ΜΗΠΩΣ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ;
Είναι προφανές ότι η απλή αναλογική δεν δίνει απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα, εκτός αν αυτό περάσει το 50% των ψήφων, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί. Από τη Μεταπολίτευση μέχρι τώρα μία φορά συνέβη, και μάλιστα υπό ειδικές συνθήκες: Το 1974, όταν η νεοϊδρυθείσα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή Νέα Δημοκρατία έφθασε το ποσοστό του 54,37%. Το 1981 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου πλησίασε, κερδίζοντας το 48,06%.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά το σύστημα της απλής αναλογικής καταδικάστηκε ως εμπόδιο για τον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων και τούτο επειδή επικράτησε η αντίληψη των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Κάθε άλλη προοπτική θεωρήθηκε απειλή συνολικά για το σύστημα και στην ουσία όλα τα κόμματα αποδέχθηκαν ότι θα κυβερνάει το ένα ή το άλλο από τα δύο μεγάλα και τα άλλα θα ασκούν αντιπολίτευση. Η αντίληψη αυτή ανεστάλη την περίοδο του 1989, όταν συγκυβέρνησαν η ΝΔ με τον ενιαίο Συνασπισμό, έχοντας κοινό στόχο την παραπομπή στελεχών του ΠΑΣΟΚ και του ίδιου του ιδρυτή του στη Δικαιοσύνη.
Η ασυνήθιστη αυτή συμμαχία αποκλήθηκε «πάκτο α λα γριέγα» (σύμφωνο α λα ελληνικά) και η χρήση του ισπανικού όρου οφείλεται στο ότι πρώτοι οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν το ελληνικό παράδειγμα, αλλά όχι ως εφαρμογή στην πολιτική ως μάθημα του τι συνέβη (με την έννοια του τι μπορεί να συμβεί) στο πανεπιστήμιο. Αλλά η απλή αναλογική ποτέ δεν εξετάστηκε σοβαρά ως πολιτικό σύστημα που θα μπορούσε να ισχύσει με συμφωνία των κομμάτων για μια δεκαετία π.χ. και να αλλάξει μετά, αν αποδειχθεί ότι δεν παράγει λύσεις και δεν διευρύνει τα όρια της δημοκρατίας. Θυμίζουμε ότι με το σύστημα της απλής αναλογικής οι έδρες κάθε συνδυασμού προκύπτουν από το αποτέλεσμα της αριθμητικής πράξης: ποσοστό συνδυασμού Χ αριθμό εδρών (300) : 100. Αν δηλαδή ένα κόμμα πάρει 25%, η δύναμή του σε έδρες θα είναι 25 Χ 300 : 100 = 75.
Τα δύο μεγάλα κόμματα λένε (και έχει βάση ο λόγος αυτός) ότι φοβούνται την αλαζονεία των μικρότερων κομμάτων που θα νιώθουν ότι χωρίς αυτά δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να ζητούν παράλογα κέρδη για να συνάψουν την όποια συμφωνία συνεργασίας. Τα μικρότερα κόμματα, της Αριστεράς κυρίως που έχει σταθερή παρουσία στις εκλογές, και το κόμμα του ΛΑΟΣ τώρα (παλιότερα το ΔΗΚΚΙ, η ΔΗΑΝΑ, η Πολιτική Άνοιξη) θεωρούν ότι διατηρούνται στο περιθώριο των εξελίξεων χωρίς την απλή «και άδολη» (όπως την αποκαλούσε το ΚΚΕ) αναλογική. Τα αναλογικά συστήματα (όπως αυτό με το οποίο έγιναν οι πρόσφατες εκλογές), που ευνοούν την αύξηση των βουλευτικών τους εδρών και πλησιάζουν κατά πολύ αυτές που θα κέρδιζαν με την απλή αναλογική, δεν τους αφορούν επειδή διατηρούν την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Προσθέτουν δηλαδή έδρες σε αυτό και δεν το φέρνουν σε κατάσταση συνεργασίας, όπως θα συνέβαινε αν έπαιρνε ό,τι προέκυπτε από το αριθμητικό του ποσοστό κατά την απλή αναλογική.
Ας το δούμε με αριθμούς στον παρακάτω πίνακα:
Βλέπουμε ότι το πρώτο κόμμα (ΝΔ) πήρε από τα άλλα 26 έδρες που δεν δικαιούται αριθμητικά, ενώ με το σύστημα της απλής αναλογικής στη Βουλή θα έμπαιναν δύο ακόμα κόμματα, οι Οικολόγοι Πράσινοι και η Δημοκρατική Αναγέννηση του Στ. Παπαθεμελή. Βέβαια το πρόβλημα είναι ότι δεν σχηματίζεται ούτε αυτοδύναμη κυβέρνηση ούτε –εύκολα– κυβέρνηση συνεργασίας.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η άσκηση δημοκρατίας που καλούνται να λύσουν τα κόμματα για να διευρύνουν τα όριά της να ανακαλύψουν συναινέσεις και κοινά σημεία αναφοράς. Πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η συνεργασία γίνεται δύσκολη λόγω της απουσίας ενός κόμματος (ή και δύο) ρυθμιστή, που θα κινούνταν γύρω στο 12%-15%, άρα θα είχε μεταξύ 30-45 βουλευτών. Έτσι το ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα (αν είχε γύρω στους 110 βουλευτές) θα μπορούσε με σχετική ευχέρεια να συνομιλήσει μαζί του με στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αν υπήρχε θεσμοθετημένη η απλή αναλογική είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνταν αυτά τα κόμματα, αφού θα είχαν ρόλο, ενώ τώρα ή με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής θα αποτελούσαν μια ακόμα αντιπολιτευτική δύναμη χωρίς προοπτική συμμετοχής στη διακυβέρνηση.
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η ετυμηγορία του λαού είναι σεβαστή και είναι τα κόμματα που καλούνται να βρουν λύσεις στη βάση των αποφάσεων του λαού. Τα 33 χρόνια που έχουν περάσει από τη Μεταπολίτευση ίσως αποτελούν χρόνο ωριμότητας, για να δοκιμάσει νέες διαδικασίες και λογικές η ελληνική πολιτική ζωή. Πολύ περισσότερο που ακούγεται εξαιρετικά ανώριμο, εκβιαστικό και ενοχλητικό το επιχείρημα «αν δεν μου δώσετε άνετη πλειοψηφία να κυβερνήσω, θα ξαναπάμε σε εκλογές». Κάτι που σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι «θα εξαναγκαστείτε να μου δώσετε περισσότερη δύναμη, αν και δεν θέλετε, για να υπάρξει κυβέρνηση». Ενώ είναι προφανές ότι ισχυρή κυβέρνηση που θα είναι προϊόν πίεσης του εκλογικού σώματος δεν θα έχει καμιά ουσιαστική δύναμη, πέραν της αριθμητικής.