Τι παρελαβε και τι καλειται να κανει ο Γ. Α. ΠαπανδρΕου

Είναι βέβαιο ότι κανένα κόμμα εξουσίας δεν μπορεί να περάσει, χωρίς να βραχεί το ποτάμι των αλλαγών και της εσωτερικής του κάθαρσης. Ούτε φυσικά το ΠΑΣΟΚ. Πολύ περισσότερο όταν δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και με ειλικρίνεια την απώλεια του φυσικού του ηγέτη και ιδρυτή Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά αρκέστηκε τότε (1996) να σπρώξει στην ηγεσία έναν άνθρωπο (Κων. Σημίτη) που φαινόταν ότι μπορεί να το διατηρήσει στην εξουσία, και το διατήρησε. Δεν νοιάστηκε καθόλου για το πασίδηλο γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος μισούσε το σχήμα ΠΑΣΟΚ έτσι όπως αυτό υπήρχε, και όλα τα χρόνια με κείμενα και ομιλίες του πάλεψε για την ανατροπή αυτών των δομών. Έναν άνθρωπο που με συνέπεια και συνέχεια πολέμησε τον Ανδρέα Παπανδρέου και όσα εκείνος εξέπεμπε. Δεν νοιάστηκε το κόμμα ΠΑΣΟΚ για όλα αυτά, ασχολήθηκε μόνο με το πώς θα παραμείνει στην εξουσία. Και το πέτυχε. Αλλά εύλογα, η επιλογή του είχε ένα αρκετά σημαντικό (όπως αποδεικνύεται) κόστος.
Ο νέος πρωθυπουργός και αργότερα πρόεδρός του προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε να μεταβάλει το κόμμα ιδεολογικά και οργανωτικά, μετακινώντας το (όπως είναι φυσιολογικό) σε θέσεις που συγγένευαν με τις δικές του. Όταν με το πέρασμα του χρόνου ο κ. Σημίτης είδε ότι το πράγμα δεν πάει άλλο και θα έχανε τις επερχόμενες εκλογές με μεγάλη διαφορά, αποφάσισε να εκχωρήσει το ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου. Μόνο που αυτό που εκχώρησε ήταν διαφορετικό από αυτό που παρέλαβε και ο Γ. Παπανδρέου το γνώριζε αυτό. Αλλά είχε μιαν εκτεταμένη αμηχανία για το τι πρέπει να κάνει, αποφασίζοντας στο τέλος να προχωρήσει στη διαδικασία των «βελούδινων» αλλαγών, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά συγκάλυψη του προβλήματος και της πραγματικότητας: Είχαν οικοδομηθεί ήδη δύο ΠΑΣΟΚ και το χάσμα μεταξύ των στελεχών δεν ήταν μόνο πολιτικό αλλά και ψυχικό.
Η εξουσία που λειτουργούσε ως ενοποιητικό στοιχείο είχε χαθεί και μαζί της έμοιαζε να χάθηκαν και οι λόγοι συνύπαρξης, οι λόγοι που έκαναν τους μεν να ανέχονται τους δε. Ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να κάνει πολλά πράγματα γι’ αυτό. Έβλεπε ότι η θεραπεία περνούσε μέσα από οδυνηρά μέτρα, τα οποία δεν ήταν έτοιμος να πάρει, ή δεν ένιωθε καλά με αυτή την επιλογή. Τα περιέγραψε και τα περιγράφει μόνος του με τις συνεντεύξεις που δίνει μετά τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου. Μόνο που χρειάστηκε να ανακοινώσει πομπωδώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος την υποψηφιότητά του για την ηγεσία, να κυριαρχήσει ο φόβος της απώλειας των πάντων από τους Παπανδρέου και του κόσμου που τους ακολουθεί ιστορικά, για να αποφασίσει ο Γιώργος Παπανδρέου να μιλήσει και να αντιπαρατεθεί στον κ. Σημίτη και το ιδεολογικό πλαίσιο που αυτός εκφράζει.
Συγχρόνως, η αντιπαράθεση αυτή στρέφεται και κατά του σημιτικού «στρατού» που εκφράζεται σήμερα από τον Ευ. Βενιζέλο (ίσως και χωρίς να το έχει επιλέξει ο ίδιος), ελπίζοντας να ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο του κόμματος και μέσω του Ευ. Βενιζέλου την εξουσία. Ο Γιώργος Παπανδρέου μπήκε σε έναν δρόμο χωρίς γυρισμό, που πρέπει να τον τραβήξει μέχρι τέλους, όποιο κι αν είναι αυτό το τέλος. Κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει από το 2004, λίγο μετά τις εκλογές, όταν όλοι ήξεραν ότι το ΠΑΣΟΚ θα χάσει – κανείς όμως δεν ενοχοποιούσε τον Γιώργο Παπανδρέου. Ενώ τώρα τον ενοχοποιούν πολλοί, μια και οι δύο ήττες (που ουσιαστικά είναι μία, αυτή του Σεπτεμβρίου 2007) λειτουργούν σωρευτικά.
Η παραπλανητική αυτή επιχειρηματολογία -που τυπικά αλλά μόνο τυπικά στηρίζεται σε γεγονότα- απευθύνεται με αρκετή επιτυχία στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που έχει συνδέσει το κόμμα του με την εξουσία και δεν ανέχεται να χάνει.
Το κουβάρι πρέπει να ξετυλιχτεί από την αρχή. Ό,τι κι αν κρύβει μέσα του. Να πει ο Γιώργος Παπανδρέου και όσοι τον στηρίζουν την πλήρη αλήθεια στον κόσμο, τι και πόσα θυσίασε το ΠΑΣΟΚ το 1996 για να παραμείνει στην εξουσία.
Να επαναπροσδιορίσει τη γλώσσα συνεννόησης και τους όρους συνύπαρξης, ενημερώνοντας τον κόσμο πως αυτά είναι επώδυνα πράγματα, αλλά πρέπει μαζί να περάσουν το ποτάμι απέναντι. Φτάσαμε στο τέλος της λογικής «και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα ολόκληρη». Χρειάστηκε άλλη μια ήττα, κι ένας πραγματικός αντίπαλος για να αρχίσει το παιχνίδι της αλήθειας. Αλλά τώρα που ξεκίνησε πρέπει να συνεχιστεί και να τελειώσει. Όποιο, όσο κι αν είναι το κόστος.


Σχολιάστε εδώ