«Ναμπούκο» στη Λυρική Σκηνή, από μια άλλη σκοπιά

Περιμέναμε να ταξιδέψουμε λοιπόν στο 605-562 π.Χ., στην αυλή του αυτοκράτορα των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορα (Ναμπούκο). Ο Ναμπούκο αυτοανακηρύσσεται θεός στη Γη των Ιουδαίων και ο Θεός τον τιμωρεί τρελαίνοντάς τον. Η αδίστακτη θετή του κόρη, Αμπιγκάιλε, βρίσκει τότε την ευκαιρία να πάρει την εξουσία στα χέρια της και να αρχίσει τις βιαιοπραγίες. Ο Ναμπούκο, μέσα από τη φυλακή, συνέρχεται, προσεύχεται στον Θεό των Ιουδαίων, εξιλεώνεται και επανέρχεται στην εξουσία για να επιβάλει το δίκαιο. Το θέαμα όμως μας απογοήτευσε και μουσικά και σκηνοθετικά, σε αντίθεση με τους διθυράμβους που γράφτηκαν γι’ αυτήν την παραγωγή, οι οποίοι είναι άξιοι απορίας ή προϊόν ασχετοσύνης! Μετριότατος ο Ντέιβιντ Ουέικχαμ στον ρόλο του Ναμπούκο, με αμερικανική προφορά στην ιταλική γλώσσα του λιμπρέτου και φαιδρή σκηνική παρουσία – λες και ειρωνευόταν τον ρόλο του ή ίσως τον εαυτό του για τις αδυναμίες του. Με βραχνή, χωρίς βάθος και όγκο φωνή, που όταν απομακρυνόταν από το προσκήνιο δεν ακουγόταν και με κόπο ερμήνευε το μουσικό κείμενο, ιδίως στις ψηλές νότες, με πολλά τονικά λάθη. Η Μλάντα Κουντόλεϊ ελλιπής Αμπιγκάιλε, χωρίς να διαθέτει τα φωνητικά προσόντα γι’ αυτόν τον ρόλο. Η ορχήστρα την υπερκάλυπτε τις περισσότερες φορές, οι ψηλές της νότες ήταν «κλειστές» και ερμηνευτικά της έλειπαν ο ηρωισμός και η μαχητικότητα, η παρουσία της δε με το παντελόνι-κολάν και τη δερμάτινη καμπαρντίνα άκρως μη κολακευτική. Ο Φ. Ελέρο ντ’ Αρτένια στον ρόλο του Ζαχαρία επέδειξε την εμπειρία του μεγάλου τραγουδιστή και ήταν μακράν ο καλύτερος από τους σολίστ, αν και πλέον κουρασμένος φωνητικά. Ο Χερμάν Βιλάρ ως Ισμαήλ επίσης τίποτε ιδιαίτερο, μια φωνή άγουρη, με πολλά τονικά λάθη, διαθέτει όμως τουλάχιστον καλή σκηνική παρουσία. Η Βικτώρια Μαϊφάτοβα ως Φενένα μάς ήταν αδιάφορη, εκτός έργου και φωνητικά θαμπή.

Η χορωδία σε χαμηλό επίπεδο, με αποκορύφωμα ένα μίζερο «Va pensiero». Και η ορχήστρα εκκωφαντική στο σύνολο υπό τη νευρική, γρήγορη, χωρίς μουσικότητα διεύθυνση του Ηλ. Βουδούρη. Το κοινό χειροκροτούσε παγωμένο σε ελάχιστα σημεία.

Εκείνο το οποίο μας ενόχλησε περισσότερο είναι η σκηνοθεσία της Τζούλια Πέβσνερ, η οποία προσπάθησε να μεταφέρει σκηνοθετικά την όπερα στην εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με προπαγάνδα/αναφορά στο Ολοκαύτωμα, καμιά σχέση με το λιμπρέτο. Δεν πέτυχε σε καμία στιγμή τη «ροή» που πρέπει να έχει ένα τέτοιο έργο! Η σύλληψη της μεταφοράς της υπόθεσης: κάτι που έφερνε στη μνήμη μας τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά χωρίς να το ταυτοποιεί πλήρως με αυτά. Η σκηνοθεσία απέτυχε να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα υπόθεσης. Απέτυχε να προσελκύσει συναισθηματικά τον θεατή, μια και έδινε την εντύπωση συρραφής σκηνών παρά ολοκληρωμένου έργου. Επίσης τα σκηνοθετικά ευρήματα, με τους πρωταγωνιστές να εμφανίζονται από την πλατεία, μέσα από το κοινό, και ομάδα μουσικών να παίζει από το φουαγέ, ήταν κουραστικά, γιατί κάθε φορά που άνοιγαν οι πόρτες έτριζαν, οπότε κάθε στοιχείο έκπληξης χανόταν.

Ατυχής και η σκηνογραφική ιδέα του Αντώνη Δαγκλίδη, που ήθελε να υποδείξει, με ένα μη ρεαλιστικό σκηνικό, ασαφείς αναφορές στο Ολοκαύτωμα, τις ράγες του τρένου και στο βάθος τον ναό-κρεματόριο, αλλά πώς, όταν στριμώχνονται οι χορωδοί κι οι κομπάρσοι-κουκουλοφόροι-νίντζα και δημιουργείται αφόρητος συνωστισμός; Και ως τελική σκηνογραφική εντύπωση να σου μένει η αίσθηση της σιδεριάς. Τα παρατεταγμένα παπούτσια και οι ράγες στις οποίες κυλούσε το σκηνικό μάς θύμιζαν κάτι από στρατόπεδα με Εβραίους, τα ρούχα όμως όχι. Και αναφέρουμε τον μηχανισμό που βούιζε όταν προσπαθούσε να κινήσει το σκηνικό και το μηχάνημα που έβγαζε καπνό, όπου και αυτά συνέβαλαν με τον τρόπο τους στη «μουσική επένδυση» της παράστασης.

Γνώμη μας είναι ότι πρέπει να σεβόμαστε την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το έργο και θα πρέπει να αποφεύγονται οι χρονικές ακροβασίες. Η συγκεκριμένη όπερα έχει ιστορικό χρόνο και χώρο δράσης.

Δεν χρειάζονται «πειραματισμοί». Καταντάει ύβρις προς όλους μας!


Σχολιάστε εδώ