Μια φορά κι έναν καιρό
Ο κ. Ευάγγελος ανέπτυσσε στη σύζυγό του, την κυρία Θεοδώρα, τη θεωρία του για το κυνήγι του ποδόγυρου, άθλημα εις το οποίον επιδιδόταν, αλλ’ αντί επαίνων εισέπραττε… κρεβατομουρμούρα. Της εξηγούσε πως αυτό το «αθώο του χόμπι» οφειλόταν στο «φίλαθλο» πνεύμα του και, για να μη βάζει κακό στον νου της, συνεπλήρωνε πως έκανε «σπορ μονάχα για το σπορ» και πως ντρέπεται για τις πονηρές της σκέψεις.
Διατηρούσε εκείνη κάποιες ζωηρές επιφυλάξεις, αλλά την αποστόμωνε:
«Είσαι ηλίθια», φώναζε. «Ο Ρενουάρ, να πούμε, που μάζευε κοπελούδες και τις τσιτσίδωνε για να τις ζωγραφίσει, τι ήτανε; Κανένας γκομενιάρης ή κανένας γεροπόρνος στα στερνά του; Καλλιτέχνης ήταν κι έκανε ”τέχνη για την τέχνη”. Ars Gratia Artis, που λέγαν’ οι Ρωμαίοι. Καλλιτέχνης εκείνος, σπόρτσμαν εγώ»!
Κάπως επείθετο με το… λατινικό η κυρία Θεοδώρα κι εκείνος συνέχιζε: «Ο άγγλος βαρονέτος που καταπιάνεται με το κυνήγι της αλεπούς, με τόσες κινητοποιήσεις, τόσες προετοιμασίες και τόσα έξοδα, δεν σκοτώνει την αλεπού για να την ντερλικώσει, όπως έκανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου, που κυνηγούσε λαγούς με το φανάρι, αλλά το κάνει επειδή στις φλέβες του ρέει αίμα σπορτίβικο. Έτσι είμαι κι εγώ. Ντιπ κατά ντιπ! Έχει άλογα εκείνος; Έχω το σπορ αυτοκίνητό μου εγώ. Έχει σκυλιά εκείνος; Έχομε τον Αζόρ εμείς. Έχει υποτακτικούς εκείνος; Έχω εσένα εγώ! Καβαλάει το άλογό του ο βαρονέτος και, με φανφάρες και σκυλιά που τρέχουνε και αλυχτάνε, ψάχνει ολημερίς να βρει το αγρίμι… Απαράλλαχτα κι εγώ. Καβαλάω το σπορτάκι μου, με τα ”παιδιά του Πειραιά” στην κόρνα και κυνηγάω κάτι αλλιώτικα αγρίμια. Και ύστερα, σαν σωστός τζέντλεμαν, έρχομαι κοντά σου για να φάω το ”ατζέμ πιλάφι” που μου ‘χεις μαγειρέψει…».
Καμάρωνε η κυρία Θεοδώρα και διηγόταν στις φιλενάδες της για τους άγγλους ευγενείς και το κυνήγι της αλεπούς, για το πόσο αψεγάδιαστα ήταν όλα και πως άδικα τον «κάρφωναν» κι απορούσανε «γιατί δεν τον… διαολοστέλνει!». Ύστερα με ιδιαίτερη επιμέλεια έβαζε τα ρούχα του μπουγάδα, μ’ ένα σαπούνι μυρωδάτο, που πουλιότανε σε πάνινα σακουλάκια κι έμοιαζε με νιφάδες χιονιού, και στο σιδέρωμα τα ράντιζε με κόλλα και τα ‘κανε να λάμπουν. Κρεμούσε και στην ντουλάπα κλαδιά από φρέσκια λεβάντα κι όλα μοσχοβολούσαν. Πολλές ώρες έτρωγε στη σκάφη και στο σιδέρωμα κι όταν κάποια δικιά της την κατηγορούσε γι’ αυτές τις παράλογες περιποιήσεις, απελογείτο αφοπλιστικά:
«Τι να κάνω η καψερή; Με τόσες ξένες γυναίκες πάει. Τι θα σκέφτονται για μένα αν είναι ατημέλητος; Θα με ”ξομπλιάζουν” πως είμαι παλιονοικοκυρά και ακαμάτρα. Άσε που μπορεί και να τον λυπούνται που… κακόπεσε»!
Έτσι είχε περίπου η κατάστασις, όταν ένα απόγευμα ο κ. Ευάγγελος, ντυμένος στα σπορ, με μεταξωτό φουλάρι στον λαιμό, και «ροζέτα» στο πέτο κάποιου γιότινγκ κλαμπ της αλλοδαπής, αστραφτερός και παρφουμαρισμένος με «aqua di selva», άνοιξε την πόρτα για να βγει μια εντυπωσιακή δεσποσύνη, κάνοντας ελαφρά υπόκλιση. Λίγο πριν, εντελώς τυχαία, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν αρκετές φορές, όπως κάθονταν σ’ αντικριστά τραπεζάκια στο κολωνακιώτικο ζαχαροπλαστείο απέναντι απ’ την πλατεία, σ’ εκείνο το «πλάτωμα» που οι φιλοπαίγμονες αποκαλούσαν… «μπιντέ». Το ίδιο τυχαία τώρα βρέθηκαν να συμβαδίζουν στην οδό Κανάρη κι όταν χρειάστηκε να σταθούν για να περάσουν απέναντι, επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να της πει ότι εκεί στη γωνία έχει παρκαρισμένο τ’ αμάξι του.
«Τι σύμπτωσις!», απάντησε ναζιάρικα η δεσποσύνη. «Εκεί έχω παρκάρει κι εγώ το δικό μου». Βρέθηκαν… «εν αυτοκινήτοις» συνάδελφοι κι επομένως δεν ήταν ξένοι. Της συστήθηκε με υπόκλιση χτυπώντας τα τακούνια του και επρότεινε να της προσφέρει έναν καφέ, στην «Κατίνα», στο Παλαιό Φάληρο. Έριξε εκείνη ένα απλανές βλέμμα στο άπειρο, ανασκαλίζοντας τη μνήμη της για να θυμηθεί τις υποχρεώσεις της, κι ύστερ’ από μερικά δευτερόλεπτα σιγής αποδέχθηκε την πρόσκληση, υπό την προϋπόθεση «να μην αργήσουν». Του είπε ακόμα να πάει καθένας με τ’ αμάξι του για να μην τους «πάρει κανένα μάτι», γιατί το σόι της δεν χωρατεύει… Συναντήθηκαν στην «Κατίνα», εκεί που κάποτε ήταν ο Ναυτικός Όμιλος, δίπλα στον Φλοίσβο, καθίσανε κι άρχισαν το λακριντί, έκαναν διαξιφισμούς ευφυΐας κι όταν εκείνος την πλευροκόπησε με την πολυθρόνα του, τον απομάκρυνε για να μην «τους δει κανένα μάτι». Αλλά επειδή είχε μια υπέροχη φεγγαράδα αποδέχθηκε την πρότασή του, υπό την προϋπόθεση «να μην αργήσουν», να πάνε για φαγητό μετά χορού στο «Silverhouse», στα δικηγορικά, στη Γλυφάδα. Μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους κι αμ’ έπος αμ’ έργον, να σου τους να παραγγέλνουν ό,τι εκλεκτότερο είχε το κατάστημα. Η μουσική έπαιζε το «Summertime» και την «Esperanza» με τον Αζναβούρ κι εκεί στην πίστα άφησε το μάγουλό του να κολλήσει «τσικ του τσικ» στο δικό της. Εκείνη φοβήθηκε «μην τους δει κανένα μάτι» γι’ αυτό και δέχθηκε να πάνε κάπου, όπου ούτε βέβηλοι οφθαλμοί θα υπήρχαν ούτε μονόφθαλμοι… Κύκλωπες, φτάνει να μην αργούσαν. Ήθελε όμως πρώτα ένα «παγωτό».
«Να πάμε στη ”Στάνη”, στη Λεωφόρο Συγγρού», επρότεινε εκείνος, «να φάμε ”ντοντουρμά”», αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε ασυζητητί, επειδή εκεί δούλευε ένα γκαρσόνι συχωριανός τους και θα «’πεφτε σύρμα» στο σόι της που δεν χωρατεύει. Στην Κηφισιά διέταξε, εκεί που «κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει», που λέει και το τραγούδι.
Εκεί στην Κηφισιά εκείνος της έκανε τον σαφή υπαινιγμό πως ήρθε η ώρα επιτέλους να πάνε κάπου, να βρεθούνε μόνοι, χωρίς τον φόβο πως θα τους δει κανένα μάτι. Και προσέθεσε σαν επιχείρημα πως «εκεί βγάζουνε τα… μάτια τους» και γέλασε με το χοντρό του αστείο…
«Προχώρα και θα σ’ ακολουθώ», είπε εκείνη και αεράτη μ’ ένα λίκνισμα γεμάτο υποσχέσεις μπήκε στο αυτοκίνητό της. Ετέθη επικεφαλής της… πομπής εκείνος και την οδηγούσε προς τα γνωστά του λημέρια, όταν σε κάποιο σημείο της θεοσκότεινης τότε λεωφόρου Κηφισίας εκείνη έβγαλε «φλας», κορνάρισε δύο φορές σαν αποχαιρετισμό, έσβησε τα φώτα και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Μούγκρισε το «σπορτάκι» με τις δύο δεκαετίες που έσερνε στις ρόδες του κι άρχισε να τρέχει για να τη φτάσει.
Ένα περιπολικό, μια «γαλατού με το καρούμπαλο», όπως λέγανε οι τεντιμπόηδες τα λευκά αυτοκίνητα της «αμέσου δράσεως», που τότε είχε ιδρυθεί, τον σταμάτησε. Εισέπραξε σαν επιδόρπιο μια κλήση για «υπερβολική ταχύτητα», μουρμουρίζοντας:
«Εκείνη φοβότανε να μην τη δει κανένα μάτι, αλλά το μάτι είδε εμένα, που να με πάρει ο διάολος…» Τις μικρές ώρες, γεμάτος νεύρα, γύρισε στο σπίτι του. Από τον θόρυβο ξύπνησε η κυρία Θεοδώρα.
«Χτυπήσαμε αλεπού;» τον ρώτησε γεμάτη τρυφερότητα.
«Δε με παρατάς», απάντησε θυμωμένος. «Γυναίκες… άτιμα πλάσματα… Φτου σας». Και τράβηξε στο ψυγείο για να πιει λίγο νερό.