«Η στρατηγική των παράλογων ηττημένων»

«Παράλογους ηττημένους» μας αποκάλεσε ο ΘΡΑΣΥΤΑΤΟΣ υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων κ. Αντόνιο Μιλοσόσκι σε συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο», τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου, επειδή, έχοντας φτάσει στο νυν και αεί λόγω της προκλητικής αδιαλλαξίας των κρατούντων στο ουσιαστικά διχασμένο κρατίδιό του, είμαστε ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΙ να καταφύγουμε στη «στρατηγική της άσκησης βέτο». (Το «υποχρεωμένοι» απευθύνεται στην κυβέρνηση της ΝΔ και ειδικότερα στη δακτυλοδεικτούμενη για την ακραία φιλοαμερικανική της στάση κ. Μπακογιάννη. Η οποία, σε διάλεξή της στο πλαίσιο του «Φόρουμ των Πρέσβεων», επέμεινε στην ενδοτική και ΑΝΤΙΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ πολιτική της έναντι των Σκοπίων, τονίζοντας ότι «η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας κατευθύνεται από τη λογική της αναζήτησης συναινέσεων και συνεργασιών»!).

Άξιος, όντως, ο μισθός της! Ο σκοπιανός υπουργός φτύνει κατάμουτρα τη χώρα της και εκείνη, όχι μόνο δέχεται αδιαμαρτύρητα τη ροχάλα, αλλά τον καλοπιάνει κι από πάνω, αφήνοντας έμμεσα να εννοηθεί ότι ενδέχεται να αποφευχθεί η προσφυγή εκ μέρους μας στο ΕΣΧΑΤΟ ΟΠΛΟ που διαθέτουμε. Κι αυτά τα… περισπούδαστα τα είπε στο «Φόρουμ των Πρέσβεων» για να τ’ ακούσουν ή να τα πληροφορηθούν και οι έλληνες διπλωμάτες, ώστε, όσοι εξ αυτών διαφωνούν μαζί της, να φροντίσουν να της μοιάσουν!

Διευκρινίζω το αυτονόητο: Ουδόλως φταίει ο κ. Μιλοσόσκι για τους ανοίκειους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς του, όπως δεν φταίνε και αναρίθμητοι άλλοι σκοπιανοί αξιωματούχοι για τα λόγια και τις πράξεις τους. Βρίσκουν και κάνουν οι άνθρωποι από δική μας υπαιτιότητα. Κι αυτό απ’ την πρώτη στιγμή που απέκτησαν τα Σκόπια κρατική οντότητα, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας που δεν επιδίωξαν τότε οι ΗΠΑ, αλλά η Γερμανία με πρωταγωνιστή τον θεωρούμενο φίλο της Ελλάδος κ. Γκένσερ, υπουργό επί των Εξωτερικών της επανενωθείσας χώρας του.

Θυμίζω ότι ο κ. Γκένσερ υπήρξε από ετών προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με τον οποίο είχε συναντηθεί αρκετές, εικάζω, φορές πριν από την ολοκλήρωση του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας. Αναρωτιέμαι από τότε γιατί ο διακρινόμενος για την πειθώ του κ. Μητσοτάκης δεν κατόρθωσε να πείσει τον κ. Γκένσερ να μην προσδοθεί στα Σκόπια ΧΩΡΙΣΤΗ κρατική οντότητα. Γεγονός, λόγω της δεσπόζουσας εκείνη την εποχή και καταλυτικής δραστηριότητας του κ. Γκένσερ στα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, που θα μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά προς όφελος της Ελλάδος.

Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο κ. Γκένσερ, όταν απέκτησαν κρατική οντότητα στα Σκόπια, πρότεινε να ονομάζονται «Δημοκρατία των Σκοπίων» (και όχι «της Μακεδονίας»). Πράγμα που απέρριψαν διαρρήδην η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, με το επιχείρημα ότι κάθε νέα κρατική οντότητα που προκύπτει έχει το δικαίωμα να ονομάζεται όπως επιθυμεί.

Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 συνήλθαν στις Βρυξέλλες οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών μελών της ΕΟΚ και όρισαν σε σχέση με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ότι «η τελευταία οφείλει να δεσμευτεί, πριν από την αναγνώριση, ότι θα υιοθετήσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις που θα εξασφαλίζουν ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικό κράτος μέλος της Κοινότητας και ότι δεν θα διεξαγάγει δραστηριότητες εχθρικής προπαγάνδας εναντίον γειτονικού κράτους μέλους της Κοινότητας, περιλαμβανομένης της χρήσεως μιας ονομασίας η οποία υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις».

Αυτά όρισαν οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών μελών της ΕΟΚ επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά. Όμως, 14 ημέρες αργότερα, στις 30 Δεκεμβρίου, ο αείμνηστος Μανώλης Καλαμίδας, εκπρόσωπος τότε του υπουργείου Εξωτερικών, είχε δηλώσει ότι «οι προτάσεις των Σκοπίων σχετικά με την τροποποίηση του Συντάγματος της νεότευκτης Δημοκρατίας δεν ικανοποιούν την ελληνική πλευρά, εφόσον μάλιστα, δεν αναφέρουν οτιδήποτε αναφορικά με την αλλαγή της ονομασίας ”Δημοκρατία της Μακεδονίας”.

Στις 3 Ιανουαρίου 1992, άτυπη συνάντηση στην Αθήνα εκπροσώπων – εμπειρογνωμόνων της Ελλάδος και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας «διακόπηκε, με ελληνική πρωτοβουλία, όταν διαπιστώθηκε ότι η αντιπροσωπεία των Σκοπίων δεν ήταν διατεθειμένη να συζητήσει την αλλαγή του ονόματος του νέου κράτους».

Στις 26 Φεβρουαρίου 1992 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιδίδει στον Α. Σαμαρά σημείωμα με οδηγίες (εκπληκτικές και χρησιμότατες) για να τις ακολουθεί ο τελευταίος κατά την υποστήριξη των εθνικών μας θέσεων στο εξωτερικό. Κάτι που το τηρεί απαρέγκλιτα ο υπουργός Εξωτερικών, καθότι συμφωνεί απόλυτα με το περιεχόμενο των οδηγιών αυτών. Το πράγμα στράβωσε με την άκαμπτη ως προς το ΟΝΟΜΑ στάση των Σκοπίων και ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να τάσσεται υπέρ «εναλλακτικής λύσης» και «δεύτερης γραμμής άμυνας». Θέσεις που δεν ενστερνιζόταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε φυσικά ο Αντώνης Σαμαράς. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η εκπαραθύρωση του Σαμαρά από το υπουργείο Εξωτερικών μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 13 Απριλίου 1992. (Τα στοιχεία τα άντλησα από το «Αρχείο Κωνσταντίνος Καραμανλής», εκδόσεις «Καθημερινής», τόμος 12Β, σελίδες 611, 612, 626, 628, 632 και 634 και τα παρέθεσα σε μονοτονικό σύστημα αντί του αυθεντικού πολυτονικού που χρησιμοποιεί η «Καθημερινή».)

Από τότε μέχρι σήμερα χάθηκαν πολλές ευκαιρίες για την Ελλάδα, με κορυφαία τη μη εκμετάλλευση του εμφύλιου σπαραγμού μεταξύ Σλάβων και Αλβανών το 2001. Παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό αναζωπυρώθηκαν οι εθνοτικές εχθροπραξίες στα Σκόπια, η αδιαλλαξία του κρατιδίου όχι μόνο διατηρείται, αλλά και εντείνεται, την ώρα που η Αθήνα εξακολουθεί να επαφίεται στις… καλές υπηρεσίες του κ. Νίμιτς… Το ναυάγιο της διαμεσολάβησης του εν λόγω κυρίου μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων διά των εκπροσώπων των δύο χωρών επισημοποιήθηκε την Πέμπτη. Όμως, η κυβέρνηση του ΜΑΚΕΔΟΝΑ πρωθυπουργού περιμένει αποτελέσματα από αυτού του είδους τις άγονες διαπραγματεύσεις, ΣΠΑΤΑΛΩΝΤΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΧΡΟΝΟ. Χρόνο που λειτουργεί -το καταλαβαίνουν και μικρά παιδιά- εναντίον μας.

Αν η Αθήνα δεν επιδείξει πυγμή, ασκώντας ΒΕΤΟ και μόνο ΒΕΤΟ και μάλιστα ταχύτατα ώστε να μην ευδοκιμήσει η παρελκυστική τακτική των Αμερικανών, ας μην παραξενευτεί κανένας σε περίπτωση που στις επόμενες εκλογές, όποτε και να διεξαχθούν, το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη εκλέξει 30, τουλάχιστον, βουλευτές.


Σχολιάστε εδώ