ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΕΓΡΑΦΑΝ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ…

Εκείνες τις τραγικές στιγμές του πολέμου ένα γράμμα ήταν βάλσαμο για τους στρατιώτες, μια στιγμή ανάπαυλας από τη μάχη. Κι αυτή την ανάπαυλα πρόσφερε η αλληλογραφία με στρατιώτες που είχε οργανώσει ο Σύνδεσμος των Ελληνίδων Κωνσταντινουπόλεως. Η ελληνική ψυχή, ο πολιτισμός που είχαν χτίσει αιώνες πριν οι πρόγονοί μας, έδινε μια ακόμη διάστασή του.
Κάποια από κείνα τα γράμματα βρήκε ο κ. Παπακώστας και τα παρουσιάζει στο πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο έργο του. Σε μια μάλιστα πολύ επίκαιρη στιγμή, που άλλοι, αμνήμονες, θέλουν να ξεχάσουμε, γράφοντας ότι λόγω… συνωστισμού εγκατέλειψαν οι Έλληνες τη Σμύρνη. Θα ήταν ένα μάθημα για την κυρία Ρεπούση και την παρέα της η ανάγνωση εκείνων των «Γραμμάτων» που απηύθυναν νεαρές Κωνσταντινουπολίτισσες σε άγνωστους σ’ αυτές στρατιώτες της πρώτης γραμμής του Μικρασιατικού Μετώπου για να τους εμψυχώσουν.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου καθηγητής κ. Γ. Παπακώστας: «Σκοπός της έκδοσης δεν είναι να προστεθεί μια ακόμα πηγή στην πλούσια, έτσι κι αλλιώς, βιβλιογραφία για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τα επακόλουθά της. Πρόθεσή μας είναι να φέρουμε στη δημοσιότητα μερικά άγνωστα στοιχεία, τα οποία συνιστούν τη μικροϊστορία του μείζονος αυτού εθνικού θέματος και φωτίζουν καθημερινές ανθρώπινες στιγμές ατόμων που έζησαν εξ επαφής τα γεγονότα και υπέστησαν τα δεινά του πολέμου.
Η αλληλογραφία αυτή έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι διεξάγεται μεταξύ δύο άγνωστων νέων: ενός στρατευμένου στο Μικρασιατικό Μέτωπο και μιας νεαράς Ελληνίδας, κατοίκου Κωνσταντινουπόλεως. Σύνδεσμός τους οι γυναικείοι σύλλογοι, οι οποίοι, εκτός από την Αθήνα και τη Σμύρνη, είχαν συσταθεί και στην Κωνσταντινούπολη, με κύριο σκοπό τη συμπαράσταση στους στρατευμένους και την ανακούφισή τους από τα δεινά του πολέμου, τις κακουχίες και την αίσθηση της μοναξιάς, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα βρίσκονταν μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η Κωνσταντινουπολίτισσα, λοιπόν, που ανέλαβε τη δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία με τον συγκεκριμένο μαχητή, αποτελεί το ερέθισμα της εξωτερίκευσης των σκέψεων και των συναισθημάτων του, καθώς και το έναυσμα να αναφερθεί και σε ειδικότερα θέματα, μέσω των οποίων προβάλλουν εικόνες από τη ζωή στις προφυλακές, μια ζωή που κράτησε τριάμισι περίπου χρόνια στα έμπεδα, με κακουχίες και πολεμικές συγκρούσεις, μερικές από τις οποίες, με τρόπο παραστατικό, αποτυπώνονται και στο εν λόγω βιβλίο».

Αδελφή στρατιώτου
Τα γράμματα και το άλλο αρχειακό υλικό που δημοσιεύονται θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενέχουν αφ’ εαυτών το στοιχείο του παράδοξου. Το παράδοξο, για τον σημερινό αναγνώστη, θα έγκειτο στο γεγονός ότι μια Ελληνίδα το γένος, η Σμαράγδα Μοστράτου, μόνιμη κάτοικος Κωνσταντινούπολης και τουρκικής υπηκοότητας, επικοινωνεί ως «Αδελφή Στρατιώτου», με έναν έλληνα πολεμιστή, τον Ιωάννη Λυρώνη, τον και «Αδελφόν» αποκαλούμενον, ο οποίος μετέχει στο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Τουρκίας για την επανάκτηση της περιοχής της Μικράς Ασίας και την ένταξή της στο ελληνικό κράτος.

Η ίδρυση Συνδέσμων
Παράλληλα προς τις κινητοποιήσεις του άμαχου πληθυσμού στον κυρίως ελλαδικό χώρο και στη Σμύρνη, σημαντική ήταν η συμμετοχή και του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή για εκείνον ιστορική συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (1920), σύμφωνα με την οποία η Κωνσταντινούπολη είχε τεθεί υπό τον έλεγχο των δυνάμεων της Antente, και προκειμένου να συντρέξει το έργο του εκστρατευτικού σώματος, δραστηριοποιήθηκε κατά τρόπο συγκινητικό.
Τον Αύγουστο του 1921, ένας μεγάλος αριθμός κυριών προχώρησε και στην ίδρυση συλλόγου, γνωστού με τον τίτλο «Σύνδεσμος των Ελληνίδων Κωνσταντινουπόλεως», με κύριο μέλημα, συν τοις άλλοις, την ενεργό συμβολή «εις παρουσιαζομένας εκτάκτους εθνικάς ανάγκας». Στις ανάγκες αυτές ήσαν διατεθειμένες να συντρέχουν ως νοσοκόμες και «Αδελφές Στρατιώτου». Και λέγοντας «Αδελφές Στρατιώτου» εννοούμε κυρίως τις νέες κοπέλες, οι οποίες αναλάμβαναν να επικοινωνούν με έναν ή περισσότερους στρατευμένους. Η επικοινωνία συνίστατο στην ανταλλαγή επιστολών, στην αποστολή δώρων και κυρίως χρήσιμων για την περίσταση αντικειμένων. Προπάντων δε στην ηθική ενίσχυση και συμπαράσταση, καθώς και στην προσπάθεια ανακούφισης από τις κακουχίες του πολέμου και στην τόνωση της ψυχολογικής τους κατάστασης.

Πρωτοστατεί
η λογιοσύνη της Πόλης
Στο πλαίσιο του Συνδέσμου αυτού δραστηριοποιήθηκαν γνωστές κυρίες της κοινωνίας της Πόλης, οι οποίες οικογενειακώς, ως ένα σημείο, επηρέαζαν και την πνευματική της ζωή. Πρόκειται για τη μουσικολόγο Σοφία Σπανούδη, σύζυγο του εκδότη της εφημερίδας «Πρόοδος», Κ. Σπανούδη, και μητέρα της επίσης μουσικολόγου Ελένης Σπανούδη, για τη Δέσποινα Μπεκέ, σύζυγο του καθηγητή, ποιητή και κριτικού Όμηρου Μπεκέ, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Χαλκούση, πατέρα της ηθοποιού Ελένης Χαλκούση, είχαν ιδρύσει το αξιόλογο περιοδικό «Ο Λόγος» (1918-1922), καθώς και για την Αλεξάνδρα Κέντρου, κόρη του γνωστού γιατρού, συγγραφέα και εισηγητή του εκπαιδευτικού δημοτικισμού Φώτη Φωτιάδη, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε πνευματικό παράγοντα τόσο στην Πόλη όσο και στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε μετά το 1922.
Η πρώτη δημόσια συγκέντρωση για τη σύσταση του «Συνδέσμου των Ελληνίδων Κωνσταντινουπόλεως» έγινε τον Μάρτιο του 1921, οπότε συγκεντρώθηκαν τριακόσιες περίπου γυναίκες, προκειμένου να συζητήσουν και αποφασίσουν για τον τρόπο βοήθειας προς τους μαχόμενους. Χαρακτηριστικό του κλίματος που επικράτησε κατά την πρώτη εκείνη συγκέντρωση είναι το άρθρο που δημοσίευσε ένα από τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής, η Δέσποινα Μπεκέ, στο περιοδικό «Ο Λόγος», τον Απρίλιο του 1921, με τον τίτλο «Σύνδεσμοι Ελληνίδων», στο οποίο εκφράζει την ικανοποίησή της για την ανταπόκριση ενός μεγάλου πλήθους γυναικών, καθώς και τον ενθουσιασμό και τη διάθεση προσφοράς στην εθνική υπόθεση.
Γράφει σχετικά η Μπεκέ:
«Το ευγενικώτερο και τολμηρότερο βήμα που έκαμε ως τώρα η γυναικεία πρωτοβουλία στην Πόλη μας […] Και το θαύμα συντελέσθηκε. Το εγερτήριο σάλπισμα ”Ελληνίδες βοηθήστε τα πληγωμένα αδέλφια μας”, σαν ένας παλμός απέραντης αγάπης και αδελφωσύνης, εδόνησε τη διάφανη ατμόσφαιρα κάθε αισθαντικής γυναίκας. Και οι Ελληνοπούλες μας τρέξανε αθρόες. Ήταν 300 περίπου στην πρώτη συνέλευση. Και ήλθαν εκεί σαν άλλες μυροφόρες, με ευωδιαστό το κάνιστρο της ψυχής τους, να φέρουν τα μύρα του πόνου και του ελέους στο νέο Γολγοθά των αδελφών μας. Και είδα κυρίες αριστοκράτισσες, που αφήκαν τις κοσμικές τους ασχολίες και τα απολαυστικά τους κέντρα, κι άλλες με το βλέμμα βαρύ από την επίπονη πνευματική εργασία, διευθύντριες ανώτερων σχολείων και βιοπαλαίστριες, με φανερά τα σημάδια μιας κουρασμένης ζωής, όλες γυναίκες, μητέρες, αδελφές, όλες συνασπισμένες, αδελφωμένες σε μια κοινή ιδεολογία, άσπιλες ιέρειες της Ιδέας, της μεγάλης αυτής θεάς της φυλής μας. Ας είναι ευλογημένες όσες γιγάντισσες στην ψυχή και στο σώμα στυλώθηκαν ορθόκορμες να υψώσουν ολόλευκο το ναό της Αγάπης, και ευλογημένα τα χέρια που κινήθηκαν ευλαβικά στην αγιασμένη εργασία, σε στάση θεία, σαν σε δέηση προσευχής».
Ο «Σύνδεσμος των Ελληνίδων Κωνσταντινουπόλεως» προχώρησε και σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Προκειμένου να παράσχει υγειονομική περίθαλψη στους πληγωμένους, ίδρυσε στη Σμύρνη τον «Κυανούν Σταυρόν», στέλνοντας επιτόπου γιατρούς από την Πόλη. Ένας από τους γιατρούς αυτούς ήταν και ο Φώτης Φωτιάδης, πατέρας, όπως είπαμε, του δραστήριου μέλους του Συνδέσμου, Αλεξάνδρας Κέντρου.
Ο Σύνδεσμος πραγματοποίησε επίσης και αποστολές κυριών στο Μικρασιατικό Μέτωπο (περιοχές Προύσας και Σαγγάριου), προκειμένου να συμπαρασταθούν και να μοιράσουν δώρα στους μαχόμενους. Στα τέλη του 1921 μάλιστα και στις αρχές του 1922 οργάνωσε και δύο διαλέξεις στον περιώνυμο Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, με ομιλητή τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Μισαηλίδη, διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών της Υπάτης Αρμοστίας εν Σμύρνη.
Από την αλληλογραφία που ακολουθεί είναι φανερό ότι και η αείμνηστη Σμαράγδα Μοστράτου σε έναν από τους Συνδέσμους αυτούς ή σε κάποιον άλλον παρόμοιο, η ύπαρξη του οποίου λανθάνει, είχε ενταχθεί, και, όπως έλεγε, η δραστηριοποίησή της είχε ήδη αρχίσει μέσω του σχολείου, του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, με την παρότρυνση των καθηγητών της.
Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη της αντίδραση προς την κατεύθυνση αυτή. Ήδη τον Μάρτιο του 1919, φοιτήτρια τότε του Διδασκαλείου, είχε αναλάβει, ως εκπρόσωπος του Παρθεναγωγείου, να προσφωνήσει αυτή τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ο οποίος, κατά την ιστορική, για έλληνα στρατιωτικό, επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, εκτός από την Αγία Σοφία και το Πατριαρχείο, επισκέφθηκε και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Η προσφώνηση (απόκειται στο αρχείο της) είναι χαρακτηριστική για την αισιοδοξία και την ιδεολογική στάση, καθώς και για τη σαφήνεια του λόγου της.

Οι αλληλογραφούντες
Μέσω ενός τέτοιου Συνδέσμου είχε φθάσει το όνομα και η διεύθυνση της Μοστράτου στο Μικρασιατικό Μέτωπο και ως «Αδελφή Στρατιώτου» προσφερόταν να αλληλογραφεί με έναν από τους μαχητές, ο οποίος, όπως έχει ήδη λεχθεί, αποκαλούνταν «Αδελφός». Η επικοινωνία των νεαρών Ελληνίδων της Πόλης, όπως ανέφερα, συνίστατο στο να στέλνουν εμψυχωτικές επιστολές στους στρατευμένους, να συζητούν μαζί τους για διάφορα θέματα, να ανταλλάσσουν φωτογραφίες και επίσης να τους προμηθεύουν με χρειώδη, για την περίσταση, αντικείμενα (γάντια, φανέλες, γκέτες), καθώς και με εφημερίδες και βιβλία, ανακουφίζοντάς τους, όσο αυτό ήταν δυνατόν, από τη μοναξιά, τον οικογενειακό πόνο, την κόπωση και τις κακουχίες.
Από την επικοινωνία αυτή της Μοστράτου σώζονται δεκαπέντε επιστολές του, άγνωστου από αλλού, Ιωάννη Λυρώνη και ακόμη τέσσερις φωτογραφίες και ένα επιστολικό δελτάριο. Τον Λυρώνη η Μοστράτου δεν τον συνάντησε ποτέ.

Αγώνας απελευθερωτικός
Παρά τον πόνο από τον οποίο διακατέχεται, λόγω της οικογενειακής του συμφοράς, στην οποία εκ των πραγμάτων έρχονται να προστεθούν οι στερήσεις και οι κακουχίες του πολέμου, πουθενά δεν προβάλλει κάποια δυσανασχέτηση. Ο ενθουσιασμός για τις εθνικές διεκδικήσεις είναι έκδηλος. Νιώθει ικανοποιημένος για την επ’ ανδραγαθία προαγωγή του στον βαθμό του δεκανέα, θεωρώντας τον εαυτό του «ακοίμητο φρουρό της πατρίδος», αφού ο αγώνας που διεξάγει στα «χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας» έχει «απελευθερωτικό χαρακτήρα», ενώ παράλληλα σεμνύνεται για την είσοδο στο Αφιόν Καραχισάρ πρώτης της διμοιρίας του.

Οράματα που πνίγηκαν
στον Σαγγάριο ποταμό
Η αλληλογραφία του με τη Μοστράτου αποτέλεσε επίσης το έναυσμα για την καταγραφή περιστατικών από την καθημερινή ζωή στο στράτευμα, καθώς και για την εξιστόρηση ζωντανών σκηνών από το πεδίο της μάχης. Σε μερικές τέτοιες πολεμικές συρράξεις αναφέρεται και στις επιστολές της 8ης Φεβρουαρίου και 10ης Μαρτίου 1922, στις οποίες, ανταποκρινόμενος σε αίτημα της επιστολογράφου, με αφηγηματική άνεση και παραστατικότητα, περιγράφει την προέλαση για την κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ και τις κακουχίες που υπέστη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις
επιστολές αναβλύζει ένας άδολος ενθουσιασμός και η βεβαιότητα για τη νίκη. Ενθουσιασμός και βεβαιότητα που έβλεπε να πνίγονται στα νερά του Σαγγάριου ποταμού.


Σχολιάστε εδώ