Πολιτική – πνευματική ένδεια
Ασφαλώς πίσω από το καίριο δίλημμα: «τυπική συνύπαρξη, με δρώσες τις αντιθέσεις, ή διάσπαση» προβάλλει ένα κρίσιμο, ιστορικό ερώτημα: Μήπως όλα αυτά τα φαινόμενα αποκαλύπτουν ότι το ΠΑΣΟΚ εισέρχεται σε μια παρατεταμένη τροχιά κρίσης και συρρίκνωσης με άδηλο μέλλον; Μήπως δηλαδή οι πολλαπλές αυτές μορφές της κρίσης, όπως εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια (κρίση προσώπων, ιδεολογικών αρχών, πολιτικής στρατηγικής, κοινωνικής αντιπροσώπευσης) θέτουν το ερώτημα της ίδιας της πολιτικής υπόστασης του ΠΑΣΟΚ και του μέλλοντός του;
Το ΠΑΣΟΚ χάνει σταδιακά το «ένστικτο» της πολιτικής αυτοσυντήρησής του, χάνει τη δυναμική του. «Ζώντας» επί πολλά χρόνια στο «θερμοκήπιο» της κυβερνητικής εξουσίας δεν απώλεσε μόνο την πολιτική του αυτονομία, αλλά άλλαξε και την «οπτική» του και τις σχέσεις του με την κοινωνία. Και, το χειρότερο, έχασε τη δυνατότητα να «σκέπτεται», να λειτουργεί ως ένας πολιτικός – πνευματικός οργανισμός που διαθέτει τόσο τα θεωρητικά – μεθοδολογικά «εργαλεία» για την ανάλυση της ιστορικής – κοινωνικής πραγματικότητας όσο και τις οργανικές σχέσεις με την κοινωνία.
Στις καθημερινές μας προσεγγίσεις ταυτίζουμε συχνά τον «κυβερνητισμό», τον «καθεστωτισμό» με τη χρήση και κατάχρηση της εξουσίας, τη φθορά και τη διαφθορά, την υποκατάσταση της εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων από τις πελατειακές – διαπροσωπικές σχέσεις.
Πράγματι τέτοιου είδους φαινόμενα οδηγούν στην απαξίωση πολιτικών προσώπων, στην εγκατάλειψη πολιτικών επιλογών και θέσεων, στην αποϊδεολογικοποίηση. Όμως τα φαινόμενα αυτά δεν είναι περιστασιακά. Γιατί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οδηγούν στον πνευματικό και πολιτικό μαρασμό. Εδώ και πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ έπαψε να «στοχάζεται».
Θεώρησε περιττή πολυτέλεια την ανάλυση των κυρίαρχων αντιθέσεων που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία, την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων που προκύπτουν από την κυριαρχία των μηχανισμών της αγοράς και την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους.
Όλα αυτά θεωρήθηκαν βλαπτικές θεωρητικές ενασχολήσεις. Άλλωστε η κυβερνητική εξουσία, η καθημερινή διαχείριση, οι εξισορροπήσεις και οι «διευθετήσεις» μετατοπίζουν το πρόβλημα σε ένα πολύ πιο εύκολο επίπεδο:
Από τα βασικά, τα μείζονα προβλήματα, που απαιτούν συγκροτημένες πολιτικές ρήξεις και συνθέσεις κοινωνικών συμφερόντων σε μακροπρόθεσμες πολιτικές, επιλέγονται τα «ήρεμα νερά» της διαχείρισης, της εξυπηρέτησης των μικροσυμφερόντων, της συναλλαγής.
Η διαχείριση οδηγεί τελικά στο μικρο-επίπεδο της πολιτικής προσέγγισης, δηλαδή, κατ’ ουσίαν, στο επίπεδο της μικροπολιτικής.
Όμως κάθε ζωντανός κοινωνικο-πολιτικός θεσμός, όπως ένα κόμμα, όταν χάνει την ικανότητα να στοχάζεται και να αναστοχάζεται (αναλύοντας την ιστορική του διαδρομή), όταν αρνείται να χρησιμοποιεί θεωρητικά εργαλεία ανάλυσης για να κατανοεί την ιστορική πραγματικότητα, τότε όχι μόνο αποκόβεται από την πραγματικότητα αυτή, αλλά οδηγείται, αργόσυρτα, στον πνευματικό – πολιτικό του «θάνατο»…
Ασφαλώς η κρίση της Αριστεράς και της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας είναι ιστορικό φαινόμενο, όπως και οι αδυναμίες των παραδοσιακών θεωρητικών σχημάτων να αντιμετωπίσουν μέσα από συγκεκριμένες επεξεργασίες τις επιπτώσεις των παγκοσμιούμενων μηχανισμών της αγοράς.
Αυτό το γεγονός όμως δεν συνεπάγεται πολιτική παραίτηση και απόσυρση, όπως πράττει τα τελευταία χρόνια το ΠΑΣΟΚ καλυπτόμενο κάτω από την εύκολη «διαπίστωση» ότι «έτσι κάνουν όλοι»…
Μ’ αυτήν ακριβώς τη «λογική» η διείσδυση των συμφερόντων της διαπλοκής στο κομματικο-κυβερνητικό επίπεδο αντιμετωπίστηκε ως φυσικό-νομοτελειακό φαινόμενο. Με παρόμοια σκεπτικά η απελευθέρωση των μηχανισμών της αγοράς, η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών θεσμών θεωρήθηκαν ως προωθητικός μηχανισμός των νέων επενδύσεων και της ανάπτυξης. Στο ίδιο πλαίσιο η ανεργία αντιμετωπίστηκε με επιδόματα και «θέσεις» απασχόλησης, με τις ίδιες «λογικές» οι κοινωνικοί θεσμοί αντικαταστάθηκαν από τα δίκτυα προστασίας και τα κοινωνικά αγαθά μετατράπηκαν σε «κατ’ επιλογήν» δικαιώματα…
Όλα αυτά φαίνονταν πολύ «βολικά» την περίοδο της κυβερνητικής εξουσίας (αν και τα «καμπανάκια» ήχησαν εκκωφαντικά το 2000) αφού συνέβαλαν στην αναπαραγωγή τόσο της κυβερνητικής όσο και της κομματικής δομής.
Σήμερα, που έχει κοπεί ο «ομφάλιος λώρος» και έχει διαλυθεί η συγκολλητική «ύλη» της εξουσίας, εμφανίζεται σ’ όλες του τις διαστάσεις το πολιτικό κενό, η απουσία θέσεων και λύσεων για τα κρίσιμα προβλήματα του τόπου.
Ο τυφλός εμπειρισμός, οι ad hoc απαντήσεις, οι εξισορροπητικές «συνταγές» που διαμορφώνονταν με τη συνύπαρξη του νεοφιλελευθερισμού με τον «κοινωνισμό», οι «ουδέτερες» πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα πολιτικές, που απλώς αναπαράγουν τις κρίσεις, δεν γίνονται πια αποδεκτές από την κοινωνία.
Σ’ αυτό το πολιτικό κενό, συνακόλουθα, εμφανίζονται οι αντιπαραθέσεις των μηχανισμών, οι ακραίοι χαρακτηρισμοί, τα ευτελή υπονοούμενα που προσβάλλουν ακόμα και την ηθική υπόσταση του «αντιπάλου». Όμως η αντιπαράθεση του τύπου αυτού δεν αποκαλύπτει μόνο τη μετριότητα των πολιτικών αναστημάτων, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει την απουσία κοινών πολιτικοϊδεολογικών συντεταγμένων.
Δεν υπάρχουν πια «πολιτικοί ώμοι» ικανοί να σηκώσουν το ιστορικό-πολιτικό «οικοδόμημα» που διαμορφώθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη ριζοσπαστική κοινωνική δυναμική της μεταπολίτευσης και αποτελεί το κεντρικό θεμέλιο του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν υπάρχει ένας κοινός πυρήνας ιδεών, αξιών, αντιλήψεων ικανός να συνθέσει και να υπερβεί τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Δεν υπάρχει ένα κοινό θεωρητικό-αναλυτικό «θεμέλιο» ως βάση κατανόησης του σύγχρονου κόσμου και των συντελούμενων κοινωνικών διεργασιών.
Οι μεγάλες θεωρητικές αναλύσεις, οι νεο-μαρξιστικές προσεγγίσεις, ο πλούσιος προβληματισμός που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην προσπάθεια να αναλυθούν καίρια οικονομικο-πολιτικά και θεωρητικά προβλήματα έχουν περιέλθει στα «αζήτητα» εδώ και χρόνια για το ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα έχουν ήδη αντικατασταθεί από θεμελιώδεις παραδοχές του «ευαγγελίου» της αστικής-φιλελεύθερης «ανοικτής κοινωνίας» του Κ. Popper, αναμεμειγμένες με μεταμοντέρνες αποδομητικές εκδοχές του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου.
Σ’ αυτά τα πολιτικο-ιδεολογικά όρια, μ’ αυτά τα πολιτικά «αναστήματα», θα κινηθεί υποχρεωτικά το ΠΑΣΟΚ προς το μέλλον. Από εδώ και πέρα «Ζητείται Ελπίς».