Η τουρκική κρίση και το κουρδικό ζήτημα
Όχι μόνο, επίσης, διότι ο κ. Ερντογάν νιώθει κοντά του την ανάσα των πιο έξαλλων εθνικιστικών κύκλων της Τουρκίας, οι οποίοι βγήκαν ενισχυμένοι στις πρόσφατες εκλογές και τον βοήθησαν «ανέλπιστα» να εκλέξει απερίσπαστα τον κ. Α. Γκιουλ στην Προεδρία της Τουρκίας. Το κύριο είναι ότι ο «πανίσχυρος» κ. Ερντογάν βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος και απελπιστικά μόνος με τις πραγματικές προκλήσεις της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά και τις αντιφάσεις του ίδιου και του κόμματός του.
Και οι μεγάλες προκλήσεις της σύγχρονης Τουρκίας είναι κυρίως δύο. Κατ’ αρχάς, τα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα της γειτονικής χώρας, μαζί με τα εξίσου μεγάλα οικονομικά αδιέξοδα. Το μεγάλο, όμως, «αγκάθι» για το παρόν και το μέλλον της Τουρκίας στην παρούσα συγκυρία είναι το κουρδικό ζήτημα, το οποίο, αντί να καταπραΰνεται, συνεχώς παροξύνεται. Πάνω από 20 τούρκοι στρατιώτες σκοτώθηκαν, ενώ δεκάδες έχουν τραυματιστεί στις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα με κούρδους αντάρτες από την περασμένη Κυριακή, σε μια αναμέτρηση που σταθερά κλιμακώνεται και προσλαμβάνει όλο και πιο «ανορθόδοξες» μορφές. Από την άλλη, η κυριότερη αντίφαση του πρωθυπουργού της Άγκυρας είναι ότι από τη μια επιθυμηθεί να συνεχίσει απρόσκοπτα τον «ευρωπαϊκό» του δρόμο, χωρίς όμως από την άλλη να διαβεί τα απώτερα σύνορα που οριοθετούν τον τουρκικό εθνικισμό και αφορούν στο Αιγαίο, την Κύπρο και κυρίως στην κουρδική χειραφέτηση.
Ασφαλώς η οικονομική (και όχι μόνο) πολιτική του κ. Ερντογάν, η οποία ακολουθεί τις νεοφιλελεύθερες συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), έχει την αμέριστη στήριξη των διεθνών κεφαλαιαγορών, των ΗΠΑ και των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ. Ωστόσο, αυτή η στήριξη είναι δίκοπο μαχαίρι. Διότι οι συνταγές του ΔΝΤ και το άνοιγμα της Τουρκίας στις πολυεθνικές και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια οδηγούν σε παρόξυνση όλων των κοινωνικών προβλημάτων της, ενώ, από την άλλη, θέτουν δραστικούς περιορισμούς στην Άγκυρα για μια εισβολή στο Ιράκ, προκειμένου να πνίξει στο αίμα τις αντάρτικες βάσεις των Κούρδων αλλά και όχι μόνο αυτές, αφού η Τουρκία διεκδικεί ρόλο πολιτικού-στρατιωτικού κηδεμόνα στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Η κατ’ αρχάς απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν για άμεση εισβολή στο Ιράκ, η οποία θα τεθεί προς έγκριση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση αύριο (15/10), δεν θα πρέπει να εκληφθεί μόνο ως απειλή «εσωτερικής κατανάλωσης» και εκφοβισμού των Κούρδων. Η Τουρκία, ήδη, θα είχε εισβάλει στο βόρειο Ιράκ, αν δεν φοβόταν τη σθεναρή, για ευνόητους λόγους, αντίδραση των ΗΠΑ αλλά και την ευρύτερη διεθνή απομόνωση, αφού ούτε η ΕΕ, ακόμα και η Ρωσία, δεν ευνοούν ένα τέτοια εγχείρημα. Μπορεί ΗΠΑ και ΕΕ να καλύπτουν τον τουρκικό επεκτατισμό σε Κύπρο και Αιγαίο, αλλά εκνευρίζονται ανυπόφορα όταν ακούνε για στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, η οποία μπορεί να περιπλέξει μέχρι ανατροπής όλους τους κρίσιμους σχεδιασμούς τους για τη Βαγδάτη αλλά και ευρύτερα τη Μέση Ανατολή.
Θα προχωρήσει, όμως, η Τουρκία στην εισβολή, παρά τις αντιδράσεις των παραδοσιακών συμμάχων της; Αν και οι προβλέψεις πάντα είναι παρακινδυνευμένες, όλα δείχνουν ότι ο δρόμος μιας στρατιωτικής περιπέτειας της Άγκυρας γίνεται με την πάροδο του χρόνου μάλλον ανεπίστρεπτος.
Οι συνέπειες ενός ορατού, πλέον, αν όχι άμεσου στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού της Τουρκίας στο Ιράκ θα είναι συνταρακτικές και άκρως επικίνδυνες. Διότι μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση μπορεί να έχει αρχή, αλλά αδιευκρίνιστο τέλος και θα αλλάξει όλα τα δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή μας. Ακόμα χειρότερα, μια αναβάθμιση του τουρκικού εθνικισμού και επεκτατισμού αυτήν την περίοδο θα έχει άκρως αρνητικές συνέπειες για τη Λευκωσία αλλά και το Αιγαίο.
Η Ελλάδα, όμως, καθεύδει. Δεν έχει τολμήσει να πει ούτε μια λέξη εναντίον των τουρκικών αποφάσεων για στρατιωτική «λύση» του Κουρδικού με εισβολή, μάλιστα, σε τρίτη χώρα. Ως συνήθως, η ελληνική εξωτερική πολιτική προσδένει τα πάντα στον αμερικανο-ατλαντικό πιλότο, γυρεύοντας να είναι πάντα «πρόθυμη», πάντα «εξυπηρετική» και κυρίως άφωνα μη ενοχλητική. Η τέλεια συνταγή της «μοιρολατρίας»!