Το Μακεδονικό και η ενηλικίωση του πατριωτικού χώρου

Σε αυτήν τη συζήτηση υπήρξαν οι εξής τοποθετήσεις:

Α Η πρώτη είναι η γνωστή στρατηγική του εθνομηδενισμού με προνομιακό εκφραστή πλέον τον Συνασπισμό, του οποίου η Νεολαία στο συνέδριό της ζήτησε την αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονίας, ενώ ο πρόεδρός του αναφέρθηκε σε «αλυτρωτισμούς της Ελλάδας».

Β Η δεύτερη εκφράζει την πολιτική της κυβέρνησης, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ εν μέρει, που επιθυμούν μια γρήγορη λύση του ζητήματος, έστω και όπως όπως, με κάποια μορφή υποχώρησης των Σκοπίων από την απολύτως αδιάλλακτη θέση τους. Αυτή η θέση ενισχύεται σήμερα από τη βούληση των Αμερικανών να εντάξουν «στα γρήγορα» τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ λόγω του Κοσόβου και της επανεμφάνισης της Ρωσίας στην περιοχή.

ΓΗ τρίτη άποψη είναι εκείνη που θεωρεί πως λίγο πολύ το ζήτημα του ονόματος είναι χαμένο πλέον για την Ελλάδα, μια και ήδη 123 χώρες έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια και επομένως δεν έχει κανένα νόημα η είσοδος σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Η Ελλάδα πρέπει να εμμείνει στην πολιτική τής μη αναγνώρισης των Σκοπίων και να αναμένει τις εξελίξεις που θα οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, στη διάλυση του «κρατιδίου». Σε αυτήν τη θέση συμφωνούν το ΛΑΟΣ και η ευρύτερη ακροδεξιά, ο Στέλιος Παπαθεμελής, ο μητροπολίτης Άνθιμος, καθώς και ένα σημαντικό κομμάτι του ευρύτερου πατριωτικού χώρου, που δεν έχει καμία εμπιστοσύνη -και δικαίως- στην κυβέρνηση και τις κυρίαρχες ελίτ. Εξάλλου, το έσχατο επιχείρημα όσων συμμερίζονται αυτήν την άποψη είναι πως τα ίδια τα Σκόπια θα αρνηθούν κάθε διαπραγμάτευση και κάθε συμφωνημένη λύση.

Δ Μια τέταρτη άποψη, την οποία συμμερίζεται και ο υπογραφόμενος, μαζί με πολλούς άλλους από τον πατριωτικό χώρο, υποστηρίζει πως το Μακεδονικό θα πρέπει να ενταχθεί σε μια συνολική εθνική στρατηγική. Σε μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να συνυπολογίζεται το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και κυρίως το βασικό ζήτημα του τουρκικού επεκτατισμού και του νεο-οθωμανισμού.

Η στρατηγική της Τουρκίας στοχεύει στην περικύκλωση της Ελλάδας και την πλήρη υποταγή της, από την Κύπρο, όπου δίνεται μια σκληρή μάχη μεταξύ ενδοτισμού και αντίστασης με ευκαιρία τις προεδρικές εκλογές, μέχρι την απομόνωση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Σε αυτό το πλαίσιο τα Σκόπια αποτελούν ένα σημαντικό πιόνι στην τουρκική στρατηγική: Είτε να συνεχίσουν να λειτουργούν εχθρικά έναντι της Ελλάδας προκαλώντας έναν χρήσιμο για την Τουρκία αντιπερισπασμό είτε αν διαλυθούν να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Πράγματι, σε περίπτωση διάλυσης των Σκοπίων το αλβανικό μέρος θα ενταχθεί στη λογική της μεγάλης Αλβανίας, ενώ το σλαβικό σε εκείνο της «μεγάλης Βουλγαρίας» που θα αναστήσει την ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση για τη Μακεδονία. Σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα θα απομονωθεί από τα Βαλκάνια και θα παραδοθεί ευκολότερα στον νεο-οθωμανισμό. Γι’ αυτό και η λογική της «διάλυσης του κρατιδίου» ως η προτιμότερη λύση, που προβάλλεται από πολλούς, είναι αυτοκτονική.

Η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τον νεο-οθωμανισμό πρέπει να επιτύχει μια βαλκανική συνεργασία και στα πλαίσια της ΕΕ και να αποκλείσει την ένταξη της Τουρκίας σ’ αυτήν. Γι’ αυτό -χωρίς να δεχόμαστε εκβιασμούς από τα Σκόπια, και πιέζοντάς τους αποφασιστικά και οικονομικά, και στα διεθνή φόρα και σε ό,τι αφορά στην ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με βέτο, αν πρώτα δεν έχει συμφωνηθεί από κοινού το όνομα- θα πρέπει να προσπαθήσουμε να «λύσουμε» το ζήτημα.

Δεν τρέφουμε την αυταπάτη πως αυτή η λύση θα είναι απολύτως ικανοποιητική ή «εύκολη». Και αυτό γιατί χάσαμε πολλά χρόνια και επιτρέψαμε στον «μακεδονισμό» των Σκοπίων να εδραιωθεί και διεθνώς και εσωτερικά. Αυτό, ο υποφαινόμενος λέει, τουλάχιστον από το 1992 και όχι μόνο σήμερα. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν όταν το ζήτημα ξαναμπαίνει, να μη δοκιμάσουμε να παρέμβουμε, και να εγκαταλείψουμε το ζήτημα στην καλή βούληση μόνο της κ. Μπακογιάννη ή τις ανέξοδες παρόλες του Καρατζαφέρη. Υπάρχουν τρεις πιθανές λύσεις: Η πρώτη είναι η αναγνώριση ως έχει ή η λεγόμενη διπλή ονομασία. Η δεύτερη είναι η απόρριψη κάθε λύσης και η αναγνώριση των Σκοπίων από τον ΟΗΕ και η δρομολόγηση πιθανής αποσύνθεσής τους. Και η τρίτη είναι η συνομολόγηση ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό (π.χ. Άνω Μακεδονία) και εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού από τα Σκόπια. Επί τη βάσει όσων προείπαμε η τελευταία λύση είναι η προτιμότερη για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας. Δεν πρόκειται να άρει εντελώς τα προβλήματα και η διαμάχη θα συνεχίζεται για αρκετά χρόνια, όμως με τις λιγότερες απώλειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Στην πολύ δε πιθανή περίπτωση που τα Σκόπια αρνηθούν να κάνουν οποιαδήποτε υποχώρηση, τότε θα έχουν μπει σε μια αδιέξοδη στρατηγική και έναντι των δυτικών τους σπονσόρων, και τα επιχειρήματα της Ελλάδας για τη μη αναγνώρισή τους θα αποκτήσουν μεγαλύτερο βάρος και κύρος.

«Σλαβοφοβία» και «φιλοτουρκισμός»

Αν στην παράδοση της Αριστεράς υπήρχε όντως μια λογική υποτίμησης της σημασίας του μακεδονικού ζητήματος, που φθάνει σήμερα στον παροξυσμό της, με τις θέσεις του Συνασπισμού ή του «Ιού», από την πλευρά της Δεξιάς υπήρχε μια ανάλογη υπερτίμησή του και υποτίμηση της τουρκικής απειλής. Ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος καθαυτό ηγέτης της Δεξιάς στην Ελλάδα, προσπαθούσε σε συμμαχία με τους Γερμανούς να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε έναν απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετοχή που εάν είχε πραγματοποιηθεί έγκαιρα, όπως υποστήριζε ο Βενιζέλος, θα είχε λύσει οριστικά το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Βορείου Ηπείρου, αν όχι και της Σμύρνης. Ο Ίων Δραγούμης, ο ευγενέστερος ιδεολόγος του Λαϊκού Κόμματος, θα πιστεύει, μαζί με τον Σουλιώτη-Νικολαΐδη, πως η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να συμπτύξουν μια κοινή ελληνοοθωμανική ομοσπονδία, ενώ τα βέλη της εθνικής του στρατηγικής στρέφονται αποκλειστικά ενάντια στους Βουλγάρους και τον σλαβισμό.

Και αυτή η παράδοση θα συνεχιστεί και στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ηγεσίες της Δεξιάς, στα πλαίσια πλέον του ψυχρού πολέμου, θα στρέφονται κατ’ εξοχήν κατά των ΕΑΜοβουλγάρων και θα αναπτύσσουν τη «φιλία» με τους Τούρκους, η οποία θα έχει τραγικά αποτελέσματα στην Κύπρο. Έτσι οι Πομάκοι της Θράκης θα βαφτιστούν Τούρκοι επί Παπάγου, εξαιτίας του φόβου του βουλγαρισμού, μια και το γλωσσικό τους ιδίωμα είναι εν πολλοίς σλαβογενές, η δε «ελληνοτουρκική φιλία» θα είναι το επίσημο δόγμα των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, τέλος, όχι μόνο θα αφοπλίσει την Κύπρο, αλλά θα επαναφέρει το ζήτημα μιας «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», αναπτύσσοντας παράλληλα μια έντονη «αντι-εαμοβουλγαρική» ιδεολογία.

Μόνο ο βενιζελισμός και η παράδοση της Κεντροαριστεράς είχε, καθ’ όλον τον εικοστό αιώνα τουλάχιστον, μια πιο ισορροπημένη αντίληψη για τα εθνικά ζητήματα και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απέναντι στις «διεθνιστικές» ιδεοληψίες της Αριστεράς και τον φιλοτουρκισμό της Δεξιάς. Ο Βενιζέλος ιεραρχούσε μάλλον ορθά τις εθνικές προτεραιότητες της Ελλάδας, θέτοντας στην πρώτη γραμμή το οθωμανικό και τουρκικό ζήτημα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να εγκαταλείπει και το Μακεδονικό ή το σλαβικό ζήτημα, όπως έκανε η Αριστερά. Μόνο στη διάρκεια της Κατοχής η Αριστερά θα ενσωματώσει τις μεγάλες βενιζελογενείς μάζες στο ΕΑΜ και θα επιχειρήσει να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, όπως την εξέφρασε ο «εθνικιστής» Άρης Βελουχιώτης. Και το ίδιο εν μέρει θα πράξει στη δεκαετία του 1950 με το Κυπριακό.

Έτσι και σήμερα από την Άκρα Δεξιά, που πρόσφατα κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον λεγόμενο εθνικό χώρο -πρόσκαιρα ελπίζω- με την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή, αναδεικνύεται η ίδια ευαισθησία έναντι του Μακεδονικού και η ανάλογη υποτίμηση του νεο-οθωμανισμού, που επιστρέφει πλησίστιος και δεν μας απειλεί απλώς εδαφικά -στην Κύπρο ή το Αιγαίο- αλλά με συνολική γεωστρατηγική και οικονομική, αυτήν τη φορά, υποταγή. Για το Μακεδονικό θα πραγματοποιηθούν τεράστιες συγκεντρώσεις, και δικαίως, αλλά το βράδυ των Υμίων θα μαζευτούμε τριάντα άτομα έξω από τη Βουλή, ενώ για τις δολοφονίες του Ισαάκ και του Σολωμού στο κάλεσμα του Άρδην και στις δύο διαδηλώσεις στην τουρκική πρεσβεία θα ανταποκριθούν μερικές δεκάδες Ελλήνων και δύο εκατοντάδες Κούρδοι! Για το Σχέδιο Ανάν, στη μεγαλύτερη κινητοποίηση που κάναμε, στα Προπύλαια μαζεύτηκαν γύρω στα επτακόσια άτομα. Όσο για τον θάνατο του ηρωικού πιλότου Ηλιάκη δεν έγινε ούτε μια εκδήλωση.

Αυτές οι διαπιστώσεις καταδεικνύουν την εν πολλοίς ανέξοδη μεγαλαυχία μεγάλου μέρους του λεγόμενου «εθνικού χώρου». Εκεί όπου τα πράγματα είναι σοβαρά, όπως στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, όπου χρειάζεται πραγματική εθνική κινητοποίηση και αναστροφή ολόκληρου του κοινωνικού και καταναλωτικού μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας και των διεθνών της επιλογών, εκεί ακολουθείται το τουρκιστί λεγόμενο «τουμπεκί», ενώ αντιθέτως περισσεύει η δημοκοπία και η εύκολη ευθιξία στο έλασσον. Και μάλιστα χωρίς να πληρώνουμε ή να χρειαστεί να πληρώσουμε κάποιο άμεσο αντίτιμο.

Αν ορισμένοι θεωρούν πως ο «πατριωτικός χώρος» μπορεί να λειτουργεί μόνο συναισθηματικά ή να παρασύρεται στον παραδοσιακό ακροδεξιό αντισλαβισμό, παραβλέποντας το κεντρικό ζήτημα της Τουρκίας, τότε είναι καιρός και να μελετήσουν το ζήτημα ενδελεχέστερα και να κατανοήσουν πως η ενηλικίωση του χώρου μας περνάει από τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής με ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Διαφορετικά θα αφήσουμε τις ενδοτικές κυρίαρχες ελίτ να κάνουν μόνες τους παιγνίδι, ένα παιγνίδι που και άσφαλτα οδηγεί στις αγκάλες της Τουρκίας και θα επιφέρει μια ακόμα μεγαλύτερη ήττα μας στο ζήτημα των Σκοπίων.


Σχολιάστε εδώ