηκε ένα οπλικό σύστημα ήσσονος σημασίας, για να μη νευριάσουν μαζί μας οι Αμερικάνοι. Και τα δύο είναι εξίσου καταδικαστικά για την εθνική μας άμυνα. Υπόψη ότι για τους παραπάνω λόγους ελάχιστα ΒΜΡ 3 έχουν εξαγάγει οι Ρώσοι πλήν των ΗΑΕ που πήρανε 558.
Η Τουρκία ασφαλώς διαθέτει την ποσοτική υπεροχή στις ΕΔ και η Ελλάδα έχει μόνο μία διέξοδο, να αποκτήσει την ποιοτική υπεροχή, για την ενεργό και αξιοπρεπή διατήρηση της ειρήνης. Με τέτοιες παραγγελίες οπλικών συστημάτων είναι αδύνατον να οικοδομήσει ποιοτική υπεροχή, δεδομένου μάλιστα ότι η Ρωσία διαθέτει μια τεράστια γκάμα εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, που θα μπορούσαν να προβληματίσουν σοβαρά τους πάντες και κυρίως τους Τούρκους. Εμείς όμως αγνοούμε αυτά που μας είναι αναγκαία, αγοράζοντας κάτι δευτερεύον. Τα ΒΜΡ 3 είναι μια ακόμη απόδειξη της ανερμάτιστης πολιτικής μας, όπου οι ίδιοι δεν πιστεύουμε σʼ αυτά που κάνουμε και φυσικά οι άλλοι δεν είναι κουτοί, οι μεν για να το καταλάβουν, οι δε να το εκμεταλλευθούν. Το ποσό που θα δοθεί για τα ΒΜΡ 3 είναι τεράστιο, 1,5 και πλέον δισ. δολάρια, ενώ για σκεφθείτε ότι το πυραυλικό σύστημα S-300 στοίχισε 220 εκατ. δολ. Οι Τούρκοι με ελαχιστότατα χρήματα αγόρασαν από τη Ρωσία πολλά οπλικά συστήματα όπως τα Ε/Π ΜΙ 17, τα αντιαεροπορικά συστήματα TUNGUSHKA M1 (τα αγόρασαν τότε που ο υποφαινόμενος ήταν στη Ρωσία για δοκιμή και βολή των S-300), πάρα πολλά BTR (ελαστιχοφόρα), που στους σύγχρονους στρατηγικούς ελιγμούς κινούνται καλύτερα στις οδικές αρτηρίες.
4ΣYγκριση ΕλλAδοΣ-ΤουρκΙαΣ
Το 1925 η Ελλάδα είχε πληθυσμό 6,5 εκατ. και η Τουρκία 13,5 (το 1:2). Το 1922 στη Μικρά Ασία ο Ελληνικός Στρατός ήταν υπέρτερος αριθμητικά, εξοπλιστικά και ποιοτικά. Σήμερα ο μεν πληθυσμός της Τουρκίας έχει υπερβεί τα 70 εκατ. με στόχευση τα 100 εκατ. το 2020. Η Ελλάδα σήμερα είναι 10,9 εκατ. (το 1:6,5) και το 2020 αναμένεται στα 9 εκατ. (το 1:11). Στις ενεργές ηλικίες που μπορούν να στρατευθούν, οι αναλογίες παίρνουν ιλιγγιώδη διαφορά και εγγίζουν το 1:35, δεδομένου ότι στην τουρκική κοινωνία τα μισά και πλέον μέλη της είναι κάτω των 25 ετών. Οι ίδιες αναλογίες και σε ακόμα μεγαλύτερη ανισότητα σε βάρος της Ελλάδος ισχύουν και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η Τουρκία αυξάνεται με ρυθμό 1,2 εκατ. ανθρώπους τον χρόνο. Δεν είναι φυσικά καινούργιο ότι η πληθυσμιακή πίεση απογειώνει την εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Αυτό συνέβη και με την Τουρκία (το 1997 η βιομηχανική παραγωγή είχε φθάσει στο 11% του ΑΕΠ), σε αντίθεση με την Ελλάδα, που από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν προχώρησε στη πλήρη αποβιομηχάνισή της.
Στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για την Ελλάδα, αφού η Τουρκία κατάφερε να αναπτύξει κερδοφόρα πολεμική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας (εξάγει ακόμα και πολεμικά αεροσκάφη), καθιστώντας τις ΕΔ της εν πολλοίς αυτάρκεις, έναντι πηγών του εξωτερικού. Στην Ελλάδα η πολεμική βιομηχανία έσβησε κάτω από τις εμπνεύσεις των εγκάθετων διευθυντών (ιδέ ΑΡΤΕΜΙΣ-ΠΥΡΚΑΛ-ΕΑΒ). Από συνθήκης Λωζάννης και δώθε, η μεν Τουρκία, διά της κορυφαίας φυσιογνωμίας του Κεμάλ, επένδυσε στις μεγάλες εθνικές μεταρρυθμίσεις, η δε Ελλάδα με τους μικροπολιτικούς της, στον λαϊκισμό, στην αντιπαροχή, στους θυρωρούς, και στη μετανάστευση, καταδικάζοντας σε ερήμωση τις επαρχίες, σε μια πολιτιστική και πολιτική θολοκουλτούρα και προπάντων στη διαφθορά. Δεν θα παραθέσω αριθμούς όπλων Ελλάδος – Τουρκίας γιατί αυτό είναι αχρείαστο. Τα όπλα θέλουν και χειριστές για να πάνε στη μάχη, και η Ελληνική νεολαία έχει άλλους προσανατολισμούς.
Θέλω μόνο να τονίσω ότι σήμερα τα ποσά που επενδύει η Τουρκία για την άμυνά της (βλέπε επίθεση) είναι πολλαπλάσια αυτών της Ελλάδος. Πέρα από το γεγονός ότι εις την Ελλάδα τα κριτήρια είναι η ενθυλάκωση των χρηματικών ποσών των προμηθειών από τους επιτηδείους και η δικαιολόγηση των χρεών των ψευτοπροϋπολογισμών με υποθετικά κονδύλια της Άμυνας. Υπάρχει και η αλαβάνειος λογική, να κόψουμε τελείως τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, στηριζόμενοι σε έναν μύθο, ότι δήθεν είναι οι μεγαλύτεροι στον κόσμο. Άλλωστε οι Τούρκοι δεν απειλούν εμάς, αλλά το ΒΕΛΓΙΟ! Καλώ οποιονδήποτε να δει τον λειτουργικό προϋπολογισμό των ελληνικών ΕΔ όπου απορεί κανείς πώς συντηρούνται και να νιώσει ντροπή από τα 8 ευρώ που είναι ο μισθός των κληρωτών. Καλλιεργούνται οι φήμες των τεραστίων αμυντικών δαπανών για να καλύπτονται τα κομματικά τρωκτικά πάσης προέλευσης και χρώματος. Ας σκεφθούμε μόνο μια εθνική πολιτική που θα μπορούσε να είχε εφαρμοστεί και να είχε δώσει μια Ελλάδα δυνατή και ασφαλή για τον ελληνικό λαό, της τάξεως των 30 εκατ. κατοίκων, απρόσβλητη και σεβαστή από τον οποιοδήποτε.
Θέατρα επιχειρήσεων
Η Τουρκία, εκτός από τη σπουδαία γεωστρατηγική θέση της, έχει και το πλεονέκτημα ενός τεράστιου, ολότμητου-ολόσωμου εδαφικού χώρου, πλην Α. Θράκης, οιονεί στρογγυλού με κέντρο την Άγκυρα, που της εξασφαλίζει τεράστια στρατηγικά πλεονεκτήματα. Αντίθετα, ο ελληνικός χώρος είναι κατακερματισμένος με λωβούς και χιλιάδες νησιά, άριστα προσφερόμενος για μεμονωμένες κατακτήσεις και προσβολές στόχων στο εσωτερικό (στρατηγικά δεν υφίσταται). Η Τουρκία λοιπόν στη Μικρασία, εκ μορφής και σχήματος του εδάφους της, δεν προσφέρεται για στοχοποίηση αντιποίνων σε ξεχωριστά τμήματα της εδαφικής της επικράτειας. Στο θέατρο επιχειρήσεων των νησιών του Αιγαίου, δεν πρέπει να γίνεται καν λόγος έστω και περί προσωρινού στόχου αντιπερισπασμού στις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Αν η σκέψη αυτή ήταν κυρίαρχη και το ʼ22, θα είχε αποφευχθεί η τραγωδία.
Το έτερο θέατρο επιχειρήσεων, στον Έβρο, ευνοεί τη μοναδική ελληνική επίθεση ταχυκινήτων και ισχυρής κρούσης δυνάμεων, υπό πολλές όμως προϋποθέσεις, που δεν φαίνεται ικανό (μάλλον δεν θέλει) το ελληνικό κράτος να τις εξασφαλίσει. Η βασική προϋπόθεση είναι η πρωτοβουλία που ούτως ή άλλως έχει εδώ και πολλά χρόνια παραχωρηθεί στην Τουρκία. Η συνεχής άμυνα ποτέ δεν αποδίδει, ίσως σε μερικές περιπτώσεις απλώς να επιβραδύνει, για πολύ λίγο, την κατάληψη του στόχου από τον επιτιθέμενο. Ειδικώς για τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου που γειτνιάζουν με τη Μικρασία είναι στρατηγικώς κατεπείγον να αναστραφούν οι όροι και το μειονέκτημα της γειτνίασης να γίνει πλεονέκτημα. Χρειάζεται στρατηγική, σχεδιασμός, υπομονή και τόλμη.
Είναι γεγονός ότι δεν μπορείς να είσαι παντού δυνατός. Η σημερινή απίστευτη διασπορά των λίγων ελληνικών δυνάμεων σε όλα τα νησιά, χωρίς στρατηγική αξιολόγηση, είναι καταστρεπτική. Τα νησιά χρειάζονται σύγχρονα smart weapons, δηλαδή πυραυλικά συστήματα θαλάσσης και αέρος μέσου βεληνεκούς για την προστασία τη δική τους και του Ελληνικού Ναυτικού και της Ελληνικής Αεροπορίας. Τότε το μειονέκτημα της γειτνίασης μεταλλάσσεται σε πλεονέκτημα, αφού δίνει στην Ελλάδα ένα επιπλέον στρατηγικό βάθος 100-150 χιλιομέτρων. Πέραν αυτού οι στρατηγικές γραμμές αμύνης των νησιών θα γίνουν απαγορευτικές για το Τουρκικό Ναυτικό και την Αεροπορία. Τι παραπάνω έκανε το «Αβέρωφ» το 1912 όταν απέκλεισε τον τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλια λόγω βεληνεκούς πυροβόλων; Επομένως οι εξοπλισμοί που μας χρειάζονται είναι προφανείς. Δυστυχώς Αμερικανοί και Τούρκοι μας τους έχουν απαγορεύσει (S-300). Αντʼ αυτών εμείς αγοράζουμε ΒΜΡ 3 και γιʼ αυτό είμαστε άξιοι της τύχης μας. Έχει η Ρωσία, και το λέγω αυτό μετά λόγου γνώσεως, εκπληκτικά συστήματα, ικανά να ανταποκριθούν σʼ αυτές τις απαιτήσεις μας, Αφήνουμε στη κυριολεξία ανοχύρωτα τα νησιά, δεν έχουμε στρατηγικό δόγμα, αλλά έχουμε εύκολες και φτηνές δικαιολογίες στις συμφορές, όπως στην Κύπρο και στη Μικρασιατική Καταστροφή, ότι πάντα φταίνε οι ξένοι για όλα. Θέλω να τονίσω ότι η σύγχρονη στρατηγική φιλοσοφία άμυνας των νησιών είναι να κτυπηθεί η εχθρική δύναμη πολύ προ των ακτών. Αν οι Τούρκοι φθάσουν στις ακτές, τότε σημαίνει ότι απομόνωσαν το νησί και με την αριθμητική τους υπεροχή θα είναι πια εύκολο γιʼ αυτούς να το καταλάβουν. Τα ΒΜΡ3 εκφράζουν ακριβώς την αναχρονιστική στρατηγική φιλοσοφία του αγώνα επί των ακτών. Με αυτή τη στρατηγική ακόμα και οι φημισμένοι μαχητές του ιαπωνικού στρατού έχασαν τη μάχη των νησιών του Ειρηνικού.
Η μελαγχολική διαπίστωση σε παιζόμενες ιστορικές καταστάσεις που συνοδεύονται από παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι δεν υπάρχει στρατηγική σκέψη εκεί που τη χρειάζεται ένα έθνος.
Η έλλειψη αυτή αντικαθίσταται από αυτάρεσκες ψευδαισθήσεις ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα «ευρωπαϊκή», «δημοκρατική», ενώ η Τουρκία ισλαμική, βάρβαρη και φασιστική, νομίζοντας ότι αυτά τα φληναφήματα είναι ικανά να μας σώσουν. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος.
Η Ρωσία μπορεί να μας στηρίξει στην οικοδόμηση μιας αξιόπιστης, σύγχρονης και αποτελεσματικής άμυνας. Εμείς μπορούμε;