«Σε λάθος τόπο, σε λάθος χρόνο, σε λάθος κόμμα»…

Ο κ. Μανώλης, στην πολιτική πορεία του, παραγνώρισε τη βασική κοινωνική αρχή στην οποία, εν τινι μέτρο, στήριξε τη συνδικαλιστική του δράση: «Η θέση του ατόμου στην παραγωγή προσδιορίζει και τη θέση του στην (κοινωνική) τάξη». Και κατ’ επέκτασιν στο πολιτικό κόμμα στις τάξεις του οποίου δραστηριοποιείται. Ως συνδικαλιστής, έστω και εμμέσως, στην πράξη ασπάσθηκε τη μαρξιστική προφητεία ότι «η εργατική τάξη είναι υποκείμενο της επαναστατικής πρακτικής», η οποία στην πορεία των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων καταλαμβάνει μία κεντρική θέση στην ιστορία των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Παράλληλα, και με «στίγμα αντίδρασης» το Ασφαλιστικό, φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να απορρίπτει το αναγγελλόμενο από τον πολιτικό χώρο στον οποίο είναι ενταγμένος «τέλος της εργατικής τάξης».
Βεβαίως, ο νεοσυντηρητικός χώρος της «Νέας Δημοκρατίας», εκ χρόνων παλαιών, την εποχή του αειμνήστου υπουργού Εργασίας Κωνσταντίνου Λάσκαρη, είχε διασαλπίσει την «κατάργηση της πάλης των τάξεων»!
Είναι βασική παράμετρος στην ψυχολογία των ανθρώπινων σχέσεων, και μάλιστα στις σχέσεις των εργαζομένων με τους εκπροσώπους τους, ακόμη και στη συνδικαλιστική πρακτική a la Graeca, η επικοινωνία «πρόσωπο με πρόσωπο», που είναι στοιχείο ευρύτερο από το κοινωνικό – πολιτιστικό – πολιτικό περιβάλλον.
Η σύνδεση του συνδικαλιστή με τους εργαζόμενους καθορίζεται είτε από την προσωπική ιστορία των ατόμων, το οικογενειακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον, είτε από το πολιτισμικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.
Στην κατηγορία αυτήν εντάσσεται και η περίπτωση του βουλευτή-συνδικαλιστή Γιάννη Μανώλη. Στο πρόσωπο του οποίου η συνδικαλιστική ιδιότητα εμφανίζεται υπερέχουσα της βουλευτικής, σε αντίθεση με τον κ. Θ. Ρουσόπουλο, που «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις» η δημοσιογραφική του ιδιότητα παρουσιάζεται υποκειμένη στην πολιτική σκοπιμότητα!
Στον κ. Μανώλη, προς το παρόν, υπερισχύει η επικοινωνία «πρόσωπο με πρόσωπο» -η μέγιστη κατάκτηση από τη συνδικαλιστική δράση- η οποία αντιπροσωπεύει ένα ανθρώπινο και κοινωνικό πεδίο το οποίο διέπεται από δυνάμεις συνυφασμένες με τους εργαζόμενους και την ιστορία τους στον χρόνο, τον τόπο και το άμεσο περιβάλλον.
Ο συνδικαλιστής, και ανεξάρτητα από τη θέση, το μετερίζι όπου μάχεται, παρεμβαίνει με την προσωπική του ιστορία, τη δική του κοινωνική θέση, τις δικές του πνευματικές και συναισθηματικές δυνατότητες για την υπεράσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης!
Ο συνδικαλιστής, και πολλώ μάλλον ο βουλευτής-συνδικαλιστής, γνωρίζει ότι σ’ αυτόν, ως εκπρόσωπο των εργαζομένων, ο ευάλωτος εργαζόμενος αναζητά όχι μόνο την υπεράσπιση των οικονομικών και κοινωνικών του συμφερόντων, αλλά και ψυχολογική στήριξη από τον εκπρόσωπό του στον οποίο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του και τον θεωρεί, εκ προοιμίου, ικανό να τον βοηθήσει.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει μορφοποιηθεί και μελετηθεί το σχήμα: «Η γνώση και η λειτουργία της ως παράγοντας προόδου».
Οι ιστορικοί – αναλυτές του εργατικού κινήματος έχουν παρατηρήσει ότι «βοηθούμενος (εργαζόμενος) επιλέγει τον βοηθό (συνδικαλιστή) για την τεχνική του ικανότητα, τη δύναμη αντίστασης στα διαπλεκόμενα συμφέροντα και την ηθική του συνείδηση.
Ο βοηθός (συνδικαλιστής) χρησιμοποιεί τη γνώση και τις ικανότητές του για την υπεράσπιση των αδικουμένων».
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ανασυγκρότησης ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων, των μεταβολών στη σύνθεση της εργατικής τάξης, που οφείλονται στις νέες τεχνολογίες και τις νέες εργοδοτικές στρατηγικές, προκαλείται ο φόβος της ανεργίας και της ανασφάλειας, με επακόλουθο την πτώση του βιοτικού επιπέδου, και η ηθική συνείδηση του συνδικαλιστή και η δυναμική του παρουσία είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίες.
«Ο συνδικαλισμός -παρατηρεί ο φιλόσοφος του εργατικού κινήματος, Μπερνάρ Πιντάλ- είναι το υποχρεωτικό πέρασμα, που οδηγεί από την κοινωνική καταισχύνη στην εργατική αξιοπρέπεια. Η δημιουργία ενός αλληλέγγυου και μαχητικού εργαζόμενου περνάει μέσα από τη συνεχή ανάπλαση των διαπροσωπικών σχέσεων…».
Η επικοινωνία «πρόσωπο με πρόσωπο» επενεργεί ευεργετικά στη διαφύλαξη της ηθικής ακεραιότητας του συνδικαλιστή και εμπνέει εμπιστοσύνη στις διαπροσωπικές σχέσεις εργαζομένων – εκπροσώπων τους.


Σχολιάστε εδώ