Ή εθνομηδενιστές ή ρατσιστές;
Στον κ. Κολοβό, τον οποίο δεν γνωρίζω παρά μόνο από τα άρθρα του που έχω ανιχνεύσει στο διαδίκτυο, δημοσιευμένα στον «Ελεύθερο Κόσμο», ή στο περιοδικό «Patria» δίπλα σε κείμενα του Κ. Πλεύρη, κ.λπ. δεν σκόπευα να απαντήσω. Ακολούθησε όμως το εκτενές άρθρο του Κώστα Ρωμανού, το οποίο επαναλαμβάνει εν πολλοίς τα επιχειρήματα του πρώτου και γιʼ αυτό είναι ανάγκη να υπάρξει μια απάντηση ως συνέχεια της συζήτησης.
Ένα επιχείρημα το οποίο παραθέτουν και οι δύο επικριτές μου είναι το ότι η συζήτηση έχει ανοίξει «πολύ ενωρίτερα». Γράφει λοιπόν ο Κ. Ρωμανός ότι: «στο “ΠΑΡΟΝ” έχουν δημοσιευτεί άρθρα για το μεταναστευτικό από τις 25-6-2006 και στο περιοδικό “Ρεσάλτο” από διετίας». Κατά συνέπεια λέει πως: «δεν “ανοίγει” τώρα ο διάλογος για το μεταναστευτικό, αλλά διευρύνεται με τη συμμετοχή σʼ αυτόν του Γιώργου Καραμπελιά και του περιοδικού “Άρδην”. To γεγονός αυτό είναι κατʼ αρχάς θετικό και ενθαρρυντικό, ώστε να καθιστά δευτερεύον το ερώτημα γιατί δεν προσήλθε ενωρίτερα στον εν λόγω διάλογο ο Γιώργος Καραμπελιάς (αφού μάλιστα δέχεται στην αρχή του άρθρου του ότι διακύβευμα είναι “το σημαντικότερο κοινωνικό ζήτημα της σύγχρονης Ελλάδας”)». (Εφ. «ΠΑΡΟΝ», Κ. Ρωμανός «Πολιτική των μεταναστών ή μεταναστευτική πολιτική;» 18-11-2007).
Πριν από οκτώ έτη
Ο Κώστας Ρωμανός είναι «καινούργιος» στον χώρο γιʼ αυτό αγνοεί πως το «Άρδην» δεν «προσήλθε τώρα στη συζήτηση» περί μεταναστευτικού αλλά δημοσιεύει γιʼ αυτό εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον. Μάλιστα, πριν από οκτώ χρόνια, το 1999 (τεύχος 22), είχε δημοσιεύσει εκτενές κείμενο του υπογραφόμενου με τον τίτλο «Έχουμε γίνει ρατσιστές;». Επειδή λοιπόν, όταν άλλοι περί άλλα ετύρβαζαν, το «Άρδην» και ο «Καραμπελιάς» είχαν ήδη «τοποθετηθεί», θα παραθέσω εκτεταμένα αποσπάσματα από εκείνο το άρθρο το οποίο μπορεί κανείς να διαβάσει ολόκληρο στην ιστοσελίδα του «Άρδην». Έγραφα λοιπόν το 1999:
«Ξαφνικά, “άγρια”, βίαια, μεταβληθήκαμε σε χώρα “υποδοχής” μεταναστών. Αυτή η “εισβολή” αποτέλεσε, για αρκετά χρόνια τουλάχιστον, μια “ευλογία” για τον ελληνικό παρασιτικό, μικρομεσαίο και τρισάθλιο καπιταλισμό. Η είσοδος των μεταναστών […] συμπίεσε τις αμοιβές και τα μεροκάματα προς τα κάτω, έριξε τον πληθωρισμό, επέτρεψε στην ελληνική οικονομία και τους “εκσυγχρονιστές” να επιβιώσουν σε μια δύσκολη στιγμή αποσύνθεσης του παλιού μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όχι μόνο για τα χαμηλά μεροκάματα, αλλά για το ότι δεν απαιτούσαν καμία επένδυση σε κοινωνικές υποδομές, δεν ήταν ασφαλισμένοι και βεβαίως έριχναν τα μεροκάματα και την ιδέα ακόμα κάποιας διεκδίκησης των ελλήνων εργαζομένων. Τα ημερομίσθια στην οικοδομή έμειναν καθηλωμένα στο επίπεδο της δεκαετίας του ʼ80, ενώ στον αγροτικό τομέα οι μετανάστες εκτόπισαν ακόμα και τους παραδοσιακούς αγρεργάτες τσιγγάνους. Όσο δε για τη “σεξουαλική υγεία” των Νεοελλήνων, […] βεβαίως “βελτιώθηκε” με το φτηνό “κρέας” των ξένων γυναικών. Το “Προσεχώς Βουλγάρες” αποτέλεσε τρέχον ανέκδοτο των Νεοελλήνων».
«Ωστόσο, από το 1995-96 τα πράγματα άρχισαν να εμφανίζουν απειλητικά την άλλη τους όψη. Η ανεργία στους Έλληνες, αλλά και στους ξένους, σταδιακά, άρχισε να διογκώνεται. Για τις φτωχότερες ελληνικές τάξεις και στρώματα, οι ξένοι άρχισαν να εμφανίζονται ως η αιτία της δυστυχίας τους και της εξαθλίωσής τους. Διότι, οι άμεσοι υπεύθυνοι, τα διαπλεκόμενα, ο Λαμπράκης, ο Σημίτης, ο Κόκκαλης, βρίσκονται πολύ μακριά και φαντάζουν άτρωτοι. […] Η εγκληματικότητα […] διευρύνθηκε. Στα νοσοκομεία και τα σχολεία, ιδιαίτερα στα δημοτικά, ορισμένων περιοχών, άρχισε να δημιουργείται το αδιαχώρητο. Ορισμένες γειτονιές μεταβάλλονται ήδη σε γκέτο. Επιπλέον, το μεγάλο βάρος των αλβανών μεταναστών, την ίδια στιγμή που τα Βαλκάνια φλέγονται και ο αλβανικός αλυτρωτισμός αποτελεί το κύριο βαλκανικό πρόβλημα, ήρθε να περιπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση».
Εκείνη την περίοδο λοιπόν, όταν οι μόνοι που ασχολούνταν με το πρόβλημα ήταν είτε οι ακροδεξιοί, που πάνω στο ζήτημα των μεταναστών επιχειρούσαν να κτίσουν το πολιτικό τους μέλλον, είτε οι γνωστοί και ανεύθυνοι «αντιρατσιστές» προοδευτικοί, το «Άρδην» με θάρρος τολμούσε να τοποθετηθεί και να προτείνει μια διαφορετική λύση, στην ίδια γραμμή που διατηρεί μέχρι σήμερα. Και συνεχίζαμε:
«Είναι δυνατές δύο στάσεις, η μία κάποιων […] που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά και εκλογικά την ξενοφοβία προς μια συστηματική ρατσιστική κατεύθυνση.
Στους αντίποδες βρίσκεται μια ψευδοπροοδευτική αντίληψη. […] Πρόκειται για τη στάση ανθρώπων που αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στις λαϊκές γειτονιές και στα φτωχά στρώματα και αντιμετωπίζουν το φαινόμενο από τη σκοπιά εκείνου που βρίσκει φτηνές οικιακές βοηθούς, κηπουρούς, οικοδόμους για μερεμέτια ή σεξουαλικά αντικείμενα και όχι βέβαια του ανέργου που έρχεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τους μετανάστες ή του κατοίκου των λαϊκών περιοχών. […] Οι έλληνες προοδευτικοί αρνούνται τα πραγματικά προβλήματα που δημιούργησε η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, τη διάλυση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την ανάπτυξη των ανισοτήτων, της διαφθοράς, της διαίρεσης ξένων και ντόπιων εργαζόμενων, τους ρατσιστικούς κινδύνους που δημιουργεί, τα προβλήματα που συνδέονται με την κατάσταση στα Βαλκάνια.
Διεξάγεται ένας διάλογος κουφών, όπου οι προοδευτικοί παίζουν τον ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου και των διαπλεκομένων που επιθυμούν όσο δυνατόν φτηνότερα και ανασφάλιστα εργατικά χέρια και οι ακροδεξιοί συμπληρώνουν τον πίνακα στρέφοντας τους έλληνες εργαζόμενους ενάντια σε εκείνους που καμιά ευθύνη δεν έχουν για την κατάσταση».
Πιστεύω πως σήμερα δεν θα πρόσθετα ούτε ένα «και» στην ανάλυση που κάναμε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και είχαμε διατυπώσει τόσο καθαρά στο ανωτέρω κείμενο στα 1999.
Το «δέον γενέσθαι»
Όσο για τις επικρίσεις για το «δέον γενέσθαι», αυτές συγκεντρώνονται στο ότι τα μέτρα που προτείνω για την αντιμετώπιση του ζητήματος δεν είναι επαρκή και ικανοποιητικά. Ας δούμε λοιπόν τι λέγαμε τότε και σήμερα.
«Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν μπορούμε να ταχθούμε υπέρ της παγκοσμιοποίησης των πολυεθνικών, που οδηγεί στο ξερίζωμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον πλανήτη, αλλά επιμένουμε στην ανάγκη μιας ανάπτυξης των ανθρώπων στον τόπο τους. […]
Στο μεταξύ βέβαια οι μετανάστες είναι εδώ, στη χώρα μας, και θα πρέπει να προτείνουμε και πρακτικά μέτρα:
Το πρώτο μέτρο είναι μια πολιτική κοινωνικής ένταξης των μεταναστών μέσα από την εκμάθηση της γλώσσας, την ίδρυση ενός οργανισμού ενσωμάτωσης των μεταναστών που θα αναλάβει το ζήτημα της κατοικίας, της εργασίας, της παροχής ενισχύσεων για την ισόρροπη κατανομή τους στην κοινωνία και την αποφυγή δημιουργίας γκέτο.
Όσον αφορά τους Αλβανούς και τους Βορειοηπειρώτες, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών, θα πρέπει, παράλληλα με την ένταξή τους εδώ, να προωθηθεί η ιδέα του Φάτος Νάνο, που πρόσφατα κάλεσε τους Αλβανούς της νότιας Αλβανίας και τους Βορειοηπειρώτες να επιστρέψουν στον τόπο τους, που όπως είπε έχει ερημώσει και έχουν μείνει μόνο οι γέροι και τα παιδιά, και να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ενίσχυσης της εκεί εγκατάστασής τους».
Δηλαδή, ήδη θέταμε τόσο παλιά, για τον φίλο Ρωμανό –στην πραγματικότητα ήταν ήδη αρκετά αργά– το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και μέτρων για την εθελοντική επιστροφή, με ενίσχυση της ελληνικής Πολιτείας, μέρους των Αλβανών και των Βορειοηπειρωτών στον τόπο τους.
Όσο για το ζήτημα της αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης, η θέση μας είναι σαφής και δεν μπορεί να παρανοείται: Ενσωμάτωση των μεταναστών που το επιθυμούν σήμερα στην ελληνική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως δικαιώματα όσο και ως υποχρεώσεις. Δηλαδή, πλήρη εργασιακά, ασφαλιστικά και ατομικά δικαιώματα, ενώ πολιτικά δικαιώματα μπορούν να παραχωρούνται ατομικά και αφού οι μετανάστες έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία, δεν έχουν διαπράξει εγκληματικές ενέργειες, γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και τις βάσεις της ελληνικής ιστορίας. Παράλληλα, επειδή η Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί να δεχθεί άλλους λαθρομετανάστες, εκτός από τους αποδεδειγμένα πολιτικούς πρόσφυγες και πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρωπιστικής συνδρομής, για τους υπολοίπους, μετά από μια ορισμένη ημερομηνία, θα πρέπει να εφαρμόζεται μια πολιτική επαναπροώθησής τους στις χώρες τους, δεδομένου μάλιστα ότι η Τουρκία εφαρμόζει συστηματικά μια πολιτική διοχέτευσης των λαθρομεταναστών στην Ελλάδα για προφανείς σκοπούς. Και επειδή κάτι τέτοιο σε ανθρωπιστικό επίπεδο είναι οδυνηρό, θα πρέπει οι λαθρομετανάστες να οδηγούνται και πάλι στις χώρες τους, με οικονομική ή άλλη συνδρομή του ελληνικού κράτους και της ΕΕ.
Αυτές οι αρχές προσπαθούν μέσα σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη, τεράστιων μετακινήσεων πληθυσμών σε παγκόσμια κλίμακα, να συνδυάσουν τις ανθρωπιστικές, διεθνιστικές παραδόσεις του ελληνικού πολιτισμού με τις ανάγκες της εθνικής μας επιβίωσης και της διατήρησης της πολιτισμικής μας συνοχής. Και τελειώναμε το άρθρο μας το 1999:
«Αν η ελληνική κοινωνία δεν σκύψει με την απαιτούμενη σοβαρότητα στο ζήτημα των μεταναστών, τα επόμενα χρόνια θα δημιουργηθεί αναπόφευκτα και κάποιος ρατσιστικός πολιτικός φορέας, ενώ θα συνεχιστεί η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας».
Επειδή σήμερα, ύστερα από οκτώ χρόνια, και ένας ρατσιστικός πολιτικός φορέας έχει, δυστυχώς, ήδη δημιουργηθεί και η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας έχει επιταθεί, διαπράττουν τεράστιο σφάλμα όλοι εκείνοι οι φίλοι που νομίζουν πως μπορούν να χειριστούν οι
ίδιοι τις φασιστικές και ρατσιστικές απόψεις προς όφελος του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Και αυτό γιατί η κυριαρχία της χαβιαρο-αριστεράς και των παγκοσμιοποιητικών απόψεων στο «προοδευτικό στρατόπεδο» έχει μεταβάλει την Ακροδεξιά σε πολύ ισχυρότερη, έστω συγκυριακά, από τις μικρές και διάσπαρτες σήμερα, δυνάμεις της πατριωτικής Αριστεράς. Γιʼ αυτό η φιλοξενία ρατσιστικών και ακροδεξιών απόψεων στα προοδευτικά έντυπα δεν πετυχαίνει τίποτε άλλο παρά την ευρύτερη νομιμοποίηση των ρατσιστικών αντιλήψεων, ενώ παράλληλα επιτρέπει στην κατεστημένη Αριστερά να μιλάει για «φαιοκόκκινο μέτωπο» και να καλύπτει τη συμπόρευσή της με τον νεοφιλελευθερισμό. Κατά συνέπεια, τόσο για το μεταναστευτικό όσο και για άλλα σημαντικά ζητήματα πρέπει η άποψή μας να είναι διακριτή και να έχουμε ένα σαφές μέτωπο τόσο έναντι της παγκοσμιοποίησης και των οπαδών της όσο και έναντι της φυλετιστικής και ακροδεξιάς διαστροφής της αντιπαγκοσμιοποίησης. Αυτή είναι η προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής, λαϊκής και καινοτόμου εναλλακτικής πρότασης στην Ελλάδα σήμερα.
Όταν λοιπόν λέμε ότι «τώρα ανοίγει η συζήτηση για το μεταναστευτικό», εννοούμε ότι σε αυτήν την ιστορική συγκυρία είναι δυνατό να αρχίσει να διεξάγεται χωρίς δαιμονολογίες. Διότι όσες φορές το είχαμε επιχειρήσει στο παρελθόν, μόνοι εμείς από το «Άρδην», είχε αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο, διότι προφανώς δεν θέλαμε να την κάνουμε ούτε με τον «Ιό» ούτε με τη «Χρυσή Αυγή». Ο φίλος Ρωμανός στον πρόλογο της μετάφρασης του βιβλίου του Φαλμεράιερ έγραφε πως ο τελευταίος δεν είχε εκδοθεί στην Ελλάδα διότι «η εθνική μας ευαισθησία δεν έχει εξέλθει από το στάδιο της ενστικτώδους απέχθειας εναντίον του και ίσως και του φόβου» (Ι. Φ. Φαλμεράιερ, «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων», Εκδόσεις Νεφέλη 1984, μετάφραση, παρουσίαση Κ. Ρωμανός, σελ. 8). Σήμερα λοιπόν προτείνει ο ίδιος να αντιμετωπίσουμε το μεταναστευτικό «με ενστικτώδη απέχθεια και φόβο»; Ή μήπως θα πρέπει, αντιθέτως, μια και αυξάνονται, έστω καθυστερημένα, όσοι το συζητούν με νηφάλια προσέγγιση, να εμβαθύνουμε σε μια τέτοια βάση –αντιπαγκοσμιοποιητική και αντιρατσιστική ταυτόχρονα– τον σχετικό προβληματισμό;