Μια φορά και έναν καιρό

Ακριβώς ειπείν, η μαντινάδα δεν χρησιμοποιεί εις το πρωτότυπον τη λέξη «οπίσθια» για το επίμαχο σημείο, αλλά μια άλλη δισύλλαβη που αποτελεί ενίοτε πρώτο συνθετικό του «γέρος, γάτα, καιρός, κ.λπ.», την οποία εμείς αποφύγαμε λόγω έμφυτης σεμνοτυφίας και να μας συγχωρείτε…

Ναι, περνούσαμε πολύ καλά τα Χριστούγεννα στην Αθήνα, ακολουθώντας κάθε χρόνο το ίδιο πρόγραμμα απαράλλακτα. Όμως κάποτε, αρχές Δεκεμβρίου, υπήρξε μια προκλητική καταχώριση στις εφημερίδες για ονειρεμένες γιορτές στο εξωτερικό και, επειδή η μανία να ξενιτευόμαστε τέτοιες μέρες δεν είναι σημερινή, αλλά έχει τις καταβολές της σε χρόνους πανάρχαιους, αρχίσαμε να εντρυφούμε στη διαφήμιση με τη δικαιολογία πως βαρεθήκαμε τα κατεστημένα. Ήταν μια εντυπωσιακή σύνθεση, με παπαδοπαίδια που ψέλνουνε μέσα σε γοτθικούς ναούς δίπλα σε πολύχρωμα βιτρό κι έναν χοντρούλη «Σάντα Κλάους», φορτωμένο με σακούλια, να χασκογελάει σαν χαζός χο χο χο… Είχε και άλλα πολλά η εφημερίδα, ύστερα δε από ώριμη -τρόπος του λέγειν- σκέψη, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την πεπατημένη και να κάνουμε Χριστούγεννα στη Βιέννη.

Πλάθαμε όνειρα… Φανταζόμασταν μια πόλη ντυμένη στα γιορτινά της, όπου το χιόνι θα πέφτει αργά αργά, νωχελικά, «φλαπ φλαπ» κι άλλοτε θα το παίρνει το ξεροβόρι και ντουέτο με τα ξερά κιτρινισμένα φύλλα θα στροβιλίζονται σ’ ένα βαλς του Στράους. Στον «Γαλάζιο Δούναβη» ίσως… Κι εμείς βολεμένοι στον καναπέ με την τριμμένη φέλπα ενός παλαιικού καφενείου, έχοντας μπροστά μας, πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι, δύο κούπες αχνιστή μυρωδάτη σοκολάτα, θα χαζεύουμε τα παιδόπουλα να παίζουνε χιονιές, καθώς στήνουν χιονανθρώπους. Και θα ‘ρχεται η σερβιτόρα με τα γαλανά ματάκια της να μας φιλεύει χαμόγελα. Άλλοτε πάλι στριμωγμένοι σ’ ένα κελάρι θα κουτσοπίνουμε ακούγοντας τη μουσική της ταινίας «Ο τρίτος άνθρωπος» και το «καφέ Μότσαρτ», παιγμένα στο τσίτερ απ’ τον ίδιο τον συνθέτη…

Ονειρευόμασταν ακόμη να πάμε μεσάνυχτα στον Άγιο Στέφανο να παρακολουθήσουμε με κατάνυξη τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, ενώ το αρμόνιο θα υμνεί τη Θεία Γέννηση και τέλος ν’ ακούσουμε τα κάλαντα από μελωδικές φωνές παιδιών, που με κόκκινες από την παγωνιά μυτούλες θα τραγουδούν αποκλειστικά για μας την «Άγια νύχτα»!

Τέτοια ονειρευόμασταν και με οδηγό τη φαντασία μας ανεβήκαμε στο «Ακρόπολι Εξπρές», που δρομολόγησαν τη χρονιά εκείνη οι ΣΕΚ, δηλαδή ο τωρινός ΟΣΕ. Αναχωρούσε το μεσημέρι από την Αθήνα και έφτανε το βραδάκι της επομένης στην Αυστρία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που καταστρώσαμε, εκεί κοντά στα σύνορα, στο Βίλαχ, θα αποβιβαζόμασταν, θα διανυκτερεύαμε και το πρωί, ύστερα από ένα χορταστικό πρόγευμα με βούτυρα, μαρμελάδες και ζεστά άσπρα φρατζολάκια, θα παίρναμε το τρένο για τον προορισμό μας.

Κάποτε, μπήκε το τρένο στον σταθμό που έγραφε «Βίλαχ», αλλά επειδή δεν μας γέμισε το μάτι, ρωτήσαμε αν εδώ είναι το Βίλαχ και ο αρμόδιος της αμαξοστοιχίας μάς απάντησε μ’ ένα βροντώδες και κατηγορηματικό «για»! Φορτωθήκαμε τις αποσκευές μας και κατεβήκαμε ακριβώς τη στιγμή που ο συρμός ξεκινούσε και βρεθήκαμε ολομόναχοι, άνθρωποι δύο και βαλίτσες τρεις, σε μια ημιφώτιστη αποβάθρα όπου εκτός από εμάς δεν υπήρχε ψυχή. Ούτε σκίουρος… Ταυτόχρονα ένιωσα ένα κρύο συμπαγές να μπαίνει από τα μπατζάκια μου, να διατρέχει όλο μου το σώμα και να μου δίνει ένα δυνατό χτύπημα στον σβέρκο, όπως εκείνα που με μιας σπάνε δέκα μαλτεζόπλακες στο… καράτε. Στο γκισέ μάς εξήγησαν το λάθος μας. Έπρεπε να κατεβούμε στο άλλο Βίλαχ, το ανατολικό. Μας καθησύχασαν όμως πως θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας με το επόμενο τρένο, που θα περνούσε σε… τρεις ώρες! Εξυπηρετικότατοι, άνοιξαν την «αίθουσα αναμονής» όπου ξεψυχούσε μια ξυλόσομπα και χουχουλιάσαμε περιμένοντας καρτερικά…

Παραλείποντας τα ενδιάμεσα, ας πάμε κατευθείαν στη Βιέννη, την πόλη των ονείρων μας.

Το χιόνι δεν έπεφτε νωχελικά «φλαπ φλαπ», αλλά μια βροχή «τσιφ τσιφ». Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και είχαν αργία. Στα λίγα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά ως το μεσημέρι, το προσωπικό σε κοίταζε εχθρικά, όπως περίπου οι πρόγονοί τους βλέπαν τους Τούρκους έξω από τα τείχη της Βιένης. Τα Χριστούγεννα στην Αυστρία είναι μια καθαρά οικογενειακή γιορτή και οι ξενοδόχοι μας είχαν αρχίσει τη δική τους. Μας επέτρεψαν πάντως με σχετική δυσθυμία να κάτσουμε σε μια άκρη της αίθουσας. Τους βλέπαμε, και νιώθαμε σαν το «κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Χ. Κ. Άντερσεν, να χλαπακιάζουν, να μπεκροπίνουν και να τραγουδούν «ολαρία ολαρά»… Το ξενοδοχείο δεν λειτουργούσε, δεν σερβίριζε, δεν εξυπηρετούσε. Ήμασταν παρείσακτοι! Βγήκαμε βόλτα.

Κρύο… του κερατά. Πήγαμε στον Άγιο Στέφανο να μάθουμε σχετικά με τη νυχτερινή λειτουργία.

«Έχετε κλείσει εισιτήριο;», ρώτησε ο καντηλανάφτης και στην αρνητική απάντησή μας άνοιξε κάτι ματάρες «να», απορώντας με την επιπολαιότητά μας.

«Τότε πώς θα ‘ρθείτε;», είπε και μας γύρισε την πλάτη, γιατί κατάλαβε πως είχε να κάνει με μειωμένης αντιλήψεως άτομα και δεν είχε καιρό για χάσιμο…

Πεινάσαμε. Τα εστιατόρια ήσαν κλειστά. Πήγαμε στον σταθμό. Στο μπαρ ευτυχώς είχαν απομείνει δύο σοκολατίνες. Τη βγάλαμε μ’ αυτές κι επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.

Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα χτύπησαν οι καμπάνες. Ξεκινήσαμε για την κοντινή συνοικιακή εκκλησία. Το κρύο ήταν αφόρητο. Στις γωνίες είχε πού και πού χιόνι παγωμένο και βρώμικο. Όπως σε εμάς στην Ανάσταση, πλήθος κόσμου, με φαναράκια στο χέρι, ξεπρόβαλλε από παντού βαδίζοντας προς την εκκλησία. Και μέσα εκεί, στον γυμνό, στον πανύψηλο γοτθικό ναό, το κρύο ήταν πιο αφόρητο απ’ ό,τι έξω. Οι πιστοί ανταλλάσσανε ευχές «φλάχτεν φλούχτεν» και εμείς ήμασταν παρακεντέδες. Το άλλο ανέκδοτο που θα διηγούνται και θα γελούν μέχρι το Πάσχα. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε. Το τραπεζάκι του δωματίου μας ήταν στολισμένο με γιρλάντες και χριστουγεννιάτικα καλούδια. Κι ακόμα ένα μπουκαλάκι σαμπάνια με δύο φίνα ποτήρια σε δίσκο. Τα συνόδευε μια κάρτα ζωγραφισμένη στο χέρι με ευχές… Συγκινηθήκαμε!

Ξημέρωσε Χριστούγεννα. Περιφέραμε την ανία μας σε μια άξενη υγρή και παγωμένη πόλη. Η σκέψη μας φτερούγισε στην Αθήνα.

«Τώρα η Αργυρώ σερβίρει τη γέμιση της γαλοπούλας…», ψιθύρισα.

«Και η Βούλα θα ρωτάει: άσπρο ή κόκκινο κρασί;», συμπλήρωσε η Λιλή…

Πώς το είπαμε αλήθεια εκείνο με τα κουκιά;


Σχολιάστε εδώ