Ανασφάλεια και αγωνία για το μέλλον
Γιατί πίσω από τις αριθμητικές εκτιμήσεις, πίσω από την «επιφάνεια» των αριθμών, υπάρχουν και αναδύονται ιστορικά αιτήματα και ανάγκες βαθύτερου πολιτικού χαρακτήρα.
Στην πραγματικότητα, η κοινωνία μας, αλλά και όλες σχεδόν οι κοινωνίες του λεγόμενου «δυτικού κόσμου» νιώθουν ότι αποδυναμώνονται και καταρρέουν σταδιακά όλα τα θεσμικά ερείσματα του κοινωνικού κράτους, τα οποία παρείχαν ασφάλεια, σταθερότητα και προοπτική στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο «κενό» που αφήνουν αυτά τα συστήματα ασφάλειας, αναδύεται μια περίοδος αβεβαιότητας για το μέλλον. Η έννοια της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» γίνεται σήμερα κυρίαρχη στις ίδιες τις επιστημονικές – κοινωνιολογικές αναλύσεις ως πραγματικός, ιστορικός όρος…
Πίσω, λοιπόν, από τις διεκδικήσεις για τα ύψη των συντάξεων, τα όρια ηλικίας της συνταξιοδότησης, τις εισφορές, αποκαλύπτεται η αγωνία για ένα άγνωστο μέλλον, για ένα δυσχερώς βιούμενο παρόν…
Το ισχυρό «νήμα προστασίας» που ακολουθούσε τον άνθρωπο από το λίκνο μέχρι τον θάνατο -στις κλασικές εκδοχές του κράτους πρόνοιας- έχει ήδη διαρραγεί… Μαζί του θραύεται και η αλυσίδα που ενώνει παρελθόν, παρόν και μέλλον…
Η ασφάλεια, η σταθερότητα, η προοπτική προς το μέλλον δεν αποτελούν απλές «ψυχολογικές» εκδηλώσεις ή συγκυριακά συναισθήματα. Αντιθέτως, συνιστούν βασικούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, για να υπάρξει η ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή, η συνοχή και η διάρκεια στις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό οι έννοιες της ασφάλειας και της βεβαιότητας αποκτούν «υλικότητα», αποβαίνουν πλαίσια διαμόρφωσης ισχυρών κοινωνικών δομών.
Άλλωστε ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που διαθέτει την ικανότητα του αναστοχασμού και της πρόβλεψης. Αυτός μόνο μπορεί να κατανοεί και να «ανακατασκευάζει» το παρελθόν, να αναλύει και να αναδιαμορφώνει το παρόν, να διαβλέπει και να επηρεάζει τις εξελίξεις προς το μέλλον.
Το μέλλον όμως σήμερα εμφανίζεται υπό διακινδύνευση. Το παρόν, χωρίς μέλλον, μένει μετέωρο. Βιώνεται ως εφήμερο, ως μια καθημερινότητα με άγνωστο αύριο και όχι ως σημείο μιας πορείας διασφαλισμένου βίου.
Πράγματι, το περιβάλλον καταστρέφεται συστηματικά και σε λίγες δεκαετίες η ανθρωπότητα θα γνωρίσει καταστροφές ανυπολόγιστης έκτασης. Οι κοινωνικοί θεσμοί αποδυναμώνονται σταδιακά. Οι νέοι και οι νέες σπουδάζουν χωρίς σίγουρη προοπτική για το μέλλον τους. Η σταθερή εργασία έγινε είδος πολυτελείας και η «απασχόληση» θα συνιστά πλέον τη σχέση του ατόμου-δημιουργού με τα μέσα παραγωγής, υλικά και πνευματικά.
Μια κοινωνία που αποτελείται από ανασφαλείς πολίτες αποβαίνει όμως μια αποδυναμωμένη και χωρίς συνοχή κοινωνία. Αποβαίνει εσωστρεφής κοινωνία, με εσωτερικές εντάσεις, η οποία συντηρητικοποιείται, επικαλούμενη υπαρκτούς ή και ανύπαρκτους αντιπάλους.
Μια κοινωνία, τελικά, με ασταθείς και εφήμερες σχέσεις μεταξύ των μελών της, που συνεχώς θα «ατομικοποιούνται». Μια κοινωνία που θα διαπερνάται από ανορθολογισμούς, προκαταλήψεις, φοβίες ή θα θεοποιεί, από την άλλη πλευρά, τον τεχνικισμό και τη στείρα θετικιστική σκέψη και θα εμπορευματοποιεί τα κοινωνικά και πολιτιστικά αγαθά.
Μια κοινωνία που θα χωρίζει συνεχώς τα «γεγονότα» από τις αξίες -ανθρώπινες και κοινωνικές- λειτουργώντας κάτω από τον «σιδηρού νόμο» του ανταγωνισμού και του κέρδους.
Αυτές τις αγωνίες και αυτά τα κοινωνικά αδιέξοδα προσπαθούν, έστω και ασύνειδα, να εκφράσουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις και οι αντιδράσεις. Αντιδράσεις που βρίσκονται πέραν των κλασικών διαιρέσεων Δεξιάς – Αριστεράς, παράδοσης και νεωτερικότητας, πέραν των κοινωνικών αντιθέσεων και των ατομικών ή συλλογικών αντιλήψεων.
Πρόκειται στην ουσία για μια ιστορικής σημασίας επίκληση προς την πολιτική εξουσία και τα κέντρα ισχύος του σύγχρονου κόσμου για μια συνολική επαναθεώρηση του τρόπου ζωής και του τρόπου σκέψης…
Αυτή όμως την κραυγή αγωνίας φαίνονται ανίκανες και αδύναμες να τη συλλάβουν και να την κατανοήσουν οι σύγχρονες κυβερνήσεις, οι σύγχρονες πολιτικές εξουσίες και ηγεσίες, που ασχολούνται μόνο με το πρόβλημα αναπαραγωγής και διαιώνισης της εξουσίας τους.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «χρησιμοποιεί» τα αριθμητικά αποτελέσματα της κινητοποίησης της Τετάρτης σαν ένα είδος πολιτικοκοινωνικού «βαρόμετρου», προκειμένου να καθορίσει την ακριβή «δοσολογία» των ρυθμίσεων που θα αφορούν στο Ασφαλιστικό. Το κεντρικό της σύνθημα είναι «μεταρρυθμίσεις με ελεγχόμενο πολιτικό κόστος».
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, προσπαθεί να «ενταχθεί» στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και να την επηρεάσει, προσδοκώντας εναγωνίως στη βελτίωση των ποσοστών αποδοχής της «ανανεωμένης» ηγεσίας του.
Όσο για το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, για τα οποία οι κινητοποιήσεις αποτελούν αυτοσκοπό, προσδοκούν αύξηση της επιρροής τους και της εκλογικής τους πελατείας. Όταν μάλιστα επιτυγχάνουν έστω και οριακή αύξηση της εκλογικής τους δύναμης, όπως δείχνουν και οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις, τότε μπορούν να πανηγυρίζουν…
Κι όμως, πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση και αντιμετώπιση αυτής της ιστορικής, κοινωνικής κρίσης. Γιατί οδηγούμαστε σε όρια που δεν πρέπει να ξεπεραστούν. Και σ’ αυτά τα όρια μας ωθεί η αγνόηση των προβλημάτων και το «κουκούλωμά» τους μέσα από τις πρακτικές της επανάπαυσης και της καθημερινής διαχείρισης…