Μια φορά και έναν καιρό

Στο εσωτερικό του είχε μια θήκη σφηνωμένη διαγωνίως, από το ένα τοίχωμα στο άλλο, από λαμαρίνα κι αυτή, όπου χωρούσε μετά βίας ένα όγδοο κολόνας πάγου για παραγωγή νερού πιο δροσερού από το αιγινήτικο κανάτι, που το βάζαμε στο «κούφωμα» των παντζουριών τυλιγμένο με μια πετσέτα που τη βρέχαμε κάθε τόσο και μ’ ένα λεμόνι στο στόμιό του για τάπωμα.

Το ψυγειάκι αυτό, γιατί περί ψυγείου επρόκειτο, είχε κι ένα σωληνάκι που εξείχε στο κάτω μέρος για να φεύγουν τα παγόνερα. Με μια απρόσεκτη κίνηση όμως, αν τα νερά αντί για τον νεροχύτη πέφταν στα πλακάκια της κουζίνας και τα πατούσες, θα γέμιζες τα μωσαϊκά με κάτι μαυριδερές πατημασιές, για να φωνάζει η μάνα μου που μόλις είχε σφουγγαρίσει. Στην οροφή του, απ’ όπου τροφοδοτείτο με νερό, είχε ένα κωνοειδές σκέπασμα, σαν κινέζικο καπέλο, για λόγους αισθητικούς ή… «ντιζαϊνιάς», όπως θα ‘λεγαν σε μια… καφετέρια σήμερα!

Το αυτοσχέδιο αυτό ψυκτικό μηχάνημα μάς εξασφάλιζε μόνο με κρύο νερό το καλοκαίρι, γιατί η συντήρηση των τροφίμων γινότανε με το «φανάρι», όπως απεκαλείτο εκείνο το σκεύος εξοπλισμού των μαγειρείων. Το φανάρι ήταν σαν κιβώτιο από τσίγκινο σκελετό, με τοιχώματα από συρμάτινη «σήτα», για να περνά ο αέρας ελεύθερα, κρατώντας έτσι δροσερά τα τρόφιμα, δίχως κίνδυνο να τα επισκεφτούν ζωύφια και κάθε λογής έντομα. Συνήθως το τοποθετούσαν ψηλά, σε κάποιο ευάερο σημείο της κουζίνας, για να προστατευθούν τα φαγώσιμα από τυχόν… αλλοίωση αλλά και από τις μύγες, που ίπταντο σε… σμήνη. Μοναδικά όπλα εξολόθρευσής τους ήταν το εντομοκτόνο «φλιτ», που το πουλούσαν σε κίτρινα πλακέ μικρά δοχεία, με το οποίο ψέκαζαν το δωμάτιο με μια ειδική τρόμπα. Το άλλο όπλο, και το πιο δραστικό, ήταν μια χάρτινη λουρίδα αλειμμένη με «τσιρίσι», που την κρεμούσαν στο καλώδιο της λάμπας του ηλεκτρικού, όπου πήγαιναν και κολλούσανε οι μύγες και στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν σχημάτιζαν, τσιρίζοντας, μια φρικτή επιθανάτια χορωδία…

Τον πάγο στα σπίτια τον έφερνε ο παγοπώλης, σπρώχνοντας το ετοιμόρροπο χειράμαξό του και ο γιος του, ξυπόλυτος, βοηθούσε στη διανομή. Έκοβε την κολόνα με το πριονωτό μπαλταδάκι και ύστερα, πιάνοντας το κομμάτι με την καμπυλωτή τσιμπίδα, το άφηνε να κυλήσει στο πλακόστρωτο της αυλής. Αγοράζαμε ένα τέταρτο, που το έκοβε στα δύο. Το μισό έμπαινε στο ψυγείο και το υπόλοιπο το τυλίγαμε μ’ ένα τσουβάλι μέχρι να έρθει η σειρά του. Η κατανάλωση του νερού από το ιδιότυπο αυτό ψυγείο γινόταν με «μέτρο», επειδή η χωρητικότητά του ήταν μικρή και αν κάποιος επισκέπτης ερχόταν απρόοπτα, το τρατάρισμά του έπρεπε να γίνει με γλυκό του κουταλιού, ένα ποτήρι νερό παγωμένο, μαζί με την ευχή «τη δροσιά του να ‘χεις»… Γι’ αυτό χρειαζόταν πάντα απόθεμα σε πρώτη ζήτηση. Έτσι, η οικιακή κατανάλωση περιοριζόταν στη συνοδεία του απογευματινού καφέ ή στην αραίωση της σπιτίσιας βυσσινάδας, τότε που συγκεντρωνόταν η οικογένεια, μετά τον μεσημεριανό υπνάκο, στην αυλή με την κληματαριά ή στο ταρατσάκι με τη θέα. Με το φαγητό μας πίναμε νερό από το κανάτι που είχε δροσίσει στην σκιά μονάχο του και γι’ αυτό ήτανε πιο υγιεινό απ’ του ψυγείου, που η τεχνολογία με την επινόηση του… πάγου το κρύωνε με αφύσικα γρήγορους ρυθμούς και φανταστικά χαμηλές θερμοκρασίες.

Εκείνη την εποχή δημοσιευόταν στην εφημερίδα «Ακρόπολις», σε συνέχειες, μια συνταγή «μακροζωίας» με τίτλο «Πώς να ζήσετε εκατό χρόνια», που την επιμελείτο η συγγραφεύς και δημοσιογράφος Λιλίκα Νάκου. Τη διάβασε ο πατέρας μου, επείσθη και αποφάσισε τις συμβουλές της να τις εφαρμόσει… επάνω μου. Η κυριότερη εντολή της που με έθιγε άμεσα ήταν ότι «απαγορεύεται να πίνομε νερό κατά τη διάρκεια του γεύματος, παρά μόνον αφού έχομε αποφάει…».

Εγώ, όμως, που από το πρωί έτρεχα μέσα στους ήλιους παίζοντας μπάλα ή «κλέφτες και αστυνόμους», μόλις με φώναξαν για το μεσημεριανό φαγητό έφτασα κάθιδρος στο σπίτι κι, αφού με φωνές και με σκουντιές με έβαλαν να πλύνω τα χέρια μου (άλλη ταλαιπωρία κι αυτή), καθίσαμε όλοι γύρω γύρω στο τραπέζι. Είπε ο παππούς το «Πάτερ ημών» και εγώ που είχα πλαντάξει για νερό, βούτηξα την κανάτα, αλλά επενέβη ο πατέρας μου και αυστηρά μου είπε: «Νερό θα πιεις μετά το φαγητό!».

Την πρώτη μέρα το άντεξα. Ίσως έκανα κάποια «λαδιά» και το πιάτο μου άδειασε. Βουτάω το ποτήρι μου και γκλουκ γκλουκ άσπρος πάτος. Την επομένη όμως, όλα λες και συνωμότησαν εις βάρος μου. Το φαγητό ήταν στεγνό και δεν κατέβαινε με τίποτα. Διψούσα αφάνταστα κι έτσι σήκωσα «μπαϊράκι». Έσπρωξα το πιάτο μου και είπα αποφασιστικά: «Χωρίς νερό εγώ δεν τρώω…».

Έγινε φασαρία στο τραπέζι και ακολούθησε διχασμός. Οι μεν ετάσσοντο με την επιστήμη που την εκπροσωπούσαν ο πατέρας μου και η Λιλίκα Νάκου, προασπιζόμενοι τη μακροζωία μου και οι άλλοι φωνάζανε πως «αν μείνει το παιδί νηστικό και πάθει καμιά αδενοπάθεια, τότε να τα βράσω τα εκατό χρόνια, αν το χάσουμε…». Η άποψη αυτή επικράτησε. Η Λιλίκα Νάκου εξοβελίσθη, η πόσις συνέχισε να συνοδεύει τη βρώση και ο πατέρας μου απεφάνθη πως «μ’ αυτά και μ’ αυτά τον έχετε κάνει γάιδαρο»!

Κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποκτήσουμε κι εμείς ένα κανονικό ψυγείο πάγου. Πήγαμε παρέα με τον πατέρα μου και το αγοράσαμε από το εργοστάσιο που ήταν στα Πετράλωνα. Το φέρανε την επομένη. Ήταν ξύλινο, μεγάλο, εντυπωσιακό. Στην οροφή του είχε μια χοντρή μονωμένη πόρτα-καπάκι απ’ όπου έβαζαν τον πάγο που ακουμπούσε πάνω σε «σερπαντίνα», όπου κυρίως κρύωνε το νερό, ενώ το ντεπόζιτο ήτανε στο πλάι της. Μια βρύση… παχουλή χρωμιωμένη σε προσκαλούσε και σε προκαλούσε να πιεις, ήθελες δεν ήθελες. Παρακάτω ήτανε ο θάλαμος συντηρήσεως, ενώ λίγο πάνω από τα χοντρά του πόδια υπήρχε το συρτάρι απορροής για τα παγόνερα. Εν μία νυκτί αποστρατεύθηκε το παλιό μας ψυγειάκι, που μια ζωή μας δρόσιζε. Ακολουθώντας κι αυτό τη μοίρα των ανθρώπων όταν δεν τους χρειάζονται πια, το πήγαμε στο υπόγειο όπου σκούριασε και το πετάξαμε χωρίς να του πούμε ούτε ένα στερνό αντίο…

Έρχονταν γείτονες, συγγενείς και φίλοι για να το θαυμάσουν. Ανοίγανε τις πόρτες με τα εντυπωσιακά χερούλια και μελετούσανε τα μέσα του κάπως ζηλόφθονα. Μόνο η κυρία Παρή, που το παρατσούκλι της ήταν «Κασσάνδρα», επειδή «προφήτευε» ό,τι κακό ήταν δυνατό να συμβεί, το περιεργάστηκε και με ασύλληπτη βεβαιότητα έβγαλε τον… χρησμό. «Να με θυμηθείτε. Κάποια μέρα θα φτιάξουν και ηλεκτρικά μαραφέτια σαν και τούτο». Κι έκανε τον σταυρό της…


Σχολιάστε εδώ