Η ΙΔΙΟΠΑΘΗΣ ΥΠΕΡΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΜΟΥΛΩΧΤΩΝ ΚΑΙ… ΑΟΜΜΑΤΩΝ
Βλέπω κοιλάρες φουσκωτές
προγούλια καί μαστάρια
καί μάτια ολοκόκκινα.
Βλέπω πολλά θρεφτάρια.
Καί χαίρομαι, καί χαίρομαι
καί νά φωνάξω θέλω
ότι η Χώρα θρέφεται
ως ευτυχές μπορντέλο.
Η πελατεία αρκετή
κι οι τσάτσες περισσεύουν
κι απ’ τά ψηλά τους ρετιρέ
τά πλήθη κοροϊδεύουν.
Όμως υπάρχει αίνιγμα
πρός λύσιν καί πρός τέρψιν
νά βρούμε ποιός εργάζεται
πρός ειδικήν του θρέψιν.
Διότι τά μαστόδοντα
δεινόσαυροι καί άλλα
απήγαγαν τά εδέσματα
μαζί καί τήν κουτάλα.
Ημείς, σαφώς παράπλευρα
λιγούρηδες καί βλάκες
γλείφομεν τά ακρόχειλα
κι εκείνοι σπάνε πλάκες.
Πώς γίνεται ένας χοντρός
καί καλοπερασούλης
νά λυπηθεί τούς πένητες
ο τόσο τοσοδούλης;
Τρώει ως ιπποπόταμος
και ως ελέφας χέζει
μέ τάς σαμπάνιας ανοιχτάς
σέ Βασιλιά τραπέζι.
Πού βρήκε άφθονη τροφή
εις εποχάς πενίας,
ο χλευαστής τής φτώχειας μας
ο Κυρ Αρειμανίας;
Καθότι τ’ άφθονα κιλά
πού μόνος μεταφέρει
χρειάζονται δυό φορτηγά
κι ένα μεσαίο Ferry.
Πώς βγαίνει στήν τηλεβιζιόν
καί πιάνει την οθόνη
είς κώλος δυσθεώρητος
ωσάν ένα αλώνι;
Δέν ντρέπεται ο «μίσθαρνος»
αλλιώς προνομιούχος;
Δέν έχει καλλιέπεια
ο άθλιος ευνούχος;
Είν’ απορίας άξιον
τό θράσος τού αλαζόνα
εις έναν τόπο ερείπιον
σ’ έναν σκληρόν αιώνα.
Κι άν ομιλώ στόν ενικόν
δέν εννοώ τόν ΕΝΑΝ,
σχήμα τού λόγου είν’ αυτό
πού οδηγεί τήν πένναν.
Οι κοιλαράδες είν’ πολλοί
αδιάντροποι και φαύλοι
πού παίζουσι στήν πλάτη μας
ζατρίκιον καί τάβλι.
Μιά μέρα όμως, μιάν αυγή
-αδύναμοι και φαύλοι-
τά κόκαλά σας θα γενούν
τής πείνας μας σουραύλι.