Νέα αρχή ή «μια από τα ίδια»;

Αυτή ακριβώς η περίοδος των οκτώ εβδομάδων που «έζησε» το ΠΑΣΟΚ, από τις 16 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, αποτέλεσε μια κορυφαία δοκιμασία, μια πολιτική «ακτινογραφία», η οποία ανέδειξε πολλές από τις πλευρές της σύνθετης και μακροχρόνιας κρίσης που ταλανίζει το Κίνημα.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες μελών, οπαδών και απλών ψηφοφόρων έδειξαν με την παρουσία τους ότι συνειδητοποιούν την έκταση της κρίσης, χωρίς όμως να τους έχουν δοθεί από τους υποψηφίους -και τις πολιτικές «ομάδες» που τους στήριξαν- σαφείς πολιτικές απαντήσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης. Κι αυτό ακριβώς το σημαντικό «πολιτικό κενό» αποτελεί ένα καίριο ιστορικό ερώτημα, η απάντηση στο οποίο θα κρίνει, εν πολλοίς, την πολιτική προοπτική του ΠΑΣΟΚ.

Από την επομένη των εκλογών της 11ης Νοεμβρίου ετέθη το ζήτημα της συγκρότησης «ρευμάτων», «τάσεων» και «ομαδοποιήσεων» των συσχετισμών που αναμετρήθηκαν στις εκλογές… Αν πράγματι «κυοφορούνται» τέτοιου είδους επιδιώξεις, τότε η 11η Νοεμβρίου θα σημαίνει ότι πραγματοποιήθηκε «ένα βήμα εμπρός και δυο βήματα πίσω»…

Ορισμένα κορυφαία πολιτικά γεγονότα αποτελούν ανεπανάληπτες και καθοριστικές, πολλές φορές, εμπειρίες για έναν πολιτικό. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θα ήθελε ποτέ να ξαναζήσει τον «εφιάλτη» της νύχτας της 16ης Σεπτεμβρίου, όπου βρέθηκε ένα βήμα πριν από την παραίτηση ή τη «βίαιη» αποκαθήλωση.

Από την 16η Σεπτεμβρίου μέχρι την 11η Νοεμβρίου ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διήνυσε μια πορεία που περιγράφεται μόνο από τη γνωστή ρήση της παραβολής του Ασώτου: «νεκρός ην και ανέστη, απολωλός και ευρέθη»… Για πρώτη φορά στη μακρά πολιτική του διαδρομή κέρδισε την προσωπική του μάχη, πέτυχε την πολιτική του «νομιμοποίηση» σε μια σημαντική αναμέτρηση.

Από την πλευρά του ο Ευάγ. Βενιζέλος είχε ένα πικρό δίδαγμα: Το «ξεφούσκωμα» της υποψηφιότητας και της απόλυτης κυριαρχίας του μέσα σ’ ένα διάστημα μικρότερο της μίας εβδομάδας… Ένα φαινόμενο το οποίο, αντί να ερμηνεύσει με πολιτικούς όρους, το απέδωσε σε ψυχολογικούς – συναισθηματικούς λόγους που εμπόδισαν τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να σκεφτούν με την κοινή «πολιτική λογική». Δηλαδή τον πολιτικό κυνισμό.

Ασφαλώς, τόσο η μαζική προσέλευση 750.000 περίπου πολιτών στην ψηφοφορία όσο και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής -παρά τις αντιφάσεις και τις επιμέρους αντιλήψεις που κυριάρχησαν σε ομάδες ψηφοφόρων- περικλείουν σημαντικά «μηνύματα» και προειδοποιήσεις.

-Το κυρίαρχο «μήνυμα» -που απευθύνθηκε σε όλους τους υποψηφίους- είναι η διαπίστωση ότι το ΠΑΣΟΚ σήμερα αποτελεί μια «μεταλλαγμένη» πολιτική μορφή του ΠΑΣΟΚ. Ότι απαιτείται μια εναλλακτική προς το νεοφιλελεύθερο πρότυπο πολιτική στρατηγική και η ανάδειξη μιας σύγχρονης πολιτικοϊδεολογικής φυσιογνωμίας, αλλά και συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές. Τόσο το «εκσυγχρονιστικό» πρότυπο του κ. Σημίτη όσο και το μεταμοντέρνο «ομοίωμα» του Γ. Παπανδρέου θα πρέπει να τεθούν οριστικά στο περιθώριο.

Βασικός όρος για την πορεία αυτή είναι, πράγματι, η πολιτική αυτονομία του ΠΑΣΟΚ, η αποδέσμευσή του από τους φορείς της «διαπλοκής» και από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ. Κι αυτόν τον όρο τον κατέστησε κεντρικό στοιχείο των απόψεών του ο Γ. Παπανδρέου.

Γιατί όμως επικράτησε ο Γ. Παπανδρέου; Μήπως λόγω του ονόματος και του συναισθήματος που κυριαρχεί, ιδίως στις παλαιότερες γενιές που «έζησαν» την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ;

Υπεισήλθαν, όντως, και τέτοια κριτήρια, που όμως υπήρξαν δευτερεύοντα. Στην πραγματικότητα ο Γ. Παπανδρέου θεωρήθηκε πλέον κατάλληλος να χειρισθεί το «αίτημα», τη λαϊκή – κοινωνική βούληση, που εκφράσθηκε με τόσο μαζικό και σαφή τρόπο.

Στην πολιτική υπάρχουν δύο σαφή επίπεδα: Η λαϊκή βούληση και ο φορέας που την πραγματοποιεί (βούληση και ισχύς, σύμφωνα με τον J. J. Rousseau). Ο φορέας αυτός πρέπει να υλοποιεί τη λαϊκή βούληση, είναι απλός εντολοδόχος και όχι αυθαίρετος διαχειριστής της βούλησης αυτής. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η έννοια της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας, η οποία έχει καθαρώς πολιτικό περιεχόμενο και όχι ψυχολογικό – συναισθηματικό, όπως πολλοί -ανοήτως και αφελώς- ισχυρίστηκαν.

Σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο ηττήθηκε ο Ευάγ. Βενιζέλος. Η προσωπική του αυταρέσκεια, η επίδειξη «εξυπνάδας» και πολιτικής «ικανότητας», ανέδειξε μια ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ που δεν παρείχε καμιά εγγύηση ότι θα εξέφραζε τη ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ, την κοινωνική βούληση που περιείχε η ψήφος της βάσης του ΠΑΣΟΚ. Έναντι της κοινωνικής βούλησης ο Ευάγ. Βενιζέλος «διαφήμιζε» την ΙΣΧΥ, τη δική του βούληση, που είχε μόνο στόχο την εξουσία – κομματική και κυβερνητική.

Σ’ αυτό το σημείο διερράγησαν οι σχέσεις του με τη βάση του ΠΑΣΟΚ. Και με βάση το ίδιο αυτό κριτήριο ο Γ. Παπανδρέου -παρά τα μειονεκτήματά του- θεωρήθηκε ότι μπορεί να σεβαστεί την κοινωνική – πολιτική βούληση της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ και να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει ένα ιστορικό βήμα «προς τα εμπρός».

Η ιστορία όμως, των πολιτικών φορέων «γράφεται» στην πράξη. Εάν το ΠΑΣΟΚ εξακολουθήσει να πορεύεται μέσα από τη συνύπαρξη και τον συμβιβασμό ομάδων, «ρευμάτων», ατομικών φιλοδοξιών, διαχειριζόμενο απλώς την κρίση του, τότε δεν έχει σοβαρά περιθώρια και προοπτική.

Οπωσδήποτε όμως, στις 11 Νοεμβρίου οι «διαπλεκόμενοι» των ΜΜΕ έχασαν -μετά το 2004 και το 2007 κατά του Κ. Καραμανλή- την τρίτη μάχη που έδωσαν, αυτήν τη φορά κατά του Γ. Παπανδρέου. Αυτή είναι μια θετική εξέλιξη που δείχνει την αποδέσμευση της κοινωνίας από την «πολιτική καθοδήγηση» των ΜΜΕ.

Είναι τώρα η σειρά των πολιτικών φορέων της διακυβέρνησης να επιχειρήσουν -συνολικά και συλλογικά- τη δική τους αυτονόμηση. Πριν ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα οδηγηθεί στην πλήρη υποταγή.


Σχολιάστε εδώ