ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΠΕΙΝΑ ΤΟ 2007

«2 π.μ. Η κοιλιά μου είναι άδεια. Θέλω να γεμίσω την κοιλιά μου με μπολ ρυζιού. Θέλω να φαω ένα μπολ ρύζι. Δεν έχω φάει ρύζι εδώ και 25 μέρες». Αυτές οι λέξεις ήταν από τις τελευταίες που έγραψε στο σημειωματάριό του πριν από το θάνατό του ο δυστυχής Ιάπωνας, οδηγός φορτηγού κατά το παρελθόν. Το μαρτύριό του κράτησε πολλές εβδομάδες. Βρέθηκε δε νεκρός, σχεδόν μουμιοποιημένος, πολλές ημέρες μετά τον θάνατό του. Πριν τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του έγραφε όποτε μπορούσε λίγες αράδες που πρόδιδαν την πιο βαθιά απελπισία και δυστυχία. «3 π.μ.», έγραφε σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στον εαυτό του. «Αυτό το ανθρώπινο ον δεν έχει φάει εδώ και δέκα μέρες, αλλά είναι ζωντανό»! Πέθανε αβοήθητος, ανήμπορος να αγοράσει ακόμη και αυτό το μπολ ρυζιού, που στις υπαίθριες καντίνες πουλιέται έναντι ενός δολαρίου, γιατί ο δήμος στον οποίο κατοικούσε είχε επιδοθεί σε μια κούρσα περικοπών, κατά διαταγή φυσικά της κυβέρνησης, με έπαθλο την καθήλωση των κοινωνικών δαπανών. Είχε καταφέρει μάλιστα να διακριθεί στις περικοπές επιτυγχάνοντας έναν μοναδικό άθλο: ενώ από το 2000 μέχρι το 2006 το ποσοστό εκείνων που έλαβαν επιδόματα αυξήθηκε σε εθνικό επίπεδο από 0,84% σε 1,18%, στον εν λόγω δήμο παρέμεινε επί της ουσίας σταθερό καθώς αυξήθηκε μόνο από 1,26% σε 1,28%! Οι δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις από αυτήν την -θανατηφόρα- πολιτική γίνονται ακόμη πιο εμφανείς αν πάρουμε υπόψη μας ότι η ανεργία ρεκόρ ύψους 5% που καταγράφεται τώρα στην Ιαπωνία δεν έχει κανένα ιστορικό προηγούμενο και έχει προκαλέσει τεράστια κοινωνική και ηθική κρίση. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από μια σειρά άλλα παρόμοια περιστατικά. Στο ρεπορτάζ της νεοϋορκέζικης εφημερίδας αναφέρονται τρεις ακόμη θάνατοι από πείνα, κάτι που φυσικά αρνούνται οι υπεύθυνοι κοινωνικής πολιτικής του δήμου για να μην αναλάβουν τις πολιτικές τους ευθύνες, ενώ δημοσιεύεται ακόμη και η φωτογραφία ενός άλλου ανέργου που επιχείρησε να κρεμαστεί όταν του κόπηκε το επίδομα! Όλα αυτά τα δράματα μάλιστα ήταν γνωστά. Κόμπο στο στομάχι προκαλούσαν επίσης οι περιγραφές για σκελετωμένους ανθρώπους που αδυνατούσαν να σταθούν στα πόδια τους και με τις τελευταίες δυνάμεις που τους είχαν απομείνει σέρνονταν στο πάτωμα για να ανοίξουν την πόρτα στον ταχυδρόμο!

Επιστροφή

στον Μεσοπόλεμο

Πίσω απ’ αυτά τα ανείπωτα δράματα ξεπροβάλλουν άνθρωποι περήφανοι που δεν ζητιάνευαν, δεν έκλεβαν, δεν είχαν καν το θάρρος να απευθυνθούν στον γείτονα ή τον συγγενή για να τους δώσει ένα μπολ ρύζι, γιατί είχαν μάθει να ζουν από τη δουλειά τους ή, στις αντίξοες συνθήκες και μόνο, περιστασιακά από το κράτος πρόνοιας. Και ξαφνικά πρέπει μόνοι τους να ζήσουν και να βασανιστούν σε έναν κόσμο εχθρικό και αφιλόξενο, στον οποίο δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις για όσους είναι εκτός παραγωγής, υποφέροντας όπως ακριβώς ο ήρωας του Κνουτ Χάμσουν στην Πείνα, πριν φτάσει να διατυπώσει την (ρητορική) ερώτηση για το αν «μπορούσε κανείς να μιλήσει για συνείδηση στον Μεσαίωνα»… Ο βιοπαλαιστής του Χάμσουν όμως έτρωγε βότσαλα, ροκανίδια, δάγκωσε ακόμη και το δάχτυλό του μέσα στις παραισθήσεις και την απελπισία που του είχαν δημιουργήσει η παρατεταμένη πείνα, έφθασε από τους πόνους να νομίζει ότι στο στήθος του «είχαν φωλιάσει καμιά εικοσαριά μικροσκοπικά θηρία που σκάβανε με τα δόντια τους το κουφάρι μου», αναρωτιόταν «δούλεψα μερονυχτίς σα γαϊδούρι αξέζεφτο, διάβασα τόσο που να πεταχτούνε όξω από τις τρύπες τους τα μάτια μου, πείνασα τόσο που να μου σηκωθεί το μυαλό – τι διάολο είχα κερδίσει απ’ όλα αυτά;» κι έφτανε να μισεί τον αποκτηνωμένο από την παρατεταμένη στέρηση και ταπεινωμένο από τις συνεχείς προσβολές εαυτό του, πριν σχεδόν εκατό χρόνια! Την εποχή του μεσοπολέμου, όχι χτες…

Η ειρωνεία της τύχης τα ‘φερε έτσι και την προηγούμενη εβδομάδα μια ακόμη απαστράπτουσα κοιτίδα του «νέου γενναίου κόσμου» μας θύμισε την εποχή του μεσοπολέμου: οι ΗΠΑ. Η σύγκριση αφορούσε τις εισοδηματικές αντιθέσεις που έφεραν στην επιφάνεια τα στοιχεία από τη φορολογία εισοδήματος. Φορολογικές αρχές και Τύπος δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας κάθε χρόνο που περνάει οι πλουσιότεροι Αμερικάνοι να κερδίζουν όλο και περισσότερα, ενώ οι φτωχότεροι να βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται. «Το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών κέρδισε το 21,2% όλου του εισοδήματος το 2005», παρατηρούσε η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» τη Δευτέρα και συμπλήρωνε: «Αυτό υπερβαίνει κατά πολύ το 19% που είχε καταγραφεί το 2004 και υπερβαίνει επίσης το προηγούμενο υψηλό ρεκόρ του 20,8% που είχε παρατηρηθεί το 2000 στο αποκορύφωμα της ανόδου των χρηματιστηριακών αγορών… Το κατώτατο 50% κέρδισε το 12,8% του εισοδήματος, λιγότερο από το 13,4% που είχε το 2004 κι ελαφρώς λιγότερα από το 13% που ήταν το μερίδιό του το 2000». Τέτοια συσσώρευση πλούτου δηλώνουν στην εφημερίδα δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχουν επίσημες καταγραφές. Τόσο έντονη εισοδηματική πόλωση και τόσο μεγάλος πλούτος συγκεντρωμένος στα χέρια μιας μειοψηφίας, τονίζουν ακαδημαϊκοί, είχε παρατηρηθεί ξανά μόνο τη δεκαετία του ’20!

Οξύνεται η εισοδηματική

ανισότητα

Τα ευρήματα που προκύπτουν από τις αμερικανικές φορολογικές δηλώσεις επιβεβαιώνονται, αποκτώντας ταυτόχρονα πολύ ευρύτερη, πλανητική διάσταση, και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που λίγες μέρες πριν την ετήσια σύνοδό του, που ξεκίνησε χτες και ολοκληρώνεται σήμερα, ανακοίνωσε ότι «κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί στις περισσότερες περιοχές και χώρες»! Ο διεθνής μάλιστα οργανισμός αποδίδει την όξυνση των ανισοτήτων στις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως κάνουν και οι αμερικανοί πανεπιστημιακοί: «Οι ακαδημαϊκοί αποδίδουν την αυξανόμενη ανισότητα σε αρκετούς παράγοντες στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η τεχνολογική μεταβολή που ευνοεί όσους διαθέτουν μεγαλύτερη εξειδίκευση», τονίζει η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ». Η ερμηνεία που δίνεται έχει σημασία καθώς δείχνει πόσο κενές περιεχομένου ήταν οι μεγαλοστομίες που διατυπώνονταν πριν χρόνια και εναπόθεταν στις νέες τεχνολογίες τη γεφύρωση του κοινωνικού χάσματος. Το ίδιο άλλωστε γίνεται και σήμερα με διάφορα μεγαλεπήβολα προγράμματα, όπως ο φορητός υπολογιστής των 100 δολαρίων, που κατά τα λεγόμενά των αρχιτεκτόνων του θα εξαλείψει τη φτώχεια στην Αφρική…

Το πρόβλημα με όλες αυτές τις «τεχνολογικές» ερμηνείες, ακόμη κι όταν αποκαθηλώνουν προπαγανδιστικά επιχειρήματα ευρείας προβολής, είναι ότι αφήνουν στο απυρόβλητο τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες που έχει η νεοφιλελεύθερη διαχείριση για την όξυνση των αντιθέσεων και την επέκταση της φτώχειας και της πείνας σε όλον τον κόσμο. Γιατί, αν κάτι δείχνει η αναβίωση της θανατηφόρας πείνας και των εκρηκτικών οικονομικών αντιθέσεων είναι πως τα τεράστια βήματα κοινωνικής προόδου και συνοχής που συντελέστηκαν με την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας και τη χαλιναγώγηση της αγοράς κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο ανήκουν πλέον οριστικά στο παρελθόν.

Οι θάνατοι από πείνα και η συγκέντρωση μυθικού πλούτου στα χέρια μιας χούφτας ανθρώπων αποτελούν τις δύο όψεις του μονεταρισμού, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται στην Αγγλία της Θάτσερ και στην Αμερική του Ρέιγκαν κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οδηγώντας στη σημερινή κοινωνική βαρβαρότητα και την αποκτήνωση.

Όταν βασιλεύει αυτή η πολιτική, όπως συμβαίνει σήμερα, όσες φορές τον χρόνο κι αν γιορτάζεται η Μέρα κατά της Φτώχειας, όσοι δεκάρικοι κι αν ακουστούν για την αντιμετώπισή της, η πείνα και ο θάνατος θα θερίζουν και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα περιφέρεται άταφος νεκρός.


Σχολιάστε εδώ