Μια φορά και έναν καιρό

Ο κ. Νίκος ξύπνησε όπως κάθε πρωί γύρω στις έξι. Σεβάσμιας ηλικίας, αυτήν την ώρα τον ξύπναγε σ’ ολόκληρη τη ζωή του το ξυπνητήρι, γερμανικής κατασκευής και προελεύσεως, εγγυημένο για την πιστή τήρηση της αφυπνίσεως. Ονειρευότανε τότε, με το πρώτο κουδούνισμα, την άγια μέρα που θα το πάρει και θα πάει σ’ ένα νταμάρι να το σαβουρντίσει στους βράχους, να το κάνει χίλια κομμάτια, αλλά όσο αυτή η μέρα δεν ερχόταν, του απέμενε μονάχα η Κυριακή για να ξυπνά κατά βούλησιν… Μάλιστα, για να εκδικηθεί το ξυπνητήρι που ένιωθε πως κι εκείνο τον μισούσε, το άφηνε ακούρδιστο σαν πήγαινε για ύπνο το σαββατόβραδο…
Ο διάβολος το ‘φερνε όμως και τις Κυριακές ξύπναγε από μόνος του νωρίτερα. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του σαν… οβελίας, ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ροχαλίζοντας. Έδινε τότε κουράγιο στον εαυτό του, λέγοντάς του να κάνει υπομονή.
«Πού θα πάει», μονολογούσε. «Κάποτε θα γεράσω, θα πάρω σύνταξη, θ’ αποσυρθώ… Και θα κοιμάμαι όσο το τραβά η ψυχούλα μου!»
Αμ δε! Και γέρασε και στη σύνταξη μπήκε και το κερατένιο ρολόι που είχε άχτι το πέταξε, αλλά πάλι την ίδια ώρα ξύπναγε, για να μουρμουράνε οι δικοί του πως βρικολακιάζει αξημέρωτα.
Σκοτάδια ήταν έξω σαν άνοιξε τα μάτια του και σήμερα. Έκανε ένα σύντομο τσεκάρισμα στον εαυτό του κι αφού διαπίστωσε πως υπήρχαν τα πονάκια του και τα… προβλήματά του, άρα ήταν ζωντανός, γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου που είχε δίπλα στο κρεβάτι του, για να τον συντροφεύει αυτές τις γκρίζες ώρες και, σιγανά σιγανά μην ξυπνήσουν οι υπόλοιποι, άρχισε να ακούει…
Ο Καλαμίτσης «γάζωνε», όπως συνήθως, με τις «πρωινές χειρηλασίες του» και ο κ. Νίκος, που χρόνια τώρα απολαμβάνει καθημερινά τις δημοσιοκαφρικές του εναγριώσεις, τον άκουσε να λέει στη συνεργάτιδά του, την κυρία Σερέτη, για μιαν εκδήλωση που θα γινόταν στο Μουσείο της Πόλεως Αθηνών. Το Μουσείο, ως γνωστόν, στεγάζεται στην οικία Βούρου, στην πλατεία Κλαυθμώνος, κι έτσι δόθηκε η αφορμή να κάνει ο Καλαμίτσης μιαν αναδρομή στο παρελθόν, διηγούμενος την ιστορία της πρώτης τηλεοράσεως που έφερε στην Ελλάδα το «Ράδιο Καραγιάννη», εκεί πλάι στου Στρογγυλού.
Την τοποθέτησαν στη βιτρίνα και οι διαβάτες, που από συνήθεια ρίχνανε καμιά ματιά, έβλεπαν ξαφνικά τη φάτσα τους να τους… κοιτάει μέσα απ’ την οθόνη! Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, γιατί οι περισσότεροι το είχανε μονάχα ακουστά αυτό το διαβολικό κουτί και τώρα το έβλεπαν εν δράσει επάνω… τους.
Μια άλλη πρωτοτυπία του προοδευτικού επιχειρηματία για διαφήμιση ήταν να μετατρέψει την αίθουσα του υπογείου, που ήταν ορατή από την οδό Παπαρρηγοπούλου, σε κουζίνα μικροαστικού σπιτιού, εξοπλισμένου με όλα τα σύγχρονα ηλεκτρικά… «κομφόρ», δηλαδή μ’ ένα εντυπωσιακό ψυγείο (το όνειρο τότε…), μια φανταχτερή ηλεκτρική κουζίνα με τρία μαύρα… μάτια και διάφορα άλλα μικροσκεύη που λαμποκοπούσανε… Ανάμεσά τους υπήρχαν δύο τεράστιες… κατσαρίδες που έκλαιγαν τη μοίρα τους, γιατί τους ήτανε αδύνατον να ζήσουνε σε… τέτοιο σπίτι.
Θρηνούσαν και ολοφύρονταν και, σαν χορός σε αρχαία τραγωδία απήγγελλαν το χορικό τους:
«Αλί, αλί και τρισαλί / ξόφλησα πια, μια και καλή / κι αρχίζει η αφαγία…»
Ήταν ένα εμπνευσμένο κείμενο που δεν θυμούμαι τη συνέχειά του, παρότι πολλά βράδια σταθήκαμε κι ακούσαμε την πανέξυπνη παρλάτα, όπου μέσα από τους οδυρμούς των ζωυφίων έβγαινε το μήνυμα για τον καινούργιο τρόπο ζωής που έμπαινε στα σπίτια τους…
Συνέχιζε ο Καλαμίτσης στο ραδιόφωνο τα πιπεράτα του σχόλια, αλλά ο κ. Νίκος ξεμάκρυνε κι άφησε τη σκέψη του να περιδιαβάζει σε χρόνια περασμένα.
Η Πλατεία Κλαυθμώνος συμβόλιζε πάντοτε τον… μεσαίο χώρο. Πιο λαϊκή από την Πλατεία Συντάγματος, μα σαφώς πιο αριστοκρατική από της Ομονοίας, που την κατατρέχει η ρετσινιά πως είναι στέκι για επαρχιώτες. Τα δύο της άκρα τα πλαισίωναν το υπουργείο Ναυτικών στο βάθος και το Οικονομικών επί της Σταδίου, μέχρι το 1939-40 όταν και κατεδαφίστηκε. Ήταν ένα κτίριο εντελώς απρόσωπο, που χάρισε το παρατσούκλι «κλαυθμώνος» στην πλατεία, από τους κλαυθμούς των δημοσίων υπαλλήλων που σε κάθε κυβερνητική αλλαγή απολύονταν.
Πόσοι την ξέρουμε άραγε με το επίσημό της όνομα, που είναι «Πλατεία 25ης Μαρτίου»;
Πίσω ακριβώς από το υπουργείο, κάτω από τις φυλλωσιές του κήπου, υπήρχε ένα κομψό ξύλινο οικοδόμημα σχεδιασμένο με γούστο και μεράκι, που ήταν απλώς… αποχωρητήριο ή χάριν επισημότητας «βεσπασιανή», είδος που πολύ συνηθιζότανε τότε.
Εδώ έκανε ο κ. Νίκος μια μικρή διακοπή, όπως συμβαίνει και στην TV, όχι βέβαια για να πέσουν διαφημίσεις, αλλά σαν μνημόσυνο γι’ αυτά τα… ανακουφιστήρια ιδρύματα που τα εξαφάνισε ο νεοπλουτισμός μας.
Είχε πολλές «βεσπασιανές» η Αθήνα μας και δεν καταφεύγανε σε ζαχαροπλαστεία και καφετέριες κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του μαγαζάτορα όσοι δεν μπορούσαν να αναβάλουν την… επίσκεψη. Εκτός από της Κλαυθμώνος, υπήρχε όμοιά της Σταδίου και Κολοκοτρώνη και ένα μικρό ουρητήριο του… ποδαριού μόνο για άνδρες στον… τοίχο του Δημοτικού Νοσοκομείου, στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Ακαδημίας. Τους εισερχόμενους τους εκάλυπτε από τους ώμους ως τις γάμπες ένα τσίγκινο παραπέτασμα, που προστάτευε τη δημόσια αιδώ και τα… νώτα τους.
Ας επιστρέψουμε όμως στην Κλαυθμώνος. Ένα στολίδι ήτανε -και είναι- η ολόλευκη μονοκατοικία του γνωστού πολιτικού Λάμπρου Ευταξία, που συνενώθηκε με τη γειτονική της οικία Βούρου και έγινε η επέκταση του Μουσείου. Ο Ευταξίας είχε, ως βουλευτής, στα νιάτα του ένα επεισόδιο όπου παραλίγο να χάσει τη ζωή του. Επισκέφθηκε στη φυλακή έναν κατάδικο που ήτανε ψηφοφόρος του κι αυτός του ζήτησε ως ρουσφετάκι να τον… αποφυλακίσει. Και, για να γίνει δεκτό χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες το αίτημα, τον κράτησε όμηρο μέχρι να φέρουν το… αποφυλακιστήριο.
Τη λύση την έδωσε ένας δεινός σκοπευτής, ο Δενδρινός, που πυροβόλησε από γειτονικό κτίριο και με μία μόνο βολή σκότωσε τον φυλακισμένο.
Άλλα οικοδομήματα γύρω από τον κήπο της Κλαυθμώνος, εκτός της οικίας Βούρου, που ίσως είναι το παλαιότερο κτίσμα, αφού εκεί έμεινε ο Όθων όταν ήρθε στην Αθήνα, ήταν και το Μεγαλοπρεπές μέγαρο Αφθονίδου, που το κατεδάφισαν για άγνωστους λόγους και τώρα λειτουργεί σαν… υπαίθριο πάρκινγκ, ενώ από την πλευρά της οδού Δραγατσανίου επρόβαλλε το διώροφο κτίριο της αγγλικής Πρεσβείας. Ο περίγυρος δε του κήπου χρησίμευε ως αφετηρία λεωφορειακών γραμμών. Λεωφορεία-κουτιά 15 θέσεων, γκρίζα, θλιβερά και βρώμικα, εξυπηρετούσαν το Κατσιπόδι, το Μπραχάμι, το Δουργούτι και άλλες συνοικίες γύρω από το ιοστεφές άστυ.
Ονειροπολώντας, ο κ. Νίκος, με τα μάτια του κλειστά, άρχισε σιγά σιγά να αποκοιμάται.
Αργότερα τον ξύπνησαν.
Δυστυχώς!


Σχολιάστε εδώ