Η ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Το σκηνικό αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαμορφωθεί και να στηθεί, το σκηνικό δηλαδή της απουσίας και της μη ενοχής και εμπλοκής της κυβέρνησης σε όσα συμβαίνουν, αν και όσα συμβαίνουν αυτονοήτως δημιουργούνται από δικές της αποφάσεις. Αλλά ακόμα κι αυτό είναι μελετημένο, μια και δεν υπάρχουν καν αποφάσεις αλλά προθέσεις. Όμως, πώς μπορεί να σταθεί ένα επιχείρημα που επικαλείται και αναφέρεται μόνο σε προθέσεις στον βαθμό που ευθέως μπορεί να ανατραπεί επειδή βασίζεται σε «δίκη προθέσεων».
Όπως επίσης θα έχει προσέξει το αναγνωστικό κοινό, η κυβέρνηση δεν έχει ανακοινώσει καμιά απόφαση για την Ολυμπιακή, το Ασφαλιστικό ή άλλο οξυμένο μεγάλο θέμα. Μισόλογα, διαρροές, μέτρηση των αντιδράσεων, αλλά καμιά πρόταση. Ο κ. Καραμανλής το έχει σχεδιάσει άριστα το σκηνικό και το έργο του έγινε ευκολότερο από την ουσιαστική έλλειψη αντιπολίτευσης, που θα ελέγχει και θα καταθέτει δικές της κυβερνητικές προτάσεις, φροντίζοντας βεβαίως να μη θυμίζει το κυβερνητικό της παρελθόν, για το οποίο καταδικάστηκε στις εκλογές του 2004. Όχι μόνο απουσιάζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός (επιφυλάσσεται –όπως κάνει όταν εκτιμά ότι πρέπει– να εμφανιστεί σε ώρα ανάγκης) αλλά κατευθύνει και τους υπουργούς να είναι απλώς διακριτικά παρόντες, να μην είναι συγκεκριμένοι σε όσα λένε, να μην αντιδικούν, να μην εμφανίζονται σε τηλεοράσεις και συζητήσεις. Συγχρόνως, «επιτρέπει» σε «αιρετικούς» βουλευτές, όπως κατά περίπτωση είναι οι κ. Μανώλης, Γιαννόπουλος, Τατούλης, Καραμάριος κ.ά., να εκφράζουν τη διαφορετική άποψη, οικοδομώντας μια εικόνα εσωτερικού πλουραλισμού για τη Νέα Δημοκρατία. Εκεί φυσικά υπάρχει ένα πρόβλημα, μήπως ξεφύγει η υπόθεση και από πλουραλισμός απόψεων πάει προς μπάχαλο, αλλά κάθε επιλογή έχει και τα ρίσκα της. Έπειτα ο πρωθυπουργός έχει δείξει πως μπορεί να μαζεύει το πράγμα ο ίδιος όταν χρειαστεί, όσο κι αν έχει ξεφύγει, όσο κι αν έχει καταστεί επικίνδυνο για την εικόνα και την αξιοπιστία της κυβέρνησης. Το έκανε στην υπόθεση του ΛΑΦΚΑ, στις υποθέσεις Τσιτουρίδη, γάλακτος και ομολόγων, γιατί να μην το κάνει ξανά;
Η αξιοπιστία του ιδίου είναι ψηλά και αποτελεί πάντα μια αδιαπέραστη ασπίδα για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία χρωστάει στον πρόεδρό της ότι κυβερνάει, και πουθενά αλλού. Ούτε στο έργο ούτε στη σοβαρότητά της. Μα, θα πει κανείς, την κυβέρνηση ο πρωθυπουργός δεν την επιλέγει και σχηματίζει; Άρα ο ίδιος δεν είναι υπεύθυνος για το έργο της; Ασφαλώς. Αλλά ο κόσμος δεν περίμενε τίποτα καλύτερο από τη Νέα Δημοκρατία ως πολιτικό κορμό και ιδεολογικό σχήμα, με αποτέλεσμα να ακούγεται συχνά το «ευτυχώς που υπάρχει ο Καραμανλής», κάτι που παραπέμπει στη λογική «τι να κάνει ο άνθρωπος με αυτούς που έχει;», λογική ευθέως αθωωτική για τον κ. Καραμανλή.
Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει η ταύτιση του πρωθυπουργού με την κυβέρνησή του, στον βαθμό που είναι η δεύτερη τετραετία που κυβερνά (πέρασαν κιόλας τρεις μήνες από τις εκλογές και ο υγιεινός πολιτικός περίπατος της κυβέρνησης συνεχίζεται), κάτι που θα είναι δυσάρεστο για τον ίδιο.
Το μείζον ερώτημα είναι πότε θα συμβεί αυτό, και όταν συμβεί αν το ΠΑΣΟΚ θα είναι σε θέση να εισπράξει τη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο εκείνου που έως τώρα διασώζει τη συντηρητική παράταξη. Ορισμένοι πιστεύουν πως αρκεί ο νόμος της αδράνειας και της θεωρίας του ώριμου φρούτου (που θα πέσει) για να συμβεί αυτό. Ότι μέσα στον χρόνο δηλαδή, ο πρωθυπουργός θα πάψει να είναι όπλο για τη ΝΔ και θα μεταβληθεί σε πρόβλημα, άρα η αξιωματική αντιπολίτευση θα πάρει πάνω της, επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση διακυβέρνησης του τόπου. Έτσι, δεν χρειάζεται να κάνει πολλά πράγματα η αξιωματική αντιπολίτευση, μια και όλα οδηγούν σ’ αυτήν. Όλα; Σχεδόν τίποτα στην πραγματικότητα, αλλά είναι μια οπτική.
Είναι προφανές ότι κάποτε η κυβέρνηση θα φθαρεί καθοριστικά τόσο ώστε να χάσει τις εκλογές. Θα είναι σε θέση αυτός που θα τις κερδίσει (εξ αντανακλάσεως και εξ αποτελέσματος) να κυβερνήσει; Η εικόνα ενός κόμματος που κυβερνά και δεν έχει λύσει βασικά προβλήματα πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας και επιλογών είναι πολύ χειρότερη από την εικόνα του με τα ίδια προβλήματα, ευρισκόμενο όμως στην αντιπολίτευση. Όλα τούτα όμως δεν (μοιάζουν να) είναι πολύ κοντινά…