Κόμμα και εξουσία
Τα πολιτικά διλήμματα, αν και τις περισσότερες φορές διαμορφώνονται σχηματικά –και ερμηνεύονται μονόπλευρα– ώστε να αναδείξουν τα πλεονεκτήματα κάθε πλευράς, εν τούτοις –ακόμα και εν αγνοία των εμπνευστών τους– περιέχουν πραγματικές αντιθέσεις και ιστορικά πολιτικά ερωτήματα.
Το πραγματικό λοιπόν ιστορικό ερώτημα που θα έπρεπε πρωταρχικά να τεθεί από τους διεκδικητές της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ είναι το ακόλουθο:
Αν το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις εκλογές στις 16 Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να ασκήσει μια συμβατή με το πρόγραμμά του κυβερνητική εξουσία; Αν όχι, τι είδους εξουσία θα ασκούσε και πού θα κατέληγε, τόσο για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ όσο και για την ελληνική κοινωνία, το κυβερνητικό «εγχείρημα»;
Αν οι σημερινοί διεκδικητές της κομματικής εξουσίας απαντήσουν θετικά, τότε όλη η κρίση που δημιουργήθηκε μετεκλογικά στο ΠΑΣΟΚ είναι τεχνητή και περιττή.
Αν όμως η απάντηση είναι όχι, τότε το κεντρικό δίλημμα των αντιπαρατιθεμένων αποκτά άλλο χαρακτήρα: Η ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, η πολιτική του αυτονομία, η πολιτικο-ιδεολογική του ταυτότητα, η εναλλακτική, στο σημερινό κοινωνικο-οικονομικό πρότυπο, στρατηγική αποτελούν ιστορικά αναγκαίους όρους για να μπορέσει να ασκήσει το ίδιο την κυβερνητική εξουσία.
Αυτό φυσικά δεν προϋποθέτει ότι το κίνημα θα οδηγηθεί σε μια εσωστρεφή διαδικασία, και θα αποστασιοποιηθεί από τα κεντρικά διακυβεύματα της εξουσίας. Όμως τις σύγχρονες μορφές της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, την «εισβολή» των συμφερόντων στο πολιτικό σύστημα με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει ένα κόμμα που βρίσκεται εδώ και χρόνια στην ιστορική τροχιά μιας πολύπλευρης κρίσης, που συγκαλύπτεται και αναπαράγεται.
Ποια θα είναι η «γονιμοποιός δύναμη» για την αντιμετώπιση της κρίσης που ταλανίζει το ΠΑΣΟΚ; Θα είναι η νέα έφοδος προς την εξουσία, θα είναι η προσδοκία των θώκων και των απολαβών που θα ενεργοποιήσει τις συνειδήσεις και θα ανατρέψει τις απαξιωτικές στάσεις και συμπεριφορές; Θα είναι άραγε, όπως απόρρητα διαφαίνεται από τις διακηρύξεις του Ευάγ. Βενιζέλου, η «συνάθροιση» των προσδοκιών και των ατομικών στόχων των στελεχών και των μελών του ΠΑΣΟΚ που θα οδηγήσει στη μεγάλη «επάνοδο» στην κυβέρνηση;
Ή, μήπως, το ΠΑΣΟΚ, για να είναι πράγματι «μεγάλο ΠΑΣΟΚ» και «πλειοψηφικό ΠΑΣΟΚ», θα πρέπει να απαντήσει με ειλικρίνεια στα σημαντικά ιστορικά ερωτήματα που τίθενται σήμερα τόσο στο ίδιο όσο και στην ελληνική κοινωνία;
Γιατί, τελικά, η ίδια η κοινωνία θα αναγνωρίσει το «μεγάλο ΠΑΣΟΚ» μόνο στο γνήσιο ΠΑΣΟΚ, στο λαϊκο-κοινωνικό ΠΑΣΟΚ, σε εκείνο το ΠΑΣΟΚ που θα αποδείξει ότι έχει αυτογνωσία των αρνητικών του χαρακτηριστικών και βούληση και γνώση για να τα ξεπεράσει.
Λευκές επιταγές με μόνη υπόσχεση την προσδοκία της εξουσίας δεν υπογράφει σήμερα ο ελληνικός λαός. Κι όσοι στηρίζουν την προσωπική τους πορεία ή την πολιτική τους πρόταση σε παρόμοιου τύπου «επιταγές» απλώς αναπαράγουν την κρίση προς όφελος, τελικά, της συντηρητικής εξουσίας.
Ανεξάρτητα πάντως τόσο από τις πολιτικές ικανότητες, την αξιοπιστία, την ειλικρίνεια που μπορούν να αποδοθούν στους διεκδικητές της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ, η πραγματική φύση του κεντρικού διλήμματος «κόμμα εξουσίας ή κόμμα για την εξουσία» έχει γίνει αντιληπτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ γνωρίζει, εδώ και χρόνια, τα αίτια της κρίσης αλλά και τους υπεύθυνους της δημιουργίας της…
Γιʼ αυτό και στην πλειοψηφία της δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ίδια την ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, στην πολιτική του αυτονομία, στα κοινωνικά του χαρακτηριστικά.
Ασφαλώς ένα τμήμα της πλειοψηφίας αυτής επηρεάζεται από την παράδοση, την ιστορικότητα του ΠΑΣΟΚ, την προσφορά του ιδρυτή του. Αυτή όμως η πρόσδεση δεν είναι απλώς συναισθηματική. Εκφράζει τη σύγχρονη ανάγκη του ΠΑΣΟΚ να συνδεθεί και πάλι με κοινωνικές-πατριωτικές αξίες, να απευθυνθεί απʼ ευθείας –και χωρίς τους μεσολαβητές της διαπλοκής– προς την ελληνική κοινωνία. Κι αυτή είναι μια θετική πολιτική στάση που θέτει στον πολιτικό διάλογο καίρια ζητήματα τα οποία «σκίασε» ο κονιορτός της κυβερνητικής εξουσίας.
Ένα αντίθετο φαινόμενο παρατηρείται στο επίπεδο των μεσαίων και ανώτερων στελεχών, στο επίπεδο των «παραγόντων» και «γνωρίμων» που χειρίσθηκαν κυβερνητικές κρατικές εξουσίες και που, δυστυχώς, ένα τμήμα αυτών αμαύρωσε την εικόνα του ΠΑΣΟΚ και κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών. Σε κάθε νομό της χώρας «ζουν και βασιλεύουν» και σήμερα τέτοιου είδους «παράγοντες» και «κομματικοί εκφραστές» που κάνουν τους πολίτες «να θέλουν, αλλά να μην μπορούν να λησμονήσουν».
Αυτά είναι στην πραγματικότητα τα κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά της «διαχωριστικής γραμμής» που εκφράζει την αντιπαράθεση και την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, όσο κι αν η αντιπαράθεση αυτή εκφράζεται σχηματικά μέσα από τα πρόσωπα.
Ασφαλώς τα κοινωνικά στρώματα που «συμπιέζονται» σήμερα από τους μηχανισμούς της αγοράς και την κρίση των θεσμών επιθυμούν μιαν άλλη κυβερνητική πολιτική, μια εναλλακτική στρατηγική.
Αυτή όμως τη στρατηγική δεν μπορεί να την υπηρετήσει «κάποιου είδους ΠΑΣΟΚ» ούτε ένα θολό συνονθύλευμα προσδοκιών και επαγγελιών. Αλλά ένα ΠΑΣΟΚ που έχει πλήρη αυτογνωσία του «τι είναι» και «τι θέλει», ώστε να μπορεί να συνδέεται με τον λαό και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του.