Μια φορά και έναν καιρό

Για να πούμε την πάσα αλήθεια, η επιδεξιότητά μου στα «εικαστικά» ήταν η εικονογράφηση, με ανάλογες λεζάντες, στους τοίχους των WC του γυμνασίου μας, που ήταν μεικτό, με κάτι περίπου σαν τα «κλασικά εικονογραφημένα», αλλά με πιο συγκεκριμένη θεματολογία. Οι φιλοτεχνήσεις βέβαια αυτές ήταν προϊόν ομαδικής δημιουργίας και εγώ δεν ήμουνα παρά ένας ταπεινός λειτουργός, ένας εργάτης της τέχνης και ούτε καν ο «primus inter pares» στην ομάδα, όπως με κατηγορούσε ο λατινικός, για κάθε φασαρία που γινόταν στο μάθημά του μέσα στην τάξη. Δυστυχώς, η εξειδίκευσή μου αυτή, αλλά και η φήμη μου, απέκλειαν την περίπτωση να καταπιαστώ με τέτοια θέματα και φυσικά αρνήθηκα, απορώντας μάλιστα γιατί επέλεξαν να το αναθέσουν σε εμένα τον άσχετο.

Έπεσε πολύ παρακαλετό. Αλλά και οι αντιρρήσεις οι δικές μου πήγαιναν κρεσέντο. Όμως τελικά υπέκυψα… Πήρα το χαρτόνι, πήρα κι ένα κακογραμμένο σημείωμα με όσα θα ταλαιπωρούσαν τα παιδιά, υπό τον ψευδεπίγραφο τίτλο: «Ασχολίαι παίδων εν ομαδική διαβιώσει», που μάλλον με καταναγκαστικά έργα έμοιαζαν, και είπα μέσα μου «ο Θεός να βάλει το χέρι του στο… χέρι μου» να μη γίνουμε ρεζίλι…

Έφυγε θριαμβευτικά με το μειδίαμα του νικητού να διαγράφεται στα χείλη της, αλλά μου την αμόλησε τη ρουκέτα: «Το ‘ξερα πως δεν θʼ αρνιόσουν. Φοβόμουνα μονάχα μη μου ζητήσεις ανταλλάγματα…». Μούτζωσα τον εαυτό μου που σαν ηλίθιος δεν σκέφτηκε να ζητήσει ανταλλάγματα και ξόδεψα το πενιχρό μου χαρτζιλίκι, αγοράζοντας κραγιόνια, ακουαρέλες και σινική μελάνη και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Κάποτε τελείωσα. Τύλιξα το έργο μου με μια εφημερίδα από εκείνες που έβριζε ο πατέρας της όταν δεν ήταν εξορία, και με τη «χείρα τρέμουσα, και την καρδίαν πάλλουσα», της το παρέδωσα, ενώ με την άκρη των ματιών μου προσπαθούσα να μαντέψω τις εντυπώσεις.

Είπε «ευχαριστώ». Προσέθεσε «ωραίο είναι. Είσαι σπουδαίος άμα το θέλεις» και συμπλήρωσε: «Αλλά τώρα βλέπω δεν ήθελες…». Ήταν μεγάλο ταλέντο αυτό το κορίτσι για να κάνει κομπλιμέντα. Με προσεκάλεσε πάντως να τους επισκεφθώ τη μεθεπόμενη Κυριακή στην κατασκήνωση, στο «Ρωσοχώρι», όπως ονομαζόταν τότε η περιοχή, από τους πρόσφυγες που ήρθαν προπολεμικά κι εγκαταστάθηκαν εκεί, διωγμένοι από τη Σοβιετική Ένωση. Αργότερα λόγω του «ψυχρού πολέμου», του προσέθεσαν ένα «Δ», κι έγινε Δροσοχώρι, για να καταλήξει στη σημερινή «Άνοιξη». Από το Ρωσοχώρι ξεκίνησε και έγινε διάσημος ένας φούρναρης, ο πρώτος που λανσάρισε το «πεϊνιρλί», με το οποίο τελικά ταυτίσθηκε η περιοχή και κάποτε έγινε τόπος… προσκυνήματος για τους πρώτους αθηναίους γιωταχήδες. Αποδέχθηκα την πρόσκληση, αφού εξάλλου ήμουν χορηγός του φιλοπρόοδου σωματείου.

Η έρημη και μακρινή αυτή τοποθεσία ήταν ανάμεσα στην Εκάλη και στο… χωρίον Μπογιάτι, τον πυκνοδομημένο σήμερα… Άγιο Στέφανο. Συγκοινωνία με το Ρωσοχώρι δεν υπήρχε και τα λεωφορεία, με λίγα κι αραιά δρομολόγια, τερμάτιζαν στην Εκάλη, που ήταν κάτι ανάλογο με το ποίημα του Ορέστη Λάσκου, το «Βλαδιβοστόκ», «…για το τέρμα που δεν έχει παρακάτω». Λίγο πέρα από την κατασκήνωση στρατοπέδευε ένας λόχος ορεινών καταδρομών και οι καταδρομείς έκαναν τις νύχτες… καταδρομές και έδιναν μάχες σκληρές, σώμα με σώμα, με τις νεαρές που στελέχωναν την κατασκήνωση, αμυνόμενες… ερρωμένως. Είναι δίκαιο να αναφέρομε για την ιστορία πως πάντα αποχωρούσαν οι επιτιθέμενοι, ηττημένοι, καταρρακωμένοι και με πεσμένο το ηθικό…

Πήρα μαζί μου παρέα έναν φίλο και μια ξαδέλφη μου για άλλοθι και τραβήξαμε κυριακάτικα για την πλατεία Κάνιγγος, όπου είχαν αφετηρία τα λεωφορεία της Κηφισιάς και της Εκάλης. Ήταν αυτοκίνητα «Κομβερτίμπλ», παρόμοια μʼ εκείνα πού έκαναν τη γραμμή Γλυφάδα – Βούλα, και ήταν πραγματική απόλαυση να ταξιδεύεις το καλοκαίρι κάτω από τον έναστρο ουρανό, με την αύρα να σου χαϊδεύει το πρόσωπο. Στο Μαρούσι, το Αμαρούσιον, το λεωφορείο έκανε στάση μπροστά σʼ ένα ξύλινο περίπτερο – αναμονητήριο, αληθινό κομψοτέχνημα, κάτω από έναν γεροπλάτανο και παρέκει μια μαρμάρινη κρήνη με τρεχούμενο νερό. Σταματήσαμε για λίγο και στην αρχόντισσα Κηφισιά, με τα πλατάνια και την πλούσια βλάστηση, και τελικά ο εισπράκτορας φώναξε: «Τέρμαα!». Είχαμε φτάσει στην Εκάλη. Σβήσαμε τα… τσιγάρα μας και κατεβήκαμε. Στα λεωφορεία τότε καπνίζαμε ελεύθερα.

Εκεί, στο αραιοκατοικημένο αυτό προάστιο με τα αλπικά χαρακτηριστικά, δύο μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία, η Διάνα και η Διανίτα, μαζί με το ιδιόμορφο κτιστό αναμονητήριο στο τέρμα όπου σχηματιζόταν και μια υποτυπώδης πλατεία, ήταν τα στολίδια της περιοχής.

Πήραμε τον δρόμο βαδίζοντας στο άγνωστο με «βάρκα την ελπίδα», όπως έλεγε το τραγουδάκι της εποχής. Έπρεπε να βρούμε πρώτα το Ρωσοχώρι. Μετά την κατασκήνωση, και τέλος τον δρόμο της… επιστροφής, γιατί δεν προνοήσαμε να πάρουμε τον μίτο της Αριάδνης…

«Ρωτώντας πας και στην Πόλη», τους ενθάρρυνα. Συμφώνησαν υπό την προϋπόθεση πως κάποιον θα βρούμε να ρωτήσουμε, γιατί εκεί πέρα δεν υπήρχε πράγματι «ούτε πουλί πετάμενο…». Αυτό το θεώρησα καλό οιωνό, αφού δεν είδα να περιίπτανται πάνω από τα κεφάλια μας κοράκια, γύπες και άλλα παρόμοια πτηνά, που προμήθευαν την έρημο της… Αριζόνας με σκελετούς ανθρώπων και αλόγων, όπως βλέπαμε στις καουμπόικες ταινίες.

Αν περιλάμβανε τότε το λεξιλόγιο μας τη λέξη «μπίνγκο», θα τη φωνάζαμε χορωδιακά κι οι τρεις. Στη διασταύρωση με τον Διόνυσο, καταμεσής του δρόμου, υπήρχε ένα οδόφραγμα με Εσατζήδες και χωροφύλακες που έκαναν αυστηρούς ελέγχους. Ήδη ο εμφύλιος είχε φουντώσει και κάθε κίνηση προς το βουνό ήταν ύποπτη…

Μας έκαναν ηλίθιες ερωτήσεις και δώσαμε ηλίθιες απαντήσεις. Φαίνεται όμως ότι έκριναν πως τα μούτρα μας δεν θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου και μας άφησαν να περάσουμε.

Και πήγαμε. Και κάναμε παρέα, και ανταλλάξαμε κακίες, και έφτασε η ώρα που η σάλπιγγα βάρεσε το «Να του δίνετε σιγά σιγά». Πήραμε τον… ποδαρόδρομο της επιστροφής, αλλά εκεί στο οδόφραγμα είχε γίνει αλλαγή φρουράς και «κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει». Ούτε ταυτότητες είχαμε για να συστηθούμε σαν άνθρωποι… Αν κάθε κίνηση προς το βουνό ήταν ύποπτη, αντίθετα η μετάβαση προς την Αθήνα ήταν… αδιανόητη. Εξηγήσαμε λεπτομερώς πώς μας άφησαν και περάσαμε πρωτύτερα, πώς πήγαμε στην κατασκήνωση των κοριτσιών και πώς τώρα γυρνάμε σπίτια μας. Βρήκαν τις δικαιολογίες μας… παιδαριώδεις και μας κράτησαν για εξακρίβωση. Ύστερα από τρεις ώρες μας άφησαν και με βήμα ταχύ κι αμίλητοι, με κάτι μούτρα ΝΑ (οι άλλοι), φτάσαμε στα λεωφορεία.

«Θα ξαναπάμε την άλλη Κυριακή;» ρώτησα την ξαδέρφη μου. «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω», μου απάντησε απότομα η γαϊδούρα…


Σχολιάστε εδώ