Χαρμολύπη

Η μορφή του όποιου Ανδρέα Τζάκη είναι για τον καθένα μας πειστική και η επιστημονική του δάδα σε ελκύει, σε μαγνητίζει, γιατί τώρα δεν ψάχνεις για τα μικρά τα ανθρώπινα, αυτά έχουν όλα ήδη ευτελισθεί μπροστά στη σκιά του θανάτου. Αυτά τα σκεφτόσουνα μέχρι χθες, πριν σου μιλήσουνε για τον καρκίνο. Τι θα ωφελήσει τη ζωή σου, την καριέρα σου, πώς θα νικήσεις τον αντίπαλό σου, πώς θα κατακεραυνώσεις τον κριτή σου, πώς θα αυξήσεις τα διαθέσιμά σου, πώς θα ξεπεράσεις τις δυσκολίες, μικρέ ανώνυμε μικροαστέ, δεν έχουν πια κανένα νόημα. Αφού ήδη έχεις πάρει την πιο σοβαρή πρόσκληση στα χέρια.

Ω άνθρωπε, είναι όλα φθαρτά, ίσως γιατί έτσι πρέπει να ‘ναι για να σχηματοποιούνται τα αιώνια και τα αθάνατα. Μέσα από τη φθορά και τον θάνατο, διά μέσου του τέλους, γεννιέται η αθανασία. Δεν είναι πολύ περίεργο και συναρπαστικό; Σκέφτηκες ποτέ ότι η φθορά και ο θάνατος είναι η πραγματική αιωνιότητα, αφού κάποιος άλλος έρχεται στη θέση σου και πάντα θα υπάρχουνε παιδιά και πάντα θα ακούγονται τα ερωτικά της εφηβείας, πάντα θα υπάρχουνε κάποιοι στον ρόλο των γονιών και πάντα των γερόντων οι ψυχές, ίδιες και απαράλλαχτες μέσα στους αιώνες στα ρυτιδιασμένα και ετοιμόρροπα κορμιά τους, σκιρτούν οι δόλιες στην αποκρουστική μαυρίλα του γνωστού τέλους.

Βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων της γενιάς μου και στα λευκά κεφάλια τους αναγνωρίζω τον κάποτε κυρ-Σπύρο ή έστω τον κυρ-Κώστα, που τόσο σεβόμουνα, όμως πίστευα βαθιά μέσα μου ότι αυτός γεννήθηκε για να είναι ηλικιωμένος, ενώ εγώ για να είμαι παιδί. Δυστυχώς ή μάλλον ευτυχώς, δεν είναι έτσι. Οι ρόλοι είναι διαδοχικοί και συνεχόμενοι. Πέρασαν τα χρόνια και εγώ είμαι στη θέση τους και δυστυχώς δεν το κατάλαβα ακόμα, αφού ο μικρός μου γείτονας έχει ακόμα την ευγένεια να μη με φωνάζει παππού. Μη θλίβεσαι, φίλε μου, που σ’ αυτήν την ιδιόρρυθμη αιωνιότητα του μυαλού μου, εσύ δεν είσαι παρά μια ασήμαντη λεπτομέρεια και, είτε μετέχεις είτε απέχεις, ο κόσμος αυτός δεν νοιάζεται.

Κάποτε είχα επισκεφθεί το Άγιο Όρος και δεν θα με πιστέψετε τι μου ‘κανε τη μεγαλύτερη εντύπωση: Στη Μονή, λοιπόν, της Μεγίστης Λαύρας ο ηγούμενος μάς παρέθεσε ένα όμορφο και κατανυκτικό δείπνο. Την ώρα που πήγα να δρασκελίσω το μαρμάρινο σκαλοπάτι της μεγάλης τραπεζαρίας έμεινα ακίνητος, εμβρόντητος, αφού το μάρμαρο ήταν φαγωμένο και σχηματιζόντουσαν δύο λειασμένα λούκια, εκεί όπου πατούσανε τα πόδια του κάθε εισερχόμενου. Πόσες χιλιάδες καλόγεροι, ίσως και λαϊκοί, είχαν πατήσει στους αιώνες στο ίδιο ακριβώς σημείο, ώστε το μάρμαρο να έχει κάνει κοίλωμα δέκα πόντων; Τι κι αν πέρασαν γενεές ανθρώπων, άλλοι φύγανε, άλλοι ήρθανε και όλοι περνάνε από το σκαλοπάτι και πατάνε στο ίδιο σημείο. Πόσες χιλιάδες πατήματα χρειάζονται για να κατέβει το μάρμαρο μόλις ένα χιλιοστό; Άπειρα. Και για να κατέβει δέκα ολόκληρους πόντους; Με συνέφερε η φωνή του ηγούμενου που απορούσε και αυτός στο τι ενδιαφέρον έβλεπα σ’ ένα κοινό, τιποτένιο, μαρμάρινο σκαλοπάτι. Ίσως τη γλυπτική τέχνη της ζωής, μα δεν τόλμησα να το εκφράσω. Έκατσα σε ένα τετράγωνο μαρμάρινο τραπέζι και το μεταλλικό μου κύπελλο ήταν μέσα σε ένα λειασμένο βαθούλωμα του μαρμάρου. Το κοίταζα σαστισμένος και ο ηγούμενος, που κατάλαβε, μου είπε ότι πάντα δεξιά και στο ίδιο σημείο μπαίνει το κύπελλο και από τη χρήση, εκατοντάδες τώρα χρόνια, φαγώθηκε το μάρμαρο και έκανε το αποτύπωμα του κυπέλλου… Και εμείς θα φύγουμε και πάντα θα υπάρχουν οι ίδιοι που θα βάζουν το κύπελλο στη λακκούβα του μαρμάρου, σκέφτηκα.

Συγγνώμη για τις περίεργες αυτές σκέψεις, που όμως εκφράζουν φιλοσοφικά μια τάση για πιο ψύχραιμη ανθρώπινη σχέση στην καθημερινότητα, και ας επανέλθουμε στον Αρχιεπίσκοπο, που με τον Γολγοθά του μας τονίζει αυτήν τη ματαιότητα που παράγει αθανασία. Πήγε λοιπόν στο Μαϊάμι με προσευχή προς τον Θεό και ελπίδα ότι θα βρεθεί το μόσχευμα. Οι μέρες περνούσαν και το μόσχευμα μορφοποιήθηκε σε προσμονή και η προσμονή ακινητοποίησε όλα τα άλλα γύρω της. Καμιά άλλη σκέψη ή συζήτηση δεν μπορούσε να παρακάμψει το μόσχευμα. Όλοι στο Μεμόριαλ περίμεναν και συζητούσαν πότε θα βρεθεί και ποιος άραγε να είναι ο δότης. Η βασανιστική προσμονή σιγά σιγά έγινε μια μικρή απαισιοδοξία, μια στεναχώρια, γιατί αργούσε τόσο, λες και όλο το πρόβλημα ήταν το μόσχευμα. Έτσι φαινόταν τότε.

Ξαφνικά η ελπίδα φώτισε τα πρόσωπα που περίμεναν, γιατί αγγέλθηκε λυτρωτικά ότι το μόσχευμα βρέθηκε. Και όχι μόνο βρέθηκε και ήταν και της ίδιας ομάδας, αλλά και ακριβώς στον σωματότυπο που έπρεπε. Η χαρά της χαράς, η χαρά μιας νέας ζωής, η ευαγγελία της σωτηρίας. Τι καθόμαστε, θα είπε προφανώς ο Τζάκης. Στο χειρουργείο γρήγορα. Το χειρουργείο όμως έδειξε άλλα πράγματα και το μόσχευμα ήταν πια περιττό. Μα αυτό ήταν αυτό που καρτερούσαμε, ψιθύρισαν, δεν μπορεί αυτό να μη χρησιμοποιηθεί. Και όμως αυτή ήταν η σκληρή πραγματικότητα. Η άφατη λύπη. Από την κορυφαία χαρά και την ελπίδα στη μαύρη απογοήτευση. Χαρμολύπη. Μια λέξη παράξενη, ίσως φιλολογική, ποτέ δεν μου άρεσε, γιατί δεν μπορούσε να περιγράψει την εκρηκτική σύγκρουση χαράς και λύπης. Τις βάζει πλάι πλάι και αυτό είναι λάθος. Τα συναισθήματα αυτά υπερακοντίζουν τις λέξεις και συγκρουόμενα δίνουν το μέτρο της ανθρώπινης ματαιότητας.

Το ταξίδι του Αρχιεπισκόπου μας θα συνεχισθεί. Ίσως η ελπίδα να βρεθεί κάπου αλλού, όμως και αυτή δεν θα μπορέσει να νικήσει τη ματαιότητα. Αλλά κι αν συμβεί να τη νικήσει, θα είναι για πολύ λίγο. Η σοφία του θεϊκού λόγου, που μάθαμε στο Δημοτικό, ως ο Θεός πήρε χώμα και το έκανε πηλό και «ενεφύσησε αυτώ πνοή ζώσα», μας προειδοποίησε και μας δίδαξε για το από πού προερχόμαστε και πού θα επιστρέψουμε. Είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικό ότι από τη γεννήτρα γη προερχόμαστε και σ’ αυτή θα καταλήξουμε. Αυτή γεννά τα πάντα και όλα σ’ αυτήν καταλήγουν.

Το δράμα του Αρχιεπισκόπου είναι μπροστά στα μάτια όλων μας. Μας διδάσκει και μας προτρέπει να αφήσουμε για λίγο τα καθημερινά και τα φθαρτά και να νιώσουμε λιγάκι άνθρωποι. Έστω τόσο δα λίγο. Ας μη βγάλουμε τα εσώψυχά μας στα τηλεοπτικά παράθυρα, για να κάνουμε το δράμα είδηση και την είδηση νούμερα τηλεθέασης. Έστω για μια φορά μόνο, έτσι από αυτογνωσία.. Και σεις καθηγητάδες γιατροί, μην αρπάξετε την ευκαιρία να πείτε ότι μόνο εσείς είχατε δίκιο, που λέγατε να μην πάει στο Μεμόριαλ. Μην εκτελέσετε τον Τζάκη. Και σεις Αρχιερείς, μη βιαστείτε να τον διαγράψετε και μην καλέστε από αύριο το κονκλάβιο. Μη σπρώχνεστε για την καρέκλα, στο κάτω κάτω μετά από έναν αιώνα κανείς δεν θα ξέρει αν περάσατε από αυτόν τον τόπο. Και σεις πολιτικοί, μη βγείτε να διατρανώσετε τη λύπη και τη συμπαράστασή σας. Πιθανόν μερικοί να θυμούνται πολλές λεπτομέρειες συγκρούσεων και απαξιωτικών σας φράσεων. Ας μπει και μία φορά σ’ αυτόν τον τόπο ο καθένας στα μέτρα του και ας σκεφτούμε ότι αυτήν τη στιγμή σε πολλούς ο καρκίνος απλώς δεν έχει ακόμα διαγνωσθεί. Μη συμπεριφέρεστε με την ιδέα ότι δεν θα πεθάνουμε ποτέ και μην αρπάζετε τα πάντα σήμερα για να προλάβετε, λες και θα πεθάνουμε αύριο. Ευχόμαστε να γίνει καλά ο Αρχιεπίσκοπος, όμως η περιπέτειά του είναι κοινή για όλους μας και αξία έχει να το συναισθανθούμε, για να συνετιστούμε.


Σχολιάστε εδώ