Σοσιαλ-φιλελευθερισμός και μεταμοντέρνα σοσιαλδημοκρατία
Γιατί η απουσία «ταυτότητας», η έλλειψη δυνατότητας ανάλυσης του σύγχρονου κόσμου, το κενό της εναλλακτικής στρατηγικής πρότασης έχουν οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ σ’ ένα κρίσιμο, ιστορικά, πολιτικό αδιέξοδο:
Δεν μπορεί να διαμορφώσει, να αναγνωρίσει τη δική του πολιτικο-ιδεολογική ταυτότητα και συνακόλουθα δεν γνωρίζει ούτε σε «ποιους» πρέπει να απευθυνθεί ούτε σε ποια «γλώσσα» πρέπει να τους μιλήσει. Το ΠΑΣΟΚ έπαψε να «σκέπτεται» πολιτικά και να παράγει πολιτική. Ασφαλώς αυτό είναι ένα γενικότερο σύμπτωμα της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς. Όμως κάθε ιστορικού τύπου κρίση οδηγεί στον αγώνα για το ξεπέρασμά της. Και όχι στην παραίτηση και στη φυγή…
Είναι γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα η Αριστερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οδηγείται σταδιακά στη σύγχυση και στην παραίτηση. Δεν απέρριψε μόνο το ιστορικό «πρότυπο» των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισμού και τη δογματική εκδοχή του μαρξισμού, αλλά εγκατέλειψε κυριολεκτικά στο «πεδίο της μάχης» το σύνολο σχεδόν των θεωρητικών της «εργαλείων» αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα των βασικών αξιακών-κοινωνικών της θεμελίων.
Η ίδια η Αριστερά, στις κυρίαρχες ευρωπαϊκές εκδοχές της, ερμηνεύει σήμερα το κοινωνικό υποκείμενο ως ένα άθροισμα μετα-τάξεων (post-classes) που συνυπάρχουν μέσα στον παγκοσμιοποιημένο μετα-βιομηχανικό τύπο ανάπτυξης ως ένα είδος αυτόνομων «ατομικοτήτων».
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή δεν υπάρχουν πλέον συλλογικά υποκείμενα, κοινωνικές τάξεις, αλλά ομάδες συμφερόντων που συνδέονται απευθείας με το κράτος, τη διοίκηση και τους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς, χωρίς τη μεσολάβηση του πολιτικού συστήματος ή τη δέσμευση από ευρύτερες κοινωνικές αξίες και αρχές.
Τη θέση των κοινωνικών αντιθέσεων, των συγκρουόμενων συμφερόντων, των μηχανισμών εκμετάλλευσης και δημιουργίας έντονων κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων καταλαμβάνει σήμερα στις αναλύσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς η ισοπέδωση, η απροσδιοριστία, η ανοχή, η «εξισορρόπηση» των αντιθέσεων.
Η αποδοχή του νεοφιλελεύθερου προτύπου στις πολιτικές της διακυβέρνησης από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ανέδειξε ως «πυρηνικό» στοιχείο της κοινωνίας τον αγοραίο ατομικισμό, το ατομικό όφελος, τον ιδιώτη που εκφράζει μόνο ατομικά συμφέροντα και «εξατομικευόμενες» κοινωνικές αξίες. Πώς θα υπάρξει συλλογικότητα μέσα από αυτή την πολυδιάσπαση όταν οι πολίτες εκφράζουν, όλο και εντονότερα, ατομικά συμφέροντα και επιλογές, περιθωριοποιώντας την κοινωνική τους υπόσταση και τις αξίες που τη συγκροτούν;
Η περίφημη «κοινωνία των πολιτών», την οποία επικαλείται η μεταμοντέρνα σοσιαλδημοκρατία, προκειμένου να απενοχοποιηθεί τόσο από την εγκατάλειψη του κράτους-πρόνοιας όσο και από την υποβάθμιση των κοινωνικών προταγμάτων, δεν αποτελεί παρά την ψευδεπίγραφη «ταμπέλα» του αναδυόμενου μοντέλου του «δημοκρατικού ατομικισμού», το οποίο και συνιστά το «όραμα της νέας χειραφέτησης» (Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Ελευθεροτυπία», 19/10/2007).
Η παραιτούμενη, λοιπόν, από τις πολιτικές της εξουσίες σοσιαλδημοκρατία αναθέτει το βάρος στους πολίτες που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα.
Όχι ασφαλώς τα κεντρικά προβλήματα που αφορούν τους κυρίαρχους μηχανισμούς της αγοράς και των οικονομικο-πολιτικών συμφερόντων… Στην «κοινωνία των πολιτών» η σύγχρονη μεταμοντέρνα Αριστερά και η νεόκοπη σοσιαλδημοκρατία «αναθέτουν» τα προβλήματα της οικολογίας, των μειονοτήτων, τα τοπικά-περιφερειακά θέματα, τις παρεμβάσεις μέσω των καταναλωτικών κινημάτων, την εθελοντική προσφορά. Λειτουργίες και παρεμβάσεις όντως σημαντικές που δεν λύνονται όμως περιφερειακά, αλλά απαιτούν κεντρικές-στρατηγικές πολιτικές επιλογές και παρεμβάσεις.
Τέτοιου είδους αντιλήψεις και επιλογές υιοθετήθηκαν από το
ΠΑΣΟΚ και οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε κανένας σοβαρός πολιτικός διάλογος, καμιά θεωρητική επεξεργασία των κρίσιμων αυτών θεμάτων που θα αποδείκνυε τη σαθρότητα όλου αυτού του μεταμοντέρνου σοσιαλφιλελεύθερου οικοδομήματος.
Γιατί η πραγματικότητα δείχνει και σήμερα ότι τα κοινωνικά συμφέροντα μπορούν να προσδιορίζουν τις πολιτικές επιλογές. Γιατί αν οι παραδοσιακές τάξεις αποδιαρθρώνονται, μόνο ένα μικρό τμήμα τους οδηγείται σ’ ένα ανώτερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, ενώ το μεγαλύτερο είτε υποβαθμίζεται είτε περιθωριοποιείται. Μη βρίσκοντας διεξόδους και θεσμικές-κοινωνικές υποστηρικτικές δομές (αφού οι κοινωνικοί θεσμοί αντικαθίστανται από τα «δίκτυα» προστασίας και την ιδιωτική φιλανθρωπία), οι ομάδες αυτές οδηγούνται στη συντηρητικοποίηση και στην αναζήτηση ασφαλείας μέσω της αυστηροποίησης των διοικητικών-αυταρχικών μηχανισμών…
Το ΠΑΣΟΚ και τα ηγετικά του «κλιμάκια», αντί να οριοθετούν την ταυτότητα και τις επιλογές τους με μόνο κριτήριο την ΕΞΟΥΣΙΑ, ας επιχειρήσουν να απαντήσουν στα κρίσιμα ερωτήματα του καιρού και του τόπου:
– Ποια η πολιτική, κοινωνική, οικονομική, αλλά και ηθική ακόμα, οριοθέτησή τους απέναντι στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο; Ποια μορφή έχει προσλάβει σήμερα η παραδοσιακή αντίθεση Κεφαλαίου – Εργασίας και ποιες είναι οι σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης;
– Ποιες κοινωνικές τάξεις και ποια κοινωνικά συμφέροντα μπορούν να συγκροτήσουν σήμερα το κοινωνικό «θεμέλιο» του ΠΑΣΟΚ; Μέσα από ποιους μηχανισμούς αναδιανομής μπορούμε να διαμορφώσουμε τους θεσμούς ενός «μετα-κεϋνσιανικού» κοινωνικού κράτους που θα μπορεί να ενσωματώνει κοινωνικές ομάδες που οδηγούνται στο περιθώριο;
Βεβαίως τέτοιου είδους ερωτήματα δεν τίθενται θεωρητικά. Γιατί υπάρχουν και απαντήσεις και διέξοδοι και ολοκληρωμένες επεξεργασίες. Οι οποίες όμως χρειάζονται πριν απ’ όλα τα πολιτικά υποκείμενα. Τους κομματικούς θεσμούς, τις ιδεολογικές αρχές και τα ικανά πρόσωπα που μπορούν να συλλάβουν το βάθος και την κρισιμότητα των προβλημάτων, τις απαιτήσεις των καιρών.
Κι αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο.