Το ποίμνιο ηγείται των ποιμένων του και όλων ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος…
Γιατί; Διότι παραδειγματίζει όχι μόνο με το κουράγιο του, αλλά δίνει και μήνυμα ελπίδος σ’ όλους τους ασθενείς από την επάρατη νόσο και στους οικείους των. Εν τω μεταξύ, μόνο οι εν Χριστώ αδελφοί του Αρχιερείς, πλην ολίγων, τον θέλουν παρελθόν. Κάμνουν, όμως, λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο. Κι αυτός είναι ο Θεός, το θέλημα του Θεού, που αυτοί το βιάζουν και το εκβιάζουν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους.
Η έξοδος του Αρχιεπισκόπου από το νοσοκομείο στο Μαϊάμι και οι συγκροτημένες δηλώσεις του, με ακμαίο βάδην και το λαμπερό πρόσωπό του, εξέπληξαν ευχάριστα το Πανελλήνιο, δυσαρέστησαν ασφαλώς εκείνους τους Αρχιερείς και Φαρισαίους που οσμίζονται εκ του μακρόθεν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, όπως ο καρχαρίας το αίμα. Έναν θρόνο όντως περίλαμπρο και μοναδικό ανά τον κόσμο της Ορθοδοξίας, παρά τις έσωθεν και έξωθεν μεθοδεύσεις ψαλιδίσματος του κύρους του στο πρόσωπο του πολυτάλαντου και γίγαντος στο πνεύμα και στην ψυχή σημερινού Προκαθημένου (συγγνώμη… Προέδρου) της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος Χριστοδούλου. Πλην εις μάτην, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος δεν παραιτείται αλλά ίσταται επί των επάλξεων μέχρι τελευταίας πνοής, διδάσκων με το όλο παράδειγμά του. Αυτό και μόνο συγκινεί το ποίμνιο, τους άρχοντες και τον λαό της χώρας αυτής.
Μαζί με τους Αρχιερείς και κάποιοι γραμματείς -δημοσιογράφοι σήμερα- που αντί να διαφωτίζουν την κοινή γνώμη, τη συσκοτίζουν. Γιατί συσκοτισμένες καθώς είναι οι ψυχές τους από το μίσος και την αλαζονεία τους για την αλλαγή των σχεδίων τους από την μη εκλογή ενός εκ των φίλων τους Αρχιερέων στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, πριν από 10 περίπου χρόνια, τώρα συντάσσονται με τον Χριστόδουλο, κατά βάθος όμως τον αποτάσσονται. Τι να κάνουμε; «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Η ρήση ισχύει για τα τότε, αλλά και για τα σημερινά.
Κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις για τους Αρχιερείς μας. Λέγουν και διαλαλούν ότι «έχουμε συνοδικό σύστημα και μπορούμε και οφείλουμε να το λειτουργήσουμε για την μη ύπαρξη κενού εξουσίας». «Είμαστε 79 και δεν χρειαζόμαστε τον ένα». Και ρωτώ: Οι άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν λειτουργούν το συνοδικό σύστημα; Μπορεί, π.χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης ή άλλος Πατριάρχης και Προκαθήμενος, άπαντες Πρόεδροι των Εκκλησιών τους, να λειτουργήσουν από μόνοι τους; Δεν προΐστανται Συνόδων; Προς διαφώτιση της κοινή γνώμης, πληροφορούμε ότι ο τονισμός αυτός από κάποιους Μητροπολίτες αποβλέπει στη μείωση του κύρους του Προέδρου των Αρχιεπισκόπου στο πρόσωπο ειδικά του Χριστοδούλου. Ως εάν ο Πρόεδρός των να μην είναι και Πρώτος των και Προκαθήμενος, επειδή άλλα προβλέπουν τα επίσημα κείμενα του 19ου αιώνα. Τους ερωτώ: Είναι κανονικό σε μια Τοπική Εκκλησία να υπάρχει μόνο Πρόεδρος, όχι δε και Πρώτος, στο πρόσωπο του Προέδρου; Τι λένε οι Θείοι και Ιεροί κανόνες; Τι λέγει ο ιερός Φώτιος; Δεν είναι έντιμο και συνεπές αλλού μεν να ομνύουμε και να κραυγάζουμε υπέρ των κανόνων και αλλού να τους αλλοιώνουμε. Για τον λαό αυτά είναι παιχνίδια των λέξεων. Και εάν υφίσταται εδώ κενό, αυτό πρέπει να διορθωθεί. Το καλοπροαίρετο μας λέγει ότι πρέπει να κινούμαστε προς την κανονική κατεύθυνση, εκτός εάν στο βάθος- βάθος του μυαλού μας εννοούμε ότι στην Ελλάδα έχουμε Πρόεδρο και τον Πρώτο τον ζητούμε εκτός Ελλάδος. Αυτό και αν είναι κανονική εκτροπή. Δικέφαλο Αυτοκέφαλο. Μερικοί απ’ αυτούς το σκέπτονται διαφορετικά. Δεν μπορούν να αποφύγουν τον Πρόεδρο, αυτοϊκανοποιούμενοι με το Συνοδικό συν-Πρωτείο. Λησμονούν ότι είναι οι Αρχιερείς αυτοί Μητροπολίτες -μεγάλη τιμή και κύρος- με τα εκ της μητροπολιτικής τιμής προνόμια και υποχρεώσεις έναντι του Εκκλησιαστικού Διοργανισμού.
Εξάλλου, παρακολουθούντες τις εκκλησιαστικές και πολιτικές εξελίξεις την τελευταία πενταετία στην Ελλάδα και στον διεθνή περίγυρό της, επισημαίνουμε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε και είναι στόχος μεθοδευμένων χτυπημάτων και προσβολών του μείζονος εκκλησιαστικού, πολιτικού, δημοσιογραφικού και τηλεοπτικού κατεστημένου και συστήματος. Γιατί, κατ’ ουσίαν υπήρξε και είναι φωνή διαυγής και σαφής με μηνύματα, παρά και τα δικά του κάποια λάθη ανθρωπίνως. Πλην, το διαυγές και σαφές δεν ωφελεί. Το ζητούμενο είναι η υποτέλεια, το υποχείριο και το συμβιβαζόμενο εν παντί. Δεν είναι όμως των αρχών του αυτό χαρακτηριστικό. Αφού ούτε με τον θάνατο το βάζει κάτω, όπως είμαστε όλοι μάρτυρες σήμερα. Όλοι κάποτε πεθαίνουμε, το ζήτημα είναι πώς; Αυτό το τελευταίο εξαρτάται από τα ψυχικά αποθέματα και πιστεύματα. Και αυτά σ’ Αυτόν δεν είναι μόνο στα δεινά λόγια, αλλά και στον τρόπο και στο μεγαλείο της ψυχής του. Η ψυχή του καθοδηγεί το σώμα, και όχι αυτό την ψυχή του. Στη δεύτερη περίπτωση είμαστε εξ αρχής χαμένοι από χέρι.
Ήρθε, λοιπόν, σε ρήξη με το μείζον εκκλησιαστικό κατεστημένο, που απεργάζεται μόνιμα σχέδια για μια Εκκλησία της Ελλάδος όχι όντως ανεξάρτητη αλλά ημιανεξάρτητη, άτονη και άτολμη και ποδηγετούμενη και κατατεμαχισμένη, για να διευκολύνονται άλλες σκοπιμότητες και μωροφιλοδοξίες, που οι ηγέτες του Έθνους και του Κράτους μας, δυστυχώς από παιδεία και πολιτική μυωπία, παραθεωρούν και δεν αντιλαμβάνονται.
Ήρθε σε ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο και το όπισθεν ή υπεράνω αυτού δημοσιογραφικό και τηλεοπτικό κατεστημένο. Πώς αυτό; Είτε με το ζήτημα των ταυτοτήτων, είτε με το σχεδιασθέν και εκκλησιαστικά τροφοδοτηθέν παρεκκλησιαστικό και παραδικαστικό κύκλωμα. Ακόμη και το όραμά του να προκύψουν στο μέλλον νέες γενιές μορφωμένων κληρικών Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως θεωρήθηκε και πολεμήθηκε ως χομεϊνική αντίληψη και σύλληψη και τα παρόμοια. Τι να πούμε δε για την κουδουνάτη φωνή του στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα του τόπου, της πατρίδος μας, που έρχονται σε βαθιά αντίθεση με την παγκοσμιοποιημένη, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στον πολιτισμό και στην παιδεία και στην ελληνορθόδοξη ταυτότητα του λαού και της χώρας, νοοτροπία; Για μια Ελλάδα διάτρητη ως προς τον συνεκτικό, πνευματικό και ιστορικό ιστό της.
Η συγκυρία της αρχιεπισκοπίας Χριστοδούλου είναι πολύ αιχμηρή, καμιά σχέση με την του προκατόχου του αειμνήστου, μεγάλου επίσης, Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, συγκρουσιακή από τα αντικειμενικά πράγματα, λόγω των αλλεπαλλήλων επερχομένων έξωθεν και έσωθεν ρευμάτων και σκοπιμοτήτων για το τι και πώς εμείς πρέπει να ζούμε στο σπίτι μας. Το αντίπαλο δέος θέλει την Εκκλησία στο περιθώριο, μουσειακό είδος. Στα χτυπήματα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος μένει ανυποχώρητος, γιατί, πέραν της αλήθειας, εκφράζει το πανελλήνιο αίσθημα. Και έτσι, ενώ το πνεύμα του ήταν και είναι πρόθυμο, άγρυπνο, η σάρκα του δεν άντεξε, νυχθημερόν στεναγμοίς αλλαλήτοις και προσευχή και υπερκοπώσει κείμενο. Μη μου πείτε ότι όλα τα παραπάνω δεν επηρέασαν την υγεία του, που όμως, πρέπει να πούμε, και ο ίδιος δεν την πρόσεξε όσο θα έπρεπε. Αυτό, τουλάχιστον τώρα, οφείλει να το πράξει. Τώρα καταλαβαίνει καλύτερα ότι τούτο δεν είναι υποχρέωση μόνο στον ίδιο τον εαυτό του αλλά και στο Πανελλήνιο, στην Ορθοδοξία, στο Έθνος.
Όσοι, λοιπόν, συνέβαλαν προς τούτο, ηθελημένα ή άθελα, έσωθεν ή έξωθεν, «ας όψονται εις ον εξεκέντησαν». Τι να θυμηθούμε; Το ζήτημα των ταυτοτήτων, το παρεκκλησιαστικό και παραδικαστικό κύκλωμα, την ακοινωνησία (τρομάρα μας, αυτό μας έλειψε), την εσωτερική, ολίγων ευτυχώς Ιεραρχών, αντιπολίτευση για να αμαυρώνουν την εκκλησιαστική εικόνα του, με την ενθάρρυνση εκτός χώρας εκκλησιαστικών κέντρων; κ.λπ. κ.λπ.
Και τώρα ο τελευταίος αντίπαλός του, που προβάλλει, ο θάνατος, όχι πλέον μόνο απέναντί του αλλά μέσα του. Θα τον νικήσει; Η ψυχή, ο νους και η καρδιά του το γνωρίζουν. Ο Θεός, όμως, τα πάντα ορίζει και τα όργανά του, που είναι οι θεράποντες ιατροί του. Εμείς του ευχόμαστε, μαζί με το Πανελλήνιο, αφού περάσει διά πυρός και σιδήρου, να εξέλθει εις αναψυχήν και να επιστρέψει στην Ελλάδα, στην Εκκλησία της Ελλάδος, που τον έχει ακόμη ανάγκη.
Και θα κλείσω το σημείωμά μου με δύο περιστατικά, που έζησα την περασμένη Δευτέρα, καθ’ οδόν προς τη Σύνοδο, και την Τρίτη στην Ιεραρχία, στο Συνοδικό Μέγαρο.
Πρώτον. Από το ξενοδοχείο μου πήρα ταξί για τη Σύνοδο. Καθώς ήμουν σύννους και περίνους, γιατί ήταν η υποτιθέμενη μέρα της μεταμοσχεύσεως, γυρίζει ο ταξιτζής και μου λέει: «Κύριέ μου, δεν γνωρίζω ποιος είστε, ούτε και με ενδιαφέρει. Εγώ σήμερα το πρωί έκαμα την προσευχή μου πρώτα για τον Χριστόδουλο και μετά για την οικογένειά μου και για μένα. Αυτό, σήμερα, κάνει όλη η Ελλάδα».
Δεύτερον. Την Τρίτη, παρ’ όλο που Αρχιερείς ζήτησαν να μη γίνει η Ιεραρχία ως ένδειξη συμπαραστάσεως προς τον Αρχιεπίσκοπο (π.χ. ο Δράμας κ.λπ.), αλλά η Ιεραρχία προτίμησε μια δέηση υπέρ υγείας του Αρχιεπισκόπου για να μη φανεί κενό εξουσίας, στο διάλειμμα είχε στηθεί μπουφές περίλαμπρος, οι δε περισσότεροι Αρχιερείς εφαίνοντο σαν να μην είχε συμβεί τι το ιδιαίτερο. Έπιναν, έτρωγαν και συνομιλούσαν, κάποιοι και χασκογελούσαν, με το αιτιολογικό στα ερωτήματά μου: «Τι να κάμουμε, κ. Καθηγητά, αυτό ήταν το θέλημα του Θεού». Βέβαια, υπήρξαν και άλλοι εκ του μακρόθεν ορώντες και περίλυποι και σοβαρώς συσκεπτόμενοι. Από τα δύο περιστατικά βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Να γιατί τιτλοφόρησα το σημείωμά μου «Το ποίμνιο ηγείται των ποιμένων του»…