Μόνιμα υποζύγια των φόρων οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι
Καθώς σε λίγες μέρες θα κατατεθεί στη Βουλή ο οριστικός προϋπολογισμός για το 2008, ας αποτίσουμε φόρο (στην κυριολεξία) τιμής στους μισθωτούς και συνταξιούχους που είναι τα μόνιμα υποζύγια του διαρκώς αυξανόμενου φορολογικού βάρους κατά την τελευταία εικοσιπενταετία. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα διαχρονικά στατιστικά στοιχεία, η συμμετοχή των μισθωτών και των συνταξιούχων στη συγκέντρωση φόρων μετά το 1982 σημείωσε μερικά εντυπωσιακά ρεκόρ. Το μεγαλύτερο ρεκόρ σημειώθηκε το 1985 (με ποσοστό 65,9%) και το χαμηλότερο ποσοστό το 2003 (48,9%). Το μεγαλύτερο ρεκόρ των μισθωτών στο σύνολο των φόρων σημειώθηκε το 1985 (ποσοστό 48,2%) και το χαμηλότερο το 2003 (ποσοστό 35,6%). Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των συνταξιούχων στο σύνολο φόρων σημειώθηκε το 1989 (18,6%) και το χαμηλότερο το 2001 (13,1%). Πάντως, μετά το 2000 σημειώνεται κάποια ελαφρά συρρίκνωση των ποσοστών συμμετοχής των μισθωτών και των συνταξιούχων στα φορολογικά βάρη, αλλά η συνολική επιβάρυνση παραμένει εξοντωτική για τις δύο αυτές κατηγορίες φορολογουμένων, αφού αθροιστικά μονίμως σχεδόν υπερβαίνει το 50%.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από διαπίστωση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά την τελευταία εικοσιπενταετία. Αλλά η διαπίστωση αυτή θα ήταν απλώς μελαγχολική, αν δεν συνοδευόταν και από μιαν άλλη προκλητικότερη επισήμανση, ότι την ίδια περίοδο που αυξήθηκε τόσο σημαντικά η φορολογία οι Έλληνες επωμίσθηκαν και το δυσβάσταχτο βάρος της ιλιγγιώδους αύξησης του δημόσιου χρέους. Αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη αυτή φορολογική θυσία των Ελλήνων δεν είχε ανάλογη εξυγιαντική επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αφού πάντοτε σχεδόν σημειώνεται υπέρβαση των δαπανών, η οποία αντισταθμίζει, σε κάποιον βαθμό, την αύξηση των εσόδων πέρα από τις προβλέψεις.
Η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελούσε και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, σταθερότητα των τιμών και πραγματική σύγκλιση. Διότι το υψηλό δημόσιο χρέος δυσχεραίνει σημαντικά την πραγματική σύγκλιση προς την Ευρώπη. Έτσι, έπρεπε (ορθώς) να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, για να μειωθούν τα ελλείμματα, και να αυξηθούν τα πρωτογενή
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 28
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 26
πλεονάσματα τα οποία, με τη σειρά τους, συρρικνώνουν το δημόσιο χρέος. Από την άλλη όμως μεριά, η υπέρμετρη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης δεν συνοδεύθηκε από την προώθηση σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα η θετική επίδραση της αύξησης των εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό να συντρίβεται σχεδόν από τις δυσμενείς επιδράσεις της στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, οι οποίες μαζί με τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, τις δυσκαμψίες ορισμένων αγορών, το φορολογικό και το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα δυσχεραίνουν την πραγματική σύγκλιση (μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υψηλότερη ανεργία, μικρότερη αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων κ.λπ.).
Τελικά, οι επιδράσεις των εισπρακτικών αυτών παρεμβάσεων στη φορολογία ήταν οδυνηρές τόσο στην οικονομία και στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ώστε προκάλεσαν επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση του πραγματικού εισοδήματος από την τρομακτική δημοσιονομική απορρόφηση (φορολόγηση ανύπαρκτων εισοδημάτων από την ένταξη, μετά τις ονομαστικές αυξήσεις, σε υψηλότερα ατιμαριθμοποίητα φορολογικά κλιμάκια και συντελεστές!).
Έτσι, η δημοσιονομική κραιπάλη (συνεχής αύξηση των φορολογικών εσόδων και των κρατικών δαπανών και διόγκωση των κρατικών ελλειμμάτων) επέβαλε τη συνεχή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και του δανεισμού, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί σε ιλιγγιώδη επίπεδα το δημόσιο χρέος και να προκληθούν σοβαρές δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Η Ελλάδα έχει, επίσης, και μιαν άλλη φορολογική ιδιαιτερότητα. Οι έμμεσοι φόροι αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών φόρων, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι έμμεσοι φόροι, εκτός από κοινωνικώς άδικοι, αφού επιβαρύνουν όλα τα ελληνικά νοικοκυριά ανεξαρτήτως εισοδηματικής ικανότητας και, φυσικά, τα χαμηλού εισοδήματος, είναι και πληθωριστικοί, αφού διαχέονται ευκολότερα ως λαδιά σε όλη την οικονομία και, φυσικά, στις τιμές. Εκπληκτική είναι και η διαπίστωση ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα, ενώ έχει την ίδια περίπου δομή και τους ίδιους περίπου συντελεστές με το ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα, υπολείπεται σημαντικά σε φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι λόγοι μπορεί να αναζητηθούν στην παραοικονομία, η οποία στη χώρα μας αντιπροσωπεύει ποσοστό πάνω από 35% του ΑΕΠ, έναντι 15% στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Η κυρίαρχη διαπίστωση είναι ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι αντιαναπτυξιακό και κοινωνικώς άδικο, εξαιτίας κυρίως τεσσάρων παθογενειών του, οι οποίες όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν, αλλά και ενισχύθηκαν! Οι παθογένειες αυτές είναι οι εξής:
Πρώτον, η παραοικονομία: Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων υπό τον αείμνηστο ακαδημαϊκό και καθηγητή Άγγελο Αγγελόπουλο τον Ιανουάριο του 1990 είχε εκτιμήσει ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 40% του ΑΕΠ, έναντι μόνο 10% στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τη σημαντικότερη αιτία για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή η Επιτροπή θεωρεί την υπερβολική επιβάρυνση του φόρου εισοδήματος, την έλλειψη αντικειμενικοποίησης του τρόπου βεβαίωσης των φόρων, τη γραφειοκρατία και την πολυνομία.
Δεύτερον, η φορολογική κλίμακα και τα αφορολόγητα ποσά: Η μη σωστή δομή της φορολογικής κλίμακας και η μη τιμαριθμοποίηση των κλιμακίων και των αφορολόγητων ποσών καθώς και η εξοντωτική παρακράτηση φόρων εξακολουθούν να είναι τα κυριότερα όπλα φορολογικής επίθεσης των εκάστοτε διαχειριστών της οικονομίας στο εισόδημα, κυρίως των μισθωτών και των συνταξιούχων. Κι όμως η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας διατηρεί την προοδευτικότητά της, προστατεύει τον φορολογούμενο και το εισόδημά του και διατηρεί διαχρονικά τα αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά της φορολογίας, συγκρατεί τις οικονομικές διακυμάνσεις χωρίς να βλάπτει την ανάπτυξη, αυξάνει την απασχόληση και την κατανάλωση. Για να καταδειχθεί το όφελος ή η απώλεια πραγματικού εισοδήματος από την τιμαριθμοποίηση ή μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων αναφέρουμε δύο παραδείγματα: Από την τιμαριθμοποίηση που αποφασίστηκε για το 1989 εκτιμάται ότι ο φόρος μειώθηκε κατά 2,1% έως 6,5% (ή κατά 1.500 δραχμές και 94.000 δραχμές αντίστοιχα!) σε σχέση με τον φόρο που θα πλήρωνε ο φορολογούμενος με την κλίμακα του 1988. Το αντίθετο τώρα. Από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας την περίοδο 1994 – 1997 εκτιμάται ότι η φορολογική αφαίμαξη κυμάνθηκε μεταξύ 70.000 δραχμών και 870.000 δραχμών και η αντίστοιχη μείωση του εισοδήματος κατά 2,4% έως 7,5%!
Τρίτον, η αδυναμία και η ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού στην είσπραξη των φόρων: Αν ο εκάστοτε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ρωτούσε έναν παλαιό (συνταξιούχο σήμερα) διευθυντή εφορίας ή ταμιακό υπάλληλο θα του απαντούσε ότι, κυρίως μετά το 1981, διαλύθηκε με αποφάσεις όλος σχεδόν ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός. Πρώτα πρώτα θα του έλεγε ότι με την κατάργηση της έκπτωσης κατά 10% στην εφάπαξ καταβολή του φόρου αποδυναμώθηκε σημαντικά ο μηχανισμός είσπραξης δημόσιων εσόδων. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον το 50% των οφειλετών εξοφλούσε το χρέος του εφάπαξ! Ύστερα, θα του έλεγε ότι ένα μεγάλο μέρος (κατά 20%) της υστέρησης των εσόδων οφείλεται στην κατάργηση σχεδόν του μέτρου της αποστολής ενταλμάτων προσωπικής κράτησης. Θα του έλεγε μάλιστα ότι παλαιότερα, από τα 1.700 εντάλματα που εστάλησαν σε οφειλέτες, στα 1.699 ανταποκρίθηκαν οι φορολογούμενοι και μόνο ένας μπήκε φυλακή! Ακόμη θα του έλεγε ότι σήμερα, σε αντίθεση με το μακρινό παρελθόν, οι υπόλογοι υπάλληλοι των εφοριών ή οι διευθυντές δεν ελέγχονται ή δεν αξιολογούνται για τις επιδόσεις τους στην είσπραξη των φόρων και, το κυριότερο, δεν γίνεται καθημερινή υπενθύμιση των χρεοφειλετών για το ποσό, την προθεσμία και τις συνέπειες της μη εξόφλησης του χρέους.
Τέταρτον, το τεράστιο κόστος είσπραξης ή διαχείρισης των φόρων: Εκτιμάται ότι το κόστος αυτό είναι σχεδόν το υψηλότερο στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Αυτό οφείλεται στη γραφειοκρατία, στις δαιδαλώδεις διαδικασίες, στη μη σωστή οργάνωση του μηχανισμού είσπραξης εσόδων, στην υποβολή δηλώσεων που δεν έχουν φορολογικό αντικείμενο και την αποστολή εκκαθαριστικών σημειωμάτων για ποσά επιστροφής μικρών ποσών φόρων, τα οποία θα μπορούσαν να μεταφέρονται στην επόμενη χρήση.
Με λίγα λόγια, χρειάζεται στις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και τις εφορίες να κυριαρχεί το πρακτικό μυαλό, η ανθρωπιά και, φυσικά, η απαρέγκλιτη εφαρμογή των νόμων και των εγκυκλίων.