Μια φορά και έναν καιρό
Και να ‘ταν μονάχα αυτό. Να σε ξομπλιάζει πως είσαι «σνομπ», επειδή φορούσες ριγέ πουκάμισα με κόντρα ρίγες και υψηλούτσικο κολάρο, «Rex», που απ’ όλη την Αθήνα μόνο ο Λεονταρίδης -εκεί στην αρχή της οδού Πατησίων- έφτιαχνε, γιατί είχε την ευρεσιτεχνία βλέπεις. Ψιλοκορόιδευε και τη γραβάτα την αμερικάνικη, που μου την έφεραν δώρο στη γιορτή μου και είχε επάνω της περισσότερες ζωγραφιές και από την Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό, με διαφορετικά θέματα βέβαια. Μόνο που η «εικονογράφηση» δημιουργούσε ένα άλυτο τεχνικό πρόβλημα: Αν έκανε ψύχρα και φορούσες πουλόβερ, αυτό την κάλυπτε μέχρι τον «κόμπο» και πήγαινε στράφι ο πίνακας. Αν πάλι την άφηνες να κυματίζει πάνω από το πλεκτό, είχες εκείνο το παλιοθήλυκο να σε σχολιάζει και να σε αποκαλεί «χωριάταρο» που δεν ξέρει να ντυθεί κ.λπ. Κι ας αγόρασες ύφασμα για το κοστούμι από το πρατήριο «Μερινός» των Καχραμανογλαίων, κασμίρι «Πενιέ», όπως είπε ο εμποροϋπάλληλος, που δεν τσαλάκωνε ούτε και «γόνατα» έκανε, όσο αμπλαούμπλας κι αν ήσουν στο κάθισμα. Γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια πήγες ντουγρού στον ράφτη της ευρύτερης οικογένειας, ψηλά στη σοφίτα στην οδό Σταδίου, να σου πάρει μέτρα… Κάναμε συμβούλιο αν το σακάκι θα γινόταν «μονοκούμπωτο» με τρία κουμπιά και σταυρωτό γιλέκο ή σαν τα κοστούμια του Οικονομίδη, τα σταυρωτά, με κλασικό ίσιο γιλεκάκι. Καταλήξαμε στο σταυρωτό. Σακάκι μακρύ, σχεδόν σαν ρεντιγκότα και παντελόνι στενό στον αστράγαλο, με πλούσιο ρεβέρ. Του επέστησα την προσοχή στο μάκρος των μανικιών. Να μην κρύβουν τις μανσέτες του πουκαμίσου, για να φαίνεται και το ρολόι μάρκας «Venus», που ήταν πολύ της μόδας, αντιμαγνητικό με 18 ρουμπίνια και δερμάτινο λουράκι. Αλλά όχι και πολύ κοντά, μη μοιάζει το κοστούμι με αποφόρι, γιατί δεν ήθελε και πολύ το παλιοθήλυκο, αντί να το θαυμάσεις, να σε ρωτήσει ειρωνικά «αν ήταν κοντός ο μακαρίτης…».
Κι ας μη μιλήσουμε για τα πατούμενα, τα «σκαρπίνια» με το πεταλάκι στο τακούνι, για να μην τρώγεται στο βάδισμα, αγορασμένα από το παπουτσάδικο «Τιτάν», στην οδό Αιόλου. Δίχρωμο το καλοκαίρι, καφέ στις μύτες και στις φτέρνες και ολόλευκο καστόρι το υπόλοιπο, που ήθελε καθημερινά βάψιμο με «στουπέτσι». Τα χειμωνιάτικα όμως, με σόλες από χονδρό κρεπ, ήτανε κομψά, αλλά τα άτιμα γλιστρούσαν. Και το χειρότερο, λέρωναν πολύ κι αν πήγαινες σαν ηλίθιος να τα καθαρίσεις με βενζίνη, έλιωνε το κρεπ κι ό,τι βρωμιά συναντούσες περπατώντας κολλούσε πάνω τους κι άντε να τα βγάλεις. Αυτές τις βρωμιές ποτέ δεν τις σχολίασε το παλιοθήλυκο, γιατί κι αυτή κρεπ φορούσε τον χειμώνα. Όμως το καλοκαίρι, πάντα έβρισκε τρόπο να παραπατάει τάχα και να μου λερώνει με τα βρωμοπέδιλά της τα παπούτσια μου τ’ άσπρα, που μόλις είχα βάψει. Το βάψιμο το έκανα κάθε μεσημέρι, για να προφτάσουν να στεγνώσουν ως το απόγευμα που θα συναντούσα την παρέα και μπορεί να πηγαίναμε στην Όαση ή τα Πεύκα. Έβρεχα ένα σφουγγαράκι, έτριβα το «στουπέτσι» και τα περνούσα μαλακά και όμορφα για να μην αφήσουν γραμμές. Λέρωνα βέβαια τα δάχτυλά μου κι όλο το βράδυ ήτανε υπόλευκα σαν να είχαν προσβληθεί από μια ιδιόμορφη λευχαιμία.
Τα ‘δειχνε και χαχάνιζε το βρωμοθήλυκο και μαζί της όλος ο συρφετός που αποτελούσε τον κοινωνικό μου περίγυρο στη γειτονιά. Αδιαφορούσα επειδή ήμουν ανώτερος. Τον χειμώνα φορούσα και καπελαδούρα, που μου χάλαγε όμως τη χωρίστρα. Ήταν ένα «καβουράκι» πλατύγυρο, σαν αυτά που φορούσαν οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, οι «μυστικοί», για να… περνάν απαρατήρητοι. Μόνο που εκείνων ήταν καφέ, ενώ το δικό μου ήταν γκρίζο, με μια λεπτή κορδέλα ολόγυρά του.
Τέλος, δυο φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες συμπλήρωναν την έντονη προσωπικότητά μου. Ένα ζεύγος γυαλιών μυωπίας τόνιζε την πνευματικότητά μου κι ένα μουστάκι μέσου πλάτους υπογράμμιζε την απόφασή μου να κατακτήσω το σύμπαν. Παρά ταύτα, πρέπει με συντριβή να ομολογήσω πως εκείνο το παλιοθήλυκο, την Ουρανία, δεν την κατάκτησα ποτέ. Τόσο βρωμοθήλυκο ήταν…
Έτσι είχε η κατάσταση όταν δρασκέλισα την πύλη του Κέντρου Εκπαίδευσης Νεοσύλλεκτων για να κάνω τη θητεία μου. Εκεί, στη σκοπιά ένας ανθυπολοχαγός έβριζε κάποιο «στραβάδι», διατάζοντας με οργή τον «αλφαμίτη» να τον οδηγήσει στο Πειθαρχείο. Ύστερα πρόσεξε κι εμένα που στεκόμουν παρακεί σαν χάνος και πρόσθεσε: «Πήγαινε κι αυτόν τον “λεμέ” στον στρατολόγο…». Κι ύστερα απευθυνόμενος στην αφεντιά μου, δήλωσε: «Μʼ εσένα θα τα πούμε αύριο… Χάσου…».
Κατ’ αρχάς η κατάσταση στο στρατόπεδο δεν ήταν τόσο φοβερή όσο μου την είχανε περιγράψει φίλοι παλαιότερων κλάσεων. Ήταν πολύ… χειρότερη. Στους λουτήρες, όπου μας οδήγησαν μπουλούκι, υπήρχανε δύο βρύσες με δύο ρουμπινέδες, έναν για ζεστό και έναν για κρύο νερό. Ήταν κάτι σαν τις εγγλέζικες βρύσες που δεν κάνουν μείξη ζεστού – κρύου. Παρακεί καθόταν αναπαυτικά ένας δεκανέας που διάβαζε εμβριθώς τον «Θησαυρό» και, χωρίς να προσέχει, άνοιγε πότε το ζεστό και πότε το κρύο, ανάλογα με τις κραυγές των λουομένων «μας πάγωσες…», «μας έκαψες» ε, ε, ε… Ύστερα σκουπιστήκαμε όπως όπως και πατώντας σ’ ένα… τέναγος από λάσπη φτάσαμε στον θάλαμο και φορέσαμε τις… καθαρές μας κάλτσες. Φυσικά πριν από το λουτρό επισκεφτήκαμε το… κομμωτήριο. Ο κουρέας δεν λεγότανε Ζορζ αλλά Μελέτης και ήταν φαντάρος που θα είχε απολυθεί, αν δεν υπηρετούσε κάτι μήνες φυλάκισης που είχε εισπράξει, γεγονός που δεν τον έκανε ούτε μειλίχιο ούτε και φιλικό με τα… στραβάδια, γι’ αυτό και χειριζότανε την «ψιλή» λες και εκχέρσωνε αγρούς…
Το πρώτο «τεστ» για να ελεγχθεί η γενναιότητά σου και να μετρήσουν πόσο ανδρείος είσαι ήταν να σε βάλουν ξαφνικά να δεις τη φάτσα σου στον καθρέφτη μετά το κούρεμα. Αν δεν έβγαζες την κραυγή «βοήθεια, με σκοτώνουν», βλέποντας αγνώριστη τη μούρη σου να μοιάζει με παρανοϊκό και ειδεχθή κακοποιό που ερχόταν να σε καθαρίσει, ήταν ένδειξη πως δεν θα κιότευες να χρησιμοποιήσεις και ξιφολόγχη εναντίον… του.
Μόνο ο Λαλάκης, που ήταν «αδελφή», όταν είδε στον καθρέφτη μια επιθετική και εγκληματική φυσιογνωμία, δεν αναγνώρισε τον εαυτό του και είπε γεμάτος θαυμασμό: «Καλέ, κυρ-λοχία… Ποιος είναι αυτός ο αγριάνθρωπος; Σε παρακαλώ, να μου τον γνωρίσεις»!