Μια φορά και έναν καιρό

Έβαφε κορακί τα μαλλιά του για να κρύβει τα χρονάκια του και όλο έκανε υπαινιγμούς για τις ερωτικές του επιτυχίες. Αλλά άμα το παραξήλωνε, έπεφτε στο τραπέζι το όνομα της Ρούλας που του τα μάσησε τρελά. Τότε εκείνος άλλαζε κουβέντα και ο κυρ- Πετρής, που στα νιάτα του ήτανε τενόρος, σιγομουρμούριζε το τραγουδάκι του Αττίκ «Έχετε δίκιο, ας αλλάξουμε ομιλία κι ας πούμε κάτι σχετικό με τον καιρό», έτσι, μόνο και μόνο, για να τον τσιγκλάει.

Σήμερα, όπως κάθε μέρα, η συζήτηση άρχισε με ανακοινώσεις περί της υγείας τους, που δεν ήταν και τόσο καλή. Δυσπεψία είχε ο ένας, κι ας έφαγε το βράδυ σκέτο γιαούρτι. Του άλλου του ξεστράτισε το ζάχαρο και ο τρίτος δεν κοιμήθηκε τη νύχτα από την ισχιαλγία που τον βασανίζει. Την κονόμησε από την τραχιά ζωή του στρατού, τότε που υπηρετούσε με ζήλο τη θητεία του. Δεν ήτανε, βλέπεις, σπάρος…

Πες, πες, η κουβέντα το ‘φερε στους απάνθρωπους ρυθμούς που ζούμε, αν και υποτίθεται πως δημιουργήσαμε πολιτισμό και κουραφέξαλα. Αμ το άλλο που λένε, πως τάχα η τεχνολογία υπηρετεί την ανθρωπότητα και πράσιν’ άλογα… Ρομποτάκια μάς φτιάνει από τα γεννοφάσκια μας! Θυμάσαι τι ωραία που ήτανε η ζωή μας άλλοτε; Με τι χαρά πηγαίναμε στις δουλειές μας, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο για όλους… Και στη γειτονιά μας, πόση γαλήνη δεν κυριαρχούσε; Μπορεί έξω από την πόρτα μας να ήτανε χωματόδρομος και όλο λάσπες ή κουρνιαχτός, όμως την ησυχία μας δεν την τάραζαν ούτε μηχανάκια ούτε αυτοκίνητα ή άλλοι θόρυβοι που μας τρώνε τα σωθικά. Μονάχα κελαηδίσματα πουλιών ακούγαμε και βλέπαμε τις πολύχρωμες πεταλούδες να γυροφέρνουν τα ευωδιαστά αγριολούλουδα…

Τέτοια λέγανε όταν μπήκε στο καφενείο ο κυρ-Σωτήρης, συννεφιασμένος και βαρύς. Όρθιος άκουσε την εξύμνηση των περασμένων και δεν κρατήθηκε:

«Ραμολίρατε όλοι σας, φαίνεται, και τσαμπουνάτε ό,τι σας κατεβάζει η γκλάβα», φώναξε. «Πότε ήταν όμορφη και ήσυχη η ζωή; Να σας το πω εγώ; Ποτέ δεν ήταν! Άκου όμορφη…»

Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε μορφάζοντας. Κάτι πήγε να απαντήσει ο κυρ-Μιχάλης, αλλά, λόγω μασέλας, μπερδεύτηκε η γλώσσα με τα χείλια του κι άκουγες ένα «πφ, πφ, πφ» που δεν έβγαζες λέξη. Γι’ αυτό τη σκυτάλη παρέλαβε ο κυρ-Ανδρέας, για ν’ αντικρούσει, λέγοντας πως «πιθανόν να μην ήταν όλα παραμυθένια, αλλά οι μέρες μας κυλούσανε χωρίς άγχη, χωρίς αγωνίες, χωρίς οι θόρυβοι να σου τσακίζουνε τα νεύρα».

Λες και του πάτησαν τον κάλο του κυρ-Σωτήρη. Πετάχτηκε επάνω και παραλίγο να αναποδογυρίσει τα νερά και τους καφέδες.

«Ξεκουτιάνατε όλοι σας και δεν θυμάστε τίποτα», φώναξε οργισμένος. «Τότε κι αν ήτανε οι θόρυβοι στην αποθέωσή τους. Φυσικά, δεν υπήρχαν τα μηχανάκια και οι εξατμίσεις που μας ξεκουφαίνουν σήμερα. Αλλά τώρα, κυρ-Ανδρέα μου, κάτσε και μέτρα: Τέσσερις εποχές τον χρόνο είχαμε τα διαολόπαιδα να λυσσομανάνε έξω απ’ το παράθυρό μας με τα παιχνίδια, τις φωνές και τους καβγάδες τους. Είχαμε επίσης τον μανάβη που διαλαλούσε την πραμάτεια του, ντουέτο με το γκάρισμα του γαϊδάρου του. Ήτανε κι ο ψαράς με το πλακέ καλάθι στο κεφάλι. Φώναζε κι αυτός: «Φρέσκα ψάρια… Πω, πω τι ωραία ψάρια έχω! Ο ψαρααάς…» Τόσο φρέσκα ήτανε, που έτσι και ακούμπαγε το καλάθι καταγής μήπως και «τσιμπήσει» καμιά νοικοκυρά, μέχρι και η πεινασμένη γάτα τα μύριζε και… τα προσπερνούσε. Έναρξη έκαναν αξημέρωτα τα κοκόρια και ύστερα πιάναν βάρδια οι κότες με κακαρίσματα, όταν γεννοβολούσαν τ’ αβγά τους. Μερικοί είχανε και χήνες. Ο Θεός να σε φυλάει απ’ τη φωνή τους. Το καλοκαίρι, ένας άλλος περιπατητικός έμπορος, φορτωμένος με μια καλαθούνα, έπαιρνε τις στράτες, διαλαλώντας, «βασιλικά ωραία σύκα», τον δε χειμώνα ζαλωνόταν ένα τσουβάλι και πουλούσε κάστανα βρασμένα σε μια αμφίβολης καθαριότητας χύτρα, φωνάζοντας «Κάστανα… κάστανα βραστά από τον Βόλο». Διαχρονική ήταν η λαλιά του γαλατά, άχρηστη, αφού είχε μόνιμους πελάτες. Αλλά κι ο γιαουρτάς, με τις τσανάκες που ισορροπούσε στις άκρες ενός στειλιαριού σαν ζυγαριά, δεν ήτανε μουγκός. Με φωνή καμπάνα πουλούσε «γιαούρτι πρόβειο». Είχαμε και τον «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», με τη σούστα και το άλογο το ψωριάρικο, που όπου στεκόταν αμολούσε κάτι τούρτες «να» και βρωμοκόπαγε όλη η πλάση! Πρόσθεσε τώρα τον ακονιστή τροχό, «μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω», με το εργαλείο του στην πλάτη, τον μπαλωματή με τα σύνεργά του, τον παγοπώλη και άλλους ων ουκ έστιν αριθμός, που δεν ήταν βέβαια «τραπισταί» μοναχοί, για να έχουνε το στόμα βουλωμένο, αλλά πλανόδιοι επαγγελματίες που διαφήμιζαν τις προσφορές τους και ξελαρυγγιάζονταν όλες τις ώρες, «από όρθρου βαθέος μέχρι βαθυτάτης νυκτός», μήπως βρεθεί πελάτης και βγει το φτωχικό μεροκάματο…»

Πήγε να τον διακόψει ο κυρ-Ανδρέας, εκείνος όμως συνέχισε απτόητος:

«Έβγαινε το δουλικό και χτύπαγε το χαλί που κρέμαγαν καταμεσής του δρόμου, μ’ ένα χοντρό παλούκι, ”μπαφ, μπαφ, μπαφ”, ως και πεθαμένο ξύπναγε. Και τα σκυλιά, σπιτίσια και κοπρίτες, απ’ όλες τις γειτονιές αντάμα, ένωναν τα γαβγίσματά τους σαν χορωδία που σου ‘γδερνε το συκώτι. Βάλε και τους κανταδόρους που πλακώνανε τη νύχτα πάνω στον πιο γλυκό μας ύπνο, για να μας ενημερώσουνε με κακοφωνίες πως «ετίναξε τα πέταλα η ανθισμένη αμυγδαλιά»… λες και ήμασταν δασοφύλακες και έπρεπε να αγρυπνούμε».

Ήπιε μια γουλιά νερό γιατί τον έπιασε ξερόβηχας κι όταν ηρέμησε εξακολούθησε:

«Ήταν κι απέναντι στο ισόγειο εκείνο το ζαβό με το μάθημα σολφέζ. Όποια ώρα πέρναγες, άκουες «α, α, α, α», να σε πιάνει τρέλα δηλαδή. Είχαμε και τις ατραξιόν. Τη λατέρνα και τον αρκουδιάρη με το ντέφι. Έβαζε τη δύστυχη αρκούδα να χορεύει και να μιμείται «πώς κάνει όταν βάφεται η κυρία». Συμπέρασμα: Ούτε μια στιγμή ησυχίας…»

Σταμάτησε προς στιγμήν κι, ενώ οι άλλοι αντάλλασσαν μεταξύ τους ματιές «με νόημα», εκείνος, έχοντας πια ξεφουσκώσει, προσπάθησε ν’ ανακεφαλαιώσει, λέγοντας πως όσα ανέφερε, και πολλά άλλα ακόμα, σου κάνανε τη ζωή ανυπόφορη.

«Θέλεις να μας παραστήσεις πως είσαι μοντέρνος. Φαντάζεσαι πως είσαι έφηβος επαναστάτης, γιατί όχι και… ”φρικιό”», τον διέκοψε αγριεμένος ο κυρ-Ανδρέας, που άκουγε να του κατακρεουργεί τις αναμνήσεις που τον συντρόφευαν τις νύχτες…

«Παλιόγερε», μουρμούρισε.

«Όχι, κύριε», απάντησε ο κυρ-Σωτήρης. «Δεν ήτανε παράδεισος τότε. Παραδεχτείτε το. Τώρα είναι! Και ακούστε με. Θα σας πω το γιατί…».

Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ένα κομπρεσέρ άρχισε να δουλεύει στη γωνία, δημιουργώντας σεισμό σε ολόκληρη την περιοχή…


Σχολιάστε εδώ