Το λαθρεμπόριο καυσίμων και η πάταξή του

Έτσι από τη μια μεριά το κράτος είναι αναγκασμένο να ξαναβάλει φόρους στον λαό για να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει και από την άλλη και ο ανταγωνισμός παύει να είναι υγιής και οι λαθρέμποροι διαχέουν τη διαφθορά και προς την πλευρά του κράτους και προς την πλευρά των συνενόχων τους.

Ποιος φταίει για τη λαθρεμπορία; Η εύκολη σκέψη ότι φταίει ο λαθρέμπορος ή και οι συνεργάτες του είναι τελείως λανθασμένη και αλυσιτελής. Φταίει αυτός που έχει υποχρέωση να τον συλλάβει και να σταματήσει τη λαθρεμπορία και δεν το κάνει: Το κράτος και όσοι το διοικούν. Αν σκεφτούμε όλοι οι πολίτες έτσι, θα αναγκάσουμε τις κυβερνήσεις να λύσουν αμέσως το τεράστιο αυτό πρόβλημα.

Γιατί δεν λύνει το κράτος (οι εκάστοτε κυβερνήσεις δηλαδή) το πρόβλημα; Γιατί δεν μπορεί και γιατί δεν θέλει. Δεν μπορεί, γιατί δεν έχει εκσυγχρονιστεί στον βαθμό που θα έπρεπε. Κυρίως όμως γιατί δεν θέλει, επειδή δεν θέλει να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα και επειδή η διαφθορά ανεβαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Το λεγόμενο πολιτικό κόστος είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που διαιωνίζει τη λαθρεμπορία.

Πρέπει να λυθούν πρώτα κάποια θέματα που είναι προαπαιτούμενα, ώστε να μπορεί το κράτος να γνωρίζει με σιγουριά τους ενόχους και να μπορεί να επιβάλλει τις απαραίτητες αυστηρές κυρώσεις. Το πρώτο είναι ότι οι εταιρείες εμπορίας να είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ιδιόκτητα μέσα μεταφοράς, ώστε να φέρουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το λαθρεμπόριο και να μην τη μεταθέτουν στον… οδηγό του βυτιοφόρου. Οι εταιρείες χρόνια τώρα ζητάνε το αυτονόητο (για άλλους λόγους), αλλά το κράτος κωφεύει. Το δεύτερο και απολύτως καίριο είναι να μπουν επιτέλους ταμειακές μηχανές στα πρατήρια καυσίμων, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί ο πρατηριούχος για τις ποσότητες που εισάγονται και εξάγονται προς και από το πρατήριό του. Αν ο (πονηρός) πρατηριούχος δεν μπορεί να πωλήσει περισσότερες ποσότητες από αυτές που έχει αγοράσει επισήμως από τα διυλιστήρια και τις εταιρείες εμπορίας, πού θα πωλήσει ο λαθρέμπορος το λαθραίο, στη λαϊκή αγορά; Ορίστε, λοιπόν, κύριοι της κυβέρνησης, πεδίον δόξης λαμπρόν. Προχωρήστε τώρα.

Κατόπιν πρέπει να δούμε πού γίνεται το λαθρεμπόριο. Υπάρχει η πρώτη κατηγορία: η εσωτερική αγορά, όπου οι λαθρέμποροι αγοράζουν προϊόν με μικρότερο ΕΦΚ και το πωλούν ως προϊόν που έχει μεγαλύτερο ΕΦΚ. Εκμεταλλεύονται δηλαδή τη διαφορά του ΕΦΚ, που υπάρχει στα ομοειδή προϊόντα, π.χ. βενζίνες ή ντίζελ. Υπάρχει η δεύτερη κατηγορία: η διεθνής αγορά (αεροπορικά καύσιμα, ναυτιλιακά καύσιμα και οι εξαγωγές). Εκεί οι λαθρέμποροι καρπώνονται ολόκληρο τον ΕΦΚ, επειδή η κατηγορία αυτή δεν έχει

ΕΦΚ (παγκοσμίως). Υπάρχει και η τρίτη κατηγορία, όπου το προϊόν έχει κλαπεί πρωτογενώς (από τα διυλιστήρια). Σ’ αυτή την περίπτωση οι λαθρέμποροι και οι συνεργοί καρπώνονται και την αξία του προϊόντος και τους φόρους.

1) Εσωτερική αγορά. Οι καταναλώσεις το 2006 ήταν 4.000.000 τόνοι βενζινών και 6.700.000 τόνοι ντίζελ (4.700.000 κυβικά πετρελαίου θέρμανσης και 3.200.000 κυβικά ντίζελ κίνησης). Η πρόταση είναι να εξισωθεί ο ΕΦΚ μεταξύ αμόλυβδης και σούπερ αμόλυβδης και LRP (η LRP βενζίνη πρέπει σύντομα να καταργηθεί ως ποιότητα, αφού άλλωστε την καταναλώνουν αυτοκίνητα κατασκευής πριν από το 1978). Για το ντίζελ η πρόταση είναι να εξισωθεί ο ΕΦΚ μεταξύ πετρελαίου κίνησης και πετρελαίου θέρμανσης. (Να εξισωθεί ο ΕΦΚ, αλλά να εξακολουθήσουν να υπάρχουν οι δύο κατηγορίες ντίζελ, αφού απευθύνονται σε σχετικά διαφορετικές μηχανές).

Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει με τις φτωχές και μεσαίες τάξεις που θα αναγκαστούν να πληρώσουν πανάκριβα τη θέρμανση. Ο καλύτερος τρόπος είναι να δοθεί επίδομα θέρμανσης, με συντελεστές το γεωγραφικό διαμέρισμα, τα τετραγωνικά του σπιτιού, το ετήσιο εισόδημα. Βέβαια η (κάθε) κυβέρνηση θα γνωρίζει ότι όποιοι αποκλείονται από το επίδομα θέρμανσης δεν θα την ψηφίζουν. Ε, ναι. Γιʼ αυτό ας φροντίζει η (κάθε) κυβέρνηση να μην αποκλείει κατηγορίες πληθυσμού πάνω από 5%.

Αν λυθεί το πρόβλημα της λαθρεμπορίας που εκμεταλλεύεται τη διαφορά του ΕΦΚ, θα κερδίσει το κράτος ετησίως ένα ποσό της τάξης των 300-400 εκατομμυρίων ευρώ (δες και προηγούμενο δημοσίευμα στο «ΠΑΡΟΝ»).

2) Διεθνής αγορά. Οι καταναλώσεις για τη διεθνή αγορά το 2006 ήταν: α) αεροπορικά καύσιμα, 850.000 τόνοι Τζετ – Α1, β) ναυτιλιακά καύσιμα, 700.000 τόνοι μαρίν ντίζελ και 3.250.000 τόνοι μαζούτ, γ) εξαγωγές, 1.350.000 τόνοι βενζίνης και 2.000.000 τόνοι ντίζελ.

α) Αεροπορικά καύσιμα. Για τα καύσιμα αυτά δεν έχει ακουστεί ότι γίνεται λαθρεμπορική χρήση. Είναι ίσως δύσκολο, δεν είναι όμως αδύνατο.

β) Ναυτιλιακά καύσιμα. Κατʼ αρχάς γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι στο μαζούτ δεν υπάρχει περίπτωση λαθρεμπορίου, λόγω του ελαχίστου ΕΦΚ που έχει και λόγω της μεγάλης δυσκολίας διάθεσής του. Η αναλογία που καταγράφηκε το 2006 μεταξύ μαρίν ντίζελ και μαζούτ στη ναυτιλία ήταν 1:4,6. Στην αγορά θεωρείται σωστή αναλογία (χωρίς αυτό να είναι θέσφατο) 1:5. Δηλαδή έχουμε μία διαφορά που δεν δικαιολογείται εύκολα 60.000 κυβικών maximum. Αν υπολογίσουμε ότι η πλειονότητα των 60.000 κυβικών μαρίν ντίζελ δεν πωλείται λαθρεμπορικά, αλλά πωλείται ως «μάπα» και είναι δηλαδή ένας τρόπος κλοπής των πλοιοκτητών (ή ορθότερα των εταιρειών εμπορίας), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο του λαθρεμπορίου είναι σημαντικά μικρότερο των 20 εκατομμυρίων ευρώ.

γ) Εξαγωγές. Κανείς δεν είναι σίγουρος πόση από την ποσότητα πετρελαιοειδών που προορίζεται για εξαγωγές «επιστρέφει» στη χώρα και πωλείται λαθρεμπορικά στην εσωτερική αγορά. Σʼ αυτήν την περίπτωση οι λαθρέμποροι και οι συνεργάτες τους καρπώνονται ολόκληρο τον ΕΦΚ επί του ΦΠΑ. Τα νούμερα είναι για την αμόλυβδη βενζίνη 394 ευρώ/κυβικό, για την LRP βενζίνη 413 ευρώ/κυβικό και για το πετρέλαιο είναι 329 ευρώ/κυβικό. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι κατά το παρελθόν έχουν συλληφθεί αρκετοί «επιχειρηματίες» που έκαναν εικονικές εξαγωγές πετρελαιοειδών. Και εάν η ποσότητα των βενζινών που φέρεται ότι εξάχθηκε είναι ίσως κοντά στην πραγματικότητα (αφού η χώρα είναι πλεονασματική στην παραγωγή βενζινών), η ποσότητα του ντίζελ είναι σίγουρα υπερβολική, μια και η χώρα είναι ελλειμματική στην παραγωγή του ντίζελ. Ένας μετριοπαθής υπολογισμός είναι ότι το λαθρεμπορικό διακύβευμα από τις εξαγωγές είναι της τάξης των 400-500 εκατομμυρίων ευρώ. Είναι απαραίτητο, εκτός των λοιπών ποινών στην περίπτωση της λαθρεμπορίας, να κατάσχονται από το Δημόσιο τα μέσα μεταφοράς (πλοία ή βυτιοφόρα αυτοκίνητα), να κλείνουν οριστικώς οι επιχειρήσεις και να τιμωρούνται παραδειγματικά οι συνένοχοι τελωνειακοί υπάλληλοι, γιατί σʼ αυτήν την περίπτωση δεν γίνεται λαθρεμπόριο χωρίς τους τελωνειακούς.

3) Κλοπή από τα διυλιστήρια. Όσο και αν φαίνεται παράξενο είναι μια υπαρκτή κατηγορία λαθρεμπορίου. Είναι σχετικά μικρή σε ποσότητες, αλλά αρκετά μεγάλη σε οικονομικά ποσά, διότι όχι μόνο παρακρατείται ολόκληρος ο ΕΦΚ επί του ΦΠΑ, αλλά παρακρατείται και η τιμή που θα πωλούσε το διυλιστήριο. Υπολογίζεται ποσοτικά πάνω από 1% της παραγωγής των διυλιστηρίων (1 με 2%). Δηλαδή πάνω από 50.000 κυβικά βενζίνης και 65.000 κυβικά ντίζελ κατʼ έτος. Δηλαδή η φοροκλοπή υπερβαίνει τα 45 εκατομμύρια ευρώ και η κλοπή από τα διυλιστήρια υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ κατʼ έτος. Συνολικό κέρδος, για τους λαθρέμπορους και τη συνεργαζόμενη μαφία των διυλιστηρίων, πάνω από 95 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Τα συνολικά κέρδη των λαθρεμπόρων είναι της τάξης του 1 δισ. ευρώ τον χρόνο (με την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται λαθρεμπόριο στα αεροπορικά καύσιμα και στα υγραέρια, γιατί τότε τα ποσά μεγαλώνουν).

Επομένως η κυβέρνηση έχει στα χέρια της όλα τα όπλα για να σταματήσει το λαθρεμπόριο. Ανακεφαλαιώνω: 1) Η μεταφορά πετρελαιοειδών να γίνεται από τον ενδιαφερόμενο με ιδιόκτητα μέσα μεταφοράς. 2) Ταμειακές μηχανές στα πρατήρια βενζίνης. 3) Εξίσωση του ΕΦΚ στις βενζίνες. 4) Εξίσωση του ΕΦΚ στο ντίζελ (συν επίδομα θέρμανσης). 5) Βαριές ποινές στους λαθρεμπόρους και τους συνενόχους. 6) Κατάσχεση των μεταφορικών μέσων που κάνουν λαθρεμπόριο. 7) Οριστικό κλείσιμο των λαθρεμπορικών επιχειρήσεων. 8) Σφιχτές διαδικασίες ελέγχου και αυτοελέγχου στα διυλιστήρια. 9) Έλεγχοι της διοίκησης σε πλοία και βυτιοφόρα.

Αυτή είναι η μέθοδος για να σταματήσει το λαθρεμπόριο καυσίμων. Αν το λαθρεμπόριο συνεχίζεται, η κυβέρνηση –η κάθε κυβέρνηση– δεν μπορεί να λέει ότι δεν ήξερε. Απλώς δεν θέλει να το σταματήσει.


Σχολιάστε εδώ