Ασφάλιση – αγορά – κράτος
Ο διάλογος «κωφών» που διεξάγεται με επίκεντρο το Ασφαλιστικό, η απουσία συγκεκριμένων –και διαρθρωμένων σʼ έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα– πολιτικών προτάσεων και η ευκαιριακή αντιμετώπιση στρατηγικών προβλημάτων, που αφορούν καίριες διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής, αποκαλύπτουν το χαμηλό επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης τόσο των κομματικών όσο και των συνδικαλιστικών φορέων.
Αν στο βασικό αυτό πρόβλημα προσθέσουμε τη δομικού χαρακτήρα ανικανότητα της κυβέρνησης της ΝΔ στην αντιμετώπιση και διαχείριση «κρίσεων», τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε το εύρος της ανασφάλειας που διαπερνά την ελληνική κοινωνία…
Το ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα από «αριθμούς» όπως το έτος εξόδου από την εργασία ή τα χρόνια υπολογισμού μιας σύνταξης. Γιατί αποτελεί μια δεσπόζουσα κοινωνικοοικονομική δομή τόσο για τη ζωή των πολιτών όσο και για την ανάπτυξη μιας χώρας.
Μα πού ζείτε; θα μας απαντήσουν οι σύγχρονοι πολιτικοτεχνικοί εκφραστές της νεοφιλελεύθερης αγοράς, των ιδιωτικοποιήσεων και της «απασχόλησης».
Το κράτος πρόνοιας είναι μια ανάμνηση του κεϋνσιανισμού, τα κοινωνικά συμβόλαια ακυρώθηκαν στη διαδρομή των δύο τελευταίων δεκαετιών, το κράτος αποσύρεται από τις παρεμβατικές του πολιτικές στην οικονομία, οι συλλογικές διεκδικήσεις μετατράπηκαν σε ατομικά αιτήματα… Τι ζητάτε λοιπόν; Να ξαναγυρίσουμε σʼ ένα ξεπερασμένο παρελθόν;
Τέτοιου τύπου επιχειρήματα, όσο ακραία και κυνικά κι αν φαίνονται, εντούτοις στην εποχή μας έχουν επιβάλει σ’ ένα μεγάλο βαθμό την ιδεολογική τους κυριαρχία. Κι όσο η πολιτική θα υποχωρεί και θα αρκείται σε οριακές διευθετήσεις των ακροτήτων της αγοράς, όσο οι ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος θα ενσωματώνονται στις κομματικές – εξουσιαστικές δομές, τόσο περισσότερο θα ενισχύονται τα ιδεολογικά πρότυπα και οι «αξίες» των νεοφιλελεύθερων επιλογών, τόσο το «δημόσιο» –ως αξία και αγαθό– θα υποχωρεί έναντι του «ιδιωτικού», τόσο ο ίδιος ο πολίτης θα μετατρέπεται σε «ανώνυμο» ιδιώτη.
Τρεις είναι οι κύριοι «πυρήνες» που καθορίζουν τον θεσμό της Ασφάλισης, αλλά και ευρύτερα τις λειτουργίες και τους θεσμούς που συγκροτούν το κράτος πρόνοιας.
– Ο πρώτος «πυρήνας» αφορά στη χρηματοδότηση. Καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να προβληθεί προκειμένου το κράτος, ο δημόσιος προϋπολογισμός, να καταβάλει το «μερίδιό» του στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων. Η εκάστοτε κυβέρνηση, η εκάστοτε εξουσία, θα πρέπει να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα στον σχεδιασμό της το «κεφάλαιο» που της αναλογεί. Ούτε, βεβαίως, η εισφοροδιαφυγή, ή η μη καταβολή ασφαλίστρων, η ανασφάλιστη εργασία, το «πάγωμα» των οφειλόμενων καταβολών μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογίες για τα ελλείμματα των Ταμείων.
Σε τελική ανάλυση η θεσμοθετημένη χρηματοδότηση των Ταμείων δεν αποτελεί οικονομική διαδικασία αλλά ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ που βαρύνει την κυβερνητική εξουσία. Κάθε ολιγωρία δεν αποτελεί παρά παραχώρηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στην ασυδοσία, στην παρανομία, στην κερδοσκοπία.
– Ο δεύτερος «πυρήνας» αφορά στην ορθολογική οργάνωση και στη λειτουργικότητα των φορέων ασφάλισης και περίθαλψης. Εδώ, πράγματι, απαιτούνται σοβαρές επεμβάσεις και τομές. Και στη στρατηγική αυτή κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει σημαντικά η «ομαδοποίηση» ή η «ενοποίηση» των Ταμείων. Όμως αυτή η διαδικασία προϋποθέτει συναίνεση και συμφωνίες σʼ έναν μεσοπρόθεσμο μεταβατικό ορίζοντα.
Και σʼ αυτό το σημείο έκανε άλλο ένα λάθος η κυβέρνηση, που επιχείρησε να «εκθέσει» «ευγενή» Ταμεία, προκειμένου να επιτύχει τον «κοινωνικό αυτοματισμό», τον οποίο διατύπωσε πρώτος ο κ. Ρέππας, ως έννοια-σύμβολο της εκσυγχρονιστικής κοινωνικής στρατηγικής.
– Ο τρίτος «πυρήνας» αφορά στις ευρύτερες οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις που συνδέονται και «τροφοδοτούν» τη δυναμική και την προοπτική του θεσμού της ασφάλισης.
Η κοινωνική ασφάλιση –ως συστατικό στοιχείο του κράτους πρόνοιας– αμφισβητείται τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο γιατί παρουσιάζει, πράγματι, σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, αλλά κυρίως γιατί αποδυναμώνεται ως θεσμός οργάνωσης της κοινωνικής ασφάλειας, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται ο ρόλος του «ιδιωτικού» στην αναπαραγωγική διαδικασία.
Όμως η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής προστασίας θα οδηγήσει σε εμβάθυνση των ανισοτήτων, σε κοινωνική αστάθεια και σε εντάσεις. Άλλωστε η ανεργία, ο αποκλεισμός, η φτώχεια και η περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στο άμεσο μέλλον. Η κοινωνική προστασία δεν μπορεί να ανατεθεί ούτε στην ιδιωτική επιχείρηση ούτε, βέβαια, σε «εθελοντικά σχήματα»…
Ασφαλώς, στο σημερινό σχήμα της παγκοσμιοποιούμενης αγοράς και της αποδυνάμωσης των εργασιακών σχέσεων, οι εθνικές κεϋνσιανές πολιτικές έχουν περιορισμένες δυνατότητες επιτυχίας. Όμως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι αναγκαίος ένας ριζικός αναπροσανατολισμός που θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη του σκληρού ευρώ και των υψηλών επιτοκίων και στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και της χρηματοδότησης σε σύγχρονες παραγωγικές – τεχνολογικές δραστηριότητες.
Ασφαλώς όμως, καμιά αναδιάρθρωση των κοινωνικών θεσμών, κανένας αναπροσανατολισμός των κοινωνικών πολιτικών δεν μπορεί να επιτευχθεί, αν δεν συνδεθεί με μια ριζική και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση, που θα διασφαλίσει τους αναγκαίους κοινωνικούς πόρους. Εάν οι μηχανισμοί της αγορά απαιτούν «ευελιξία» στην εργασία, τότε οι πολιτικές σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής αποτελούν το μόνο αντίβαρο, όχι μόνο για την επιβίωση του πολίτη, αλλά και για την ίδια την πρόοδο και ανάπτυξη.
Η πολιτική εξουσία πρέπει να πάψει να κρύβεται πίσω από τις «νομοτέλειες» της αγοράς και να υποκύπτει στα ιδιωτικά συμφέροντα. Σε τελική ανάλυση τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα τη δύναμη και τη νομιμότητά τους την αντλούν από την ίδια την κοινωνία. Γιʼ αυτό και τα όσα διαδραματίζονται σήμερα με επίκεντρο το Ασφαλιστικό φαίνονται τόσο φτωχά και τόσο μίζερα σε σχέση με τις πράγματι κρίσιμες όψεις αυτού του προβλήματος, το οποίο οι «υπεύθυνοι» αδυνατούν να συλλάβουν στις ιστορικές – κοινωνικές του διαστάσεις.