ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ οδηγείται η Ρωσία
Ορισμένα αποσπάσματα από τους λόγους του Πούτιν βοηθούν για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά που διακυβεύονται σήμερα στη συνείδηση των ρώσων ψηφοφόρων. Στην κορυφαία προεκλογική συγκέντρωση που οργάνωσε πριν από δέκα μέρες, για παράδειγμα, η «Ενωμένη Ρωσία», μαζί με τη νεοεμφανιζόμενη οργάνωση «Για τον Πούτιν», τόνισε ενώπιον 5.000 οπαδών του: «Αυτοί που μας αντιπολιτεύονται δεν θέλουν να ολοκληρωθούν τα σχέδιά μας. Έχουν εντελώς διαφορετικές αποστολές και σκοπούς για τη Ρωσία. Χρειάζονται ένα αδύναμο, άρρωστο κράτος, μια αποπροσανατολισμένη, διασπασμένη κοινωνία, ώστε πίσω από την πλάτη της να φέρουν σε πέρας τα βρώμικα σχέδιά τους και να κερδίσουν εις βάρος εσάς και εμένα». «Δυστυχώς», είπε σε άλλο σημείο κάνοντας το νεανικό του κυρίως κοινό να ζητωκραυγάζει όρθιο «όχι Ρωσία χωρίς τον Πούτιν», «υπάρχουν άνθρωποι μέσα σε αυτήν τη χώρα που σιτίζονται από ξένες πρεσβείες και οι οποίοι υπολογίζουν στην υποστήριξη ξένων πόρων και κυβερνήσεων και όχι του δικού τους λαού… Όλοι αυτοί οι κύριοι προσπαθούν να μας διδάξουν πώς να ζήσουμε. Είναι αυτοί που τη δεκαετία του ’90 κατείχαν τις σημαντικότερες θέσεις, δρούσαν σε βάρος της κοινωνίας και του κράτους, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των δομών της ολιγαρχίας και σπατάλησαν την εθνική περιουσία. Είναι αυτοί που ανήγαγαν τη διαφθορά σε κύρια μορφή πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, αυτοί που χρόνο με τον χρόνο υιοθετούσαν ελλειμματικούς ανεύθυνους προϋπολογισμούς οδηγώντας στη χρεοκοπία, την κατάρρευση και την πολλαπλή πτώση του βιοτικού επιπέδου»!
Δημοψήφισμα οι εκλογές
Ο Πούτιν λοιπόν μετέτρεψε τις εκλογές σε δημοψήφισμα και οι Ρώσοι κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στην κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια και την παρακμή των χρόνων του Γέλτσιν. Γι’ αυτό συσπειρώνει αβίαστα τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων, ενώ δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις (και μοναδικό με πιθανότητα αντιπροσώπευσης στη Δούμα, καθώς κανένα άλλο δεν περνάει το όριο του 7%) αναδεικνύεται το Κομμουνιστικό, συγκεντρώνοντας το 7,3% των ψήφων. Για να μη δημιουργηθεί βέβαια και καμιά ειδυλλιακή εικόνα αξίζει να αναφέρουμε ότι τον τελευταίο χρόνο ο διψήφιος πληθωρισμός έχει οδηγήσει πολλές εργατικές ενώσεις από τη μια άκρη της Ρωσίας ως την άλλη να κατεβαίνουν σε απεργίες, διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς με μια μαχητικότητα που πρώτη φορά καταγράφεται στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Δεν πρόκειται ωστόσο για απειλητικές αντιδράσεις που αμφισβητούν το καθεστώς.
Αντίθετα η αντιπολίτευση που ορθώνεται απέναντι στον Πούτιν δεν αμφισβητεί την κυβέρνησή του, αλλά ολόκληρο το πλέγμα εξουσίας που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Επικεφαλής αυτού του ρεύματος που συσπειρώνεται στο ψηφοδέλτιο «Άλλη Ρωσία» είναι ο πρώην πρωθυπουργός του Πούτιν, Μιχαήλ Κασιάνοφ, και κυρίως ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού Γκάρι Κασπάροφ, που ζούσε επί χρόνια στις ΗΠΑ και είναι μόνιμος αρθρογράφος της βαθιά συντηρητικής αμερικανικής εφημερίδας «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ». Στην αιχμή του δόρατος της επίθεσής τους ενάντια στον Πούτιν δεσπόζει το θέμα της δημοκρατίας. Όπως ακριβώς (και όχι τόσο συμπτωματικά…) συμβαίνει και με τους Αμερικανούς.
Ποιοι μιλούν για δημοκρατία
Σε αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιούνται κατ’ αρχάς αναμφισβήτητες παρεκτροπές του καθεστώτος, όπως για παράδειγμα οι συχνές και αναίτιες συλλήψεις και ολιγοήμερες κρατήσεις πολιτικών του αντιπάλων. Δεν πρόκειται ωστόσο για τίποτε παραπάνω από αφορμές, ώστε να ξεδιπλωθεί το μίσος τους ενάντια στον Πούτιν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Ουάσινγκτον, που τώρα κόπτεται για τα δημοκρατικά δικαιώματα στη Ρωσία, έχει νομιμοποιήσει τα βασανιστήρια, χρησιμοποιεί κατά κόρον τις απαγωγές υπόπτων, διατηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης και επίσης χρηματοδοτεί αθρόα και στηρίζει ποικιλοτρόπως ωμές δικτατορίες, όπως του Περβέζ Μουσάραφ στο Πακιστάν και του Μιχαήλ Σαακασβίλι στη Γεωργία, ενώ βαρύνεται με απόπειρες πραξικοπήματος εναντίον δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, όπως του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα τον Απρίλιο του 2002 – για να μείνουμε μόνο στα πρόσφατα. Οι ΗΠΑ συνεπώς προσχηματικά επικαλούνται τα δημοκρατικά δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά ηγούνται μιας επίθεσης στη Ρωσία που ανεβάζει απότομα το πολιτικό θερμόμετρο.
Τελευταίο επεισόδιο ήταν η απόφαση του γραφείου για τους Δημοκρατικούς Θεσμούς και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το οποίο υπάγεται στον Οργανισμό για τη Συνεργασία και την Ασφάλεια στην Ευρώπη να μη στείλει τελικά εκπροσώπους του για να αξιολογήσουν τις σημερινές εκλογές, ώστε να αμφισβητηθεί στη συνέχεια η νομιμότητά τους. Κατά τη Μόσχα αυτή η απόφαση υπαγορεύτηκε από την Ουάσινγκτον. Για να επιβεβαιώσει μάλιστα τον ισχυρισμό της επικαλέστηκε την επίσκεψη στην αμερικανική πρωτεύουσα του προέδρου του γραφείου λίγο πριν προβεί στη σχετική ανακοίνωση και την επαφή που είχαν άλλοι αξιωματούχοι του με τον Νίκολας Μπερνς. Η μεθόδευση αυτή καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον Πούτιν, ο οποίος είπε ότι «θα ληφθεί υπ’ όψιν στις διακρατικές σχέσεις με αυτήν τη χώρα».
Στον αέρα η ασπίδα
Πίσω από αυτές τις αφορμές κρύβεται η βαθύτερη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, κατ’ αρχάς για τον έλεγχο των σφαιρών επιρροής και των οικονομικών πόρων. Κορυφαίο παράδειγμα για τη γεωπολιτική αντιπαράθεση που είναι σε εξέλιξη αποτελεί η αντιπυραυλική ασπίδα την οποία οι ΗΠΑ είχαν αρχικά αποφασίσει να εγκαταστήσουν στην Τσεχία και την Πολωνία. Πολύ πιθανόν όμως να χρειαστεί να αλλάξουν σχέδια, καθώς η ήττα του αντιπαθούς κομμουνιστοφάγου Γιαροσλάβ Καζίνσκι στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές στην Πολωνία έφερε στην εξουσία μια κυβέρνηση της οποίας ο υπουργός Άμυνας μόλις την εβδομάδα που μας πέρασε δήλωσε ότι το αμερικανικό σχέδιο εγκατάστασης πυραύλων στη χώρα του χρήζει επανεξέτασης! «Πρέπει να σταθμίσουμε τα οφέλη και το κόστος αυτού του προγράμματος για την Πολωνία» ήταν τα λόγια του. Δεν αποκλείεται λοιπόν το άκρως επιθετικό και ψυχροπολεμικό σχέδιο του αμερικανικού Πενταγώνου ακόμη και να ματαιωθεί. Ή, στην καλύτερη περίπτωση για τις ΗΠΑ, χρονικά να καθυστερήσει και να αναθεωρηθεί σε πολύ βασικές του παραμέτρους, όπως είναι οι χώρες που θα το φιλοξενήσουν. Γιατί, πέραν της ευχάριστης ανατροπής που σηματοδότησαν οι εκλογές στην Πολωνία, αντιδράσεις σημειώνονται τακτικά και στην Τσεχία, όπου το αίτημα για διενέργεια δημοψηφίσματος, ώστε να αποφασίσει ο ίδιος ο λαός αν η χώρα θα ενταχθεί στον αμερικανικό πολεμικό σχεδιασμό, βρίσκει νέους υποστηρικτές. Η Ρωσία λοιπόν κερδίζει έδαφος σε αυτό το θέμα, αναγκάζοντας ακόμη και μέσα ενημέρωσης όπως οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» να τονίζουν στο σημείωμα της σύνταξης πως «μια καλύτερη ιδέα είναι να διερευνηθεί σοβαρά η προσφορά του ρώσου Προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, να χρησιμοποιούμε από κοινού ένα ρωσικό ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης στο Αζερμπαϊτζάν. Αμερικανοί αξιωματούχοι που έχουν ελέγξει την τοποθεσία έχουν εντυπωσιαστεί με τις ικανότητές του», ανέφερε συγκεκριμένα, δείχνοντας τα αδιέξοδα της μέχρι τώρα αμερικανικής γραμμής!