Η ΦΩΝΗ του… καταναλωτή
Όταν πλησιάζουν οι γιορτές ανεβαίνει αυτόματα η τιμή στο ντόπιο αρνάκι και κατσικάκι. Ξεκινά από τα 4-6,50 ευρώ το κιλό από τη στάνη για να καταλήξει στο τραπέζι των Αθηναίων από 12 έως 14,50 ευρώ το κιλό.
Οι καταναλωτές το πληρώνουν με ευχαρίστηση περίπου 4-6 ευρώ παραπάνω, αφού τα εισαγόμενα αμνοερίφια έχουν το πολύ μέχρι 7-8,5 ευρώ το κιλό, επειδή, λέει, είναι πολύ καλύτερο σε ποιότητα από τα εισαγόμενα.
Αυτή η διαπίστωση δεν στηρίζεται πουθενά και εύκολα καταρρέει, αφού στη χώρα μας ο «Αφθώδης Πυρετός» στο παρελθόν και η «Σκράπι» τώρα, δύο από τις πιο συνηθισμένες ζωονόσους, εντοπίζονται σε ελληνικά κοπάδια και το κρέας τους πολύ συχνά καταλήγει στο πιάτο του καταναλωτή.
Μεγάλος αριθμός ελληνικών σφαγείων σ’ ολόκληρη τη χώρα (πάνω από τα μισά) έχουν βάλει λουκέτο επειδή δεν άντεξαν τις επιθεωρήσεις που τους έγιναν από εξειδικευμένους επιθεωρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι έρχονται και δύο και τρεις φορές τον χρόνο στη χώρα μας.
Μάλιστα μας έχουν καθίσει στο σκαμνί του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δύο φορές μέσα στο 2007, επειδή δεν πληρούμε τις συνθήκες ασφάλειας της μεταφοράς των ζωντανών και υγιεινής της σφαγής τους.
Τα κρέατα που έρχονται φέτος στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία έρχονται από ευρωπαϊκή χώρα, είναι ελευθέρας βοσκής, περισσότερο ταϊσμένα με χορταράκι και λιγότερο με πολυεθνικές βαμβακόπιτες που είναι κοινές και για τη χώρα μας και για τις γειτονικές.
Άρα, όχι μόνο μπορεί να είναι της ίδιας ποιότητας, αλλά είναι πολύ πιθανόν να είναι ακόμη και καλύτερης. Συνεπώς γιατί τα ντόπια να είναι ακριβότερα;
Το θέμα της επιβίωσης των ελλήνων κτηνοτρόφων είναι ζήτημα που αφορά το αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο θα πρέπει να μεριμνήσει, και όχι του έλληνα καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να συντηρεί και να πληρώνει τζάμπα και βερεσέ για έναν μύθο.
Μύθος: «Τα συνοικιακά κρεοπωλεία πουλάνε ντόπια, γι’ αυτό πουλάνε ακριβά, ενώ στη Βαρβάκειο αγορά πουλάνε «βαφτισμένα» (δηλαδή εισαγωγής ως ελληνικά), γι’ αυτό πουλάνε φθηνότερα.
Μια μεγάλη κεντρική αγορά σαν της Βαρβακείου, επί παραδείγματι, έχει εκατονταπλάσια κατανάλωση κρεάτων την περίοδο των εορτών από το συνοικιακό κρεοπωλείο.
Έτσι, λόγω ποσοτήτων, έχει διαφορετική τιμολογιακή μεταχείριση από το χονδρεμπόριο.
Ο κρεοπώλης της Βαρβακείου, που απευθύνεται σε κοινό χαμηλόμισθων μεταναστών, μικροσυνταξιούχων και άλλων νεόπτωχων εργαζόμενων, γνωρίζει καλά ότι αν πουλήσει φθηνότερα και έχει κερδίσει ακόμη και 60 λεπτά το κιλό στο κρέας, τα συνολικά κέρδη του στο τέλος της ημέρας θα είναι μεγάλα.
Ο συνοικιακός κρεοπώλης απευθύνεται σε γείτονες με τους οποίους έχει προσωπική επαφή, βάζει μπροστά την ποιότητα για να κερδίσει τον καταναλωτή, αλλά για να πληρώσει τα υψηλά ενοίκια και το τεράστιο λειτουργικό του κόστος θα πρέπει να πάει για μεγαλύτερο κέρδος, τουλάχιστον τριπλάσιο (3 επί 60 = 1,80 ευρώ) κατά κιλό. Το μόνο θετικό είναι ότι έχεις πολύ μικρότερη πιθανότητα να σε ξεγελάσει ο συνοικιακός κρεοπώλης και να σου πουλήσει εισαγωγής για ντόπιο.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το 80% της ποσότητας του βοδινού κρέατος που πωλείται στην αγορά είναι εισαγωγής από προηγμένες χώρες, όπως η Δανία και η Ολλανδία, ενώ μια ποσότητα 40% του χοιρινού επίσης, επειδή στη χώρα μας δεν έχουμε μεγάλη παραγωγή σ’ αυτά τα είδη.
Λύση: Επιλέγουμε το κρέας της αρεσκείας μας με βάση τη δύναμη του πορτοφολιού μας, χωρίς να αποκλείουμε το εισαγόμενο, και εξετάζουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορεί να δει και ο πιο άσχετος, δηλαδή το κρέας να είναι υγρό, να στάζει το αίμα του και να έχει ροδαλό χρώμα. Όσο πιο σκοτεινό – μαύρο είναι το κρέας τόσο πιο πολύ είναι ένα άχρηστο πτώμα, παρά μια θρεπτική τροφή.