Μια φορά και έναν καιρό

Επίσης το Σάββατο εκείνο ανεβλήθη και η τακτική συγκέντρωση του υποτομέα της ΕΟΝ, επειδή πολλά παιδιά ονομάζονταν «Δημητράκης» κι επομένως θʼ απουσίαζαν. Έτσι, όταν χτύπησε το κουδούνι και σχολάσαμε το απόγευμα της Παρασκευής (τότε μαθήματα γίνονταν πρωί – απόγευμα), πετούσαμε από τη χαρά μας που αύριο θα ήμασταν ελεύθεροι. Ούτε το ξυπνητήρι θα κουδούνιζε πάνω στον πιο γλυκό μας ύπνο ούτε με παγωμένο νερό θα πλέναμε τη μούρη μας βιαστικά, γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοσίφωνες και το νερό που ζέσταιναν στην κουζίνα με τη γκαζιέρα προοριζόταν για το ακατανόμαστο εκείνο ρόφημα που φτιάχναν με το γάλα, ανάθεμά το!
Τη χαρά όμως της αργίας αμαύρωσε ένα κάρο μαθήματα που μας φόρτωσαν να διαβάσουμε. Έπρεπε ν’ αποστηθίσουμε ανώμαλα ρήματα από τη γραμματική του Τζαρτζάνου και συγκεκριμένα τον παρακείμενο και υπερσυντέλικο του «πιπράσκω», να λύσουμε ασκήσεις μαθηματικών και ν’ αντιγράψουμε μισή σελίδα από τα «Νεοελληνικά αναγνώσματα». Το βιβλίο αυτό πολλοί το διαβάζαμε και εκτός μαθήματος, επειδή είχε περικοπές από λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα γνωστών ποιητών, μπαίνοντας έτσι «εξ απαλών ονύχων» στα χωράφια της διανόησης ή έστω στα… περίχωρά της.
Δυστυχώς τα μαθήματα της Παρασκευής ζευγάρωναν μʼ εκείνα της Δευτέρας, που σημαίνει πως πρέπει γιορτιάτικα να στρώσεις τον «απαυτό σου» κάτω και να φορτώσεις το κεφάλι σου με ό,τι βαρετό σκαρφίστηκαν άνθρωποι ξενέρωτοι, για να σε τυραννούν. Είχες και το γράψιμο, γιατί μόλις μπαίναμε στην τάξη το «καρφί» που ήταν επιφορτισμένος με χρέη επιμελητού, μάζευε με χαιρεκακία τα τετράδια και τα ‘δινε στον καθηγητή. Εκείνος, πρώτα βαθμολογούσε την… καλλιγραφία ή αν είχανε μουτζούρες και μετά αν ήτανε σωστά λυμένες οι ασκήσεις. Αυτό όμως δεν με απασχολούσε, επειδή τις έλυνε ο… πατέρας μου κι εκείνος θα εισέπραττε τον κακό βαθμό. Τελικά ήμουν αναγκασμένος να πιω το «πικρό ποτήριο» της μελέτης, διότι δυστυχώς δικαιολογίες, όπως: «Ξέρετε εόρταζεν ο πατήρ μου και δεν ηδυνήθην να διαβάσω…», δεν περνούσαν. Θα μου απαντούσε ο φυσικός, που ήτανε μεγάλος τζόρας, τραβώντας μου το αφτί: «Είχες και την Κυριακήν διά να πράξης το καθήκον σου. Πλην όμως εσύ τεμπέλιαζες…». Και θα το σημείωνε στο μπλοκάκι του με αποτέλεσμα ν’ αποκλειστώ από τους «εκπαιδευτικούς περιπάτους» που κάναμε πότε στην Ακρόπολη, άλλοτε στο Αστεροσκοπείο και άλλοτε στον Λυκαβηττό, περνώντας από το απόμερο και εξωτικό κέντρο, τη «Χαβάνα», όπου πολλά χρόνια αργότερα, μεγάλοι πια, ο Γιάννης Αργύρης, μιμούμενος ραδιοφωνική της διαφήμιση, σκάρωσε μιαν «άσεμνη» παρωδία στο «ελάτε στη μαγευτική χαβάνα» και την… «εκφωνούσε» τα βράδια στις «Εσπερίδες» του.
Ήταν αλήθεια πως γιόρταζε εκείνη τη μέρα ο πατέρας. Αλλά ύστερα από την κατάρρευση της Γαλλίας και του πολέμου που συνεχιζόταν στην Ευρώπη, επικρατούσε μια αβεβαιότητα για το μέλλον κι ένα μούδιασμα, που δεν άφηναν περιθώρια για φιέστες. Συνήθιζαν τότε πολλοί μεγαλόσχημοι, όταν εόρταζαν, να δημοσιεύουν στα «κοινωνικά» των εφημερίδων αγγελίες πως ο «κύριος Τάδες δεν εορτάζει και δεν δέχεται επισκέψεις».
Εμείς όμως, που ούτε μεγάλο κύκλο είχαμε ούτε πολλά νταραβέρια, αποφασίσαμε να «κλείσουμε» άνευ προειδοποιήσεως το σπίτι και να πάμε το απόγευμα στο «Σινεάκ», υπό την προϋπόθεση πως θα στρωθώ το πρωί και θα μελετήσω. Για μένα, μια ζωή, ίσχυε το «ουδέν καλόν αμιγές κακού» και ποτέ το αντίστροφο…
Πάντα στο «Σινεάκ» κατά τη διάρκεια του προγράμματος, στον διπλανό από την οθόνη τοίχο, πρόβαλαν κάθε τόσο, μια φωτεινή εφημερίδα με τις «τελευταίες ειδήσεις». Ήταν μια ρουτίνα, αδιάφορη συνήθως στους θεατές. Σήμερα όμως η κάθε καινούργια είδηση που εμφανιζόταν στον τοίχο προκαλούσε σούσουρο και ψιθύρους, χωρίς να συνοδεύονται από το χαρακτηριστικό εκείνο «σσσσ» για να πάψουν οι φλυαρίες. Όταν άναψαν τα φώτα και βγήκαμε από την υπόγεια αίθουσα, ανεβαίνοντας τα πλατιά σκαλοπάτια που τα κάλυπτε ένα παχύ κόκκινο χαλί, άκουσα τον πατέρα μου να ρωτάει: «Λες;» και ανήσυχη η μάνα μου να του απαντά: «Ο Θεός να βάλει το χέρι του»! Δεν έδωσα φυσικά σημασία, γιατί θεώρησα πως ήταν από τα «κορακίστικα» που νόμιζαν πως δεν καταλαβαίνω…
Η επομένη ήταν μια Κυριακή σαν όλες τις Κυριακές και το απόγευμα νωρίς νωρίς με πήρε η μάνα μου να πάμε επίσκεψη σε συγγενείς που μένανε στο Παλαιό Ηράκλειο, κοντά στο εξοχικό κέντρο «ΣάγκριΛα».
Δεν θυμάμαι από πού πήραμε το σχετικό λεωφορείο. Ούτε θυμάμαι τη μονοκατοικία τους με τα δύο άγρια μαντρόσκυλα που τα δένανε με αλυσίδες όταν έρχονταν επισκέψεις. Θυμάμαι μονάχα τα χωράφια που διασχίσαμε για να φτάσουμε ως εκεί, αλλά δεν θυμάμαι τι σόι αηδία ήταν το γλυκό που με φίλεψαν και που ούτε θέλω να θυμάμαι εκείνο το κουτί με τα σοκολατάκια «Ζόναρ’ς», το ολόασπρο, το γυαλιστερό, με τις διαγωνίως δεμένες γαλάζιες μεταξωτές κορδέλες που τους πήγαμε πεσκέσι.
«Στον λαιμό να σας κάτσουν…», βλαστήμαγα μέσα μου, βλέποντας νʼ αρπάζουν αυτόν τον θησαυρό και να λένε αποπάνω: «Μα δεν ήταν ανάγκη…» (Και φυσικά δεν ήταν)…
Πέρασα μερικές ανιαρές ώρες κι, όπως ήτανε πια προχωρημένο φθινόπωρο, οι μέρες είχαν μικρύνει και το σκοτάδι έπεφτε απότομα. Σηκωθήκαμε να φύγουμε, επειδή μέναμε στους αντίποδες. Και τότε, όπως βαδίζαμε στην ερημιά, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: Γύρω-γύρω από την πρωτεύουσα φωτεινές δέσμες από δεκάδες αντιαεροπορικούς προβολείς αυλάκωναν τον ουρανό σαν κάτι ν’ αναζητούσαν. Κινούνταν συνεχώς, προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ο καθένας. Διασταυρώνονταν, χώριζαν, έκαναν σχήματα και χόρευαν πάνω στον ολοσκότεινο ουρανό…
Ήταν ένα θέαμα μεγαλειώδες, συγκλονιστικό, απόκοσμο!
Στη στάση οι λιγοστοί που περίμεναν το λεωφορείο σιγοκουβέντιαζαν μεταξύ τους κι ένας φραγκόπαπας, που ήρθε πιλαλάτος, μπήκε κι αυτός στη συζήτηση, λέγοντας:
«Είναι δύσκολη η βραδιά απόψε…». Λόγια που κι αυτά δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Φτάσαμε στο σπίτι κι ετοιμαστήκαμε για ύπνο. Στην προσευχή μου παρακάλεσα τον Άη Δημήτρη να… πεθάνουν ο φυσικός και ο αρχαίος, ή έστω ας αρρωστήσουνε βαριά, και να μην έρθουν στο σχολείο αύριο, γιατί ούτε διάβασα ούτε έγραψα ούτε καμιά πειστική δικαιολογία είχα.
Έσβησα το φως και έκλεισα τα μάτια μου.
Με ξύπνησαν σειρήνες…
Ήταν το πρωί της 28 Οκτωβρίου του 1940!


Σχολιάστε εδώ