Πώς στοχάστηκαν τη φτιάξη αυτοί που βάλθηκαν να χαλάσουνε το έθνος
Σε τοίχο αίθουσας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης κανείς μπορούσε, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, να διαβάσει τα ακόλουθα:
Άτιμε νόμε-πλαίσιε *
με έχεις σακατέψει.
Έκλαιγα βράδυ και πρωί
και τώρα έχω στερέψει.
Ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι στίχοι αυτοί ήτανε μνημειώδεις. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να γραφούν όχι με σπρέι σε ρυπαρό τοίχο ελληνικού ΑΕΙ αλλά με χαλύβδινη αιχμή στις δέλτους της αιωνιότητος.
Γιατί; Διότι πράγματι όλα αρχίσανε με τον νόμο-πλαίσιο 1268 του 1982 που διέλυσε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δηλαδή τη βάση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η εκπαίδευση αυτή είχε, μέχρι τότε, βασιστεί σε γερμανικά πρότυπα, που είχανε αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Το πτυχίο το έπαιρνε κανείς σε τακτό χρονικό διάστημα και δύσκολα (εφόσον, εννοείται, κατόρθωνε πρώτα να μπει σε πανεπιστήμιο), αλλά, δεδομένου ότι αποτελούσε ακαταμάχητο πιστοποιητικό υψηλού επιπέδου μόρφωσης, εξασφάλιζε στον κάτοχό του αξιοπρεπή απασχόληση τουλάχιστον στο Δημόσιο. Ακόμη, όποιον στη συνέχεια αποδεικνυόταν ικανός να αναγορευθεί -με πολλές εκ προοιμίου δυσκολίες, εννοείται- διδάκτορας και μετά υφηγητής τον θεωρούσαν άξιο να διεκδικήσει και, ενδεχομένως, να καταλάβει πανεπιστημιακή έδρα.
Το σύστημα ήταν αυταρχικό; Βεβαίως. Άδικο; Συχνά. Ένα, όμως, ήτανε το μέγα πλεονέκτημά του: Δεν ευνοούσε τους αμαθείς. Κάποτε, πράγματι, άτομα αγράμματα ή και προκλητικώς ανόητα διαπερνούσαν τους φραγμούς της ακαδημαϊκής κρησάρας και ανέρχονταν στην πανεπιστημιακή ιεραρχία. Πάντοτε όμως αποτελούσαν εξαιρέσεις οφθαλμοφανείς και κραυγαλέες – και το σύστημα από μόνο του έτεινε να διορθώσει τα μειονεκτήματα της λειτουργίας του. Έτσι, το Πανεπιστήμιο είχε αναλάβει στην Ελλάδα τον ρόλο που από τη δεκαετία του 1920 έχει ο Στρατός στη γειτονική μας Τουρκία. Αποτελούσε δηλαδή κύριο μέσο επίτευξης, εμπέδωσης και εγγύησης της συνοχής και ενότητας του ελληνικού έθνους.
Ο νόμος-πλαίσιο 1268/1982 κατέστρεψε αυτό το όργανο συνοχής του έθνους μας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντέγραψε εν προκειμένω τον -ας τον πούμε έτσι- καταστατικό χάρτη του πανεπιστημίου York, στο Τορόντο του Καναδά, που στην Αμερική θεωρείται ιδιαίτερα liberal, δηλαδή πολύ αριστερό. Επειδή όμως εγώ δεν πιστεύω πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε τον καιρό ή τη διάθεση να ασχοληθεί με τα πανεπιστημιακά, φρονώ ότι τις λεπτομέρειες τού τις υπέδειξαν οι αδελφοί Κίλι, από τους οποίους ο ένας, ο Ρόμπερτ, μάς ήρθε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, αφότου το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981, και ο άλλος, ο Έντμουντ, εντατικώς ασχολείται -επιστημονικώς, όπως διατεινόταν- με τη χώρα μας. Αξίζει εν προκειμένω να υπογραμμιστεί ότι πατέρας των Κίλι, ο Τζέιμς-Χιου, ήτανε ο κατά τις ταραχές του Μαΐου 1936 πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, στις οποίες ορθώς ο Μεταξάς είχε διαβλέψει εγχείρημα ανεξαρτητοποίησης αυτής της πόλης. Και εδώ σαφώς καλούνται οι Νεοέλληνες να κάνουνε τους συνειρμούς που από τα γεγονότα επιβάλλονται.
Τέλος πάντων. Την εμπέδωση του πνεύματος του νόμου 1268/1982 στην ελληνική κοινωνία είχαν εξαρχής αναλάβει άτομα που στη συνέχεια στελέχωσαν το ΕΛΙΑΜΕΠ. (Μπορεί λοιπόν κανείς ευχερώς να καταλάβει γιατί η κ. Μαριέττα Γιαννάκου και η τωρινή υπουργός των Εξωτερικών από αυτό, το ΕΛΙΑΜΕΠ, επέλεξαν βασικούς συνεργάτες τους.) Παράλληλα, την επεξεργασία των λεπτομερειών και την εφαρμογή του είχανε με ζήλο αναλάβει, σύμφωνα τουλάχιστον με ό,τι γνωρίζω, αφενός ο κ. Στ. Παπαθεμελής και αφετέρου αυτός που σήμερα διεκδικεί την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και λέγεται Βενιζέλος.
Και πάλι τέλος πάντων… Το θέμα όμως είναι ότι σε πρώτη φάση χάρη στον εν λόγω νόμο-πλαίσιο προάγονταν όλοι όσοι είχανε κάνει διδακτορική διατριβή, γράφοντας επιπλέον και μια «μονογραφία» – όρος που είχε επιβληθεί από αυτόν τον νόμο και είναι τόσο ασαφής, ώστε να μη σημαίνει τίποτα απολύτως. Με άλλα λόγια, ήτανε μονογραφία οτιδήποτε η γενική συνέλευση πανεπιστημιακού τμήματος έκρινε, συχνά με… ψηφοφορίες, καταμετρήσεις ψηφοδελτίων και τα ρέστα, πως ήτανε «μονογραφία». Μετά όμως από αυτήν την πρώτη -και ολίγον ειδυλλιακή- φάση, που κράτησε έως τα μέσα του 1986, θεωρήθηκαν συγγραφείς «μονογραφιών» και, γενικότερα, άξιοι να εξελιχθούν πανεπιστημιακώς, μόνο εκείνοι που αποδεχόταν το ΠΑΣΟΚ.
Εδώ όμως χρειάζεται πολλή προσοχή: Η αποδοχή του ΠΑΣΟΚ καθόλου δεν ήτανε θέμα κομματικό, ήτανε θέμα ιδεολογικό. Αντίθετα με ό,τι πίστευε η κοινή γνώμη, η τότε βαθιά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θεωρούσε οπαδό της οποιονδήποτε υιοθετούσε τη δική της κοσμοαντίληψη και θεώρηση των πραγμάτων. Η στάση αυτή δεν ήτανε πονηρή, ήταν έξυπνη – και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε προσωπικώς να πιστεύω πως δεν αποτελούσε εγχώρια επινόηση. Πράγματι, πρέπει να είχε έρθει «καταλλήλως συσκευασμένη» και έτοιμη για κατανάλωση από το εξωτερικό. Όπως και να είναι όμως, το ΠΑΣΟΚ, με το κόλπο αυτό, είχε αποκτήσει όπλο τρομερό, για να επιβάλει τον έλεγχό του στην Ελλάδα. Προωθώντας στα πανεπιστήμια όσους νοητικώς και ψυχικώς ταυτίζονταν μαζί του, κατάφερε τελικώς, με τη βοήθεια βεβαίως και γενικότερων καταστάσεων, να προσεταιριστεί τις ηγεσίες όλων των κομμάτων – με μόνη πιθανή (και οπωσδήποτε ισχνή) εξαίρεση το ΚΚΕ. Και για να έρθουμε και στην ταμπακιέρα, όσο δεξιοί και αν ήτανε οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας άσπρη μέρα δεν μπορούσανε να δουν, εφόσον η ηγετική ομάδα του κόμματός τους, είτε φανερά είτε στα κρυφά είτε πολύ είτε λιγότερο, ταυτιζότανε με το ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, προκειμένου να αποδοθεί φόρος τιμής που οπωσδήποτε οφείλεται, πρέπει να τονιστεί ότι μόνο ο Γιώργος Μητσικώστας έχει, μέχρι τώρα, εναργώς περιγράψει αυτήν την κατάσταση.
Και πάλι τέλος πάντων… Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τα βιβλία Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού και, όπως φαίνεται, της Γ΄ Λυκείου δεν είναι παρά επιφαινόμενα – κερασάκια στην τούρτα, κατά τη φρασεολογία που καθιέρωσε ο αείμνηστος Χαρίλαος Φλωράκης. Κατά τη γνώμη μου πάντως, η ελληνική κοινή γνώμη το θέμα δεν το «έπιασε». Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιστορικώς και πολιτικώς, είναι ζήτημα πολύ σοβαρό και, κατά συνέπειαν, απλούστατο. Το μόνο που χρειάζεται για την επιτυχή προσέγγισή του είναι νηφαλιότητα και -όπως τόνιζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, άλλος αείμνηστος- εμπιστοσύνη αμφίπλευρη. Η εμπιστοσύνη όμως δεν επιτυγχάνεται ούτε με κουμπαριές ούτε με γυροβολιές ούτε καν με τσαρουχιές: Η εμπιστοσύνη δεν μπορεί παρά να έχει μία και μόνη μητέρα – και αυτή είναι η συνέπεια λόγων και πράξεων.
Και ας έρθουμε τώρα στα επίμαχα:
α) Πράγματι, οι οθωμανοί ακωλύτως επέτρεπαν τη λειτουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Το παράδειγμα του Θεόφιλου Κορυδαλέως, ο οποίος, χωρίς καμιά απολύτως ενόχληση, δίδασκε στην τουρκοπατημένη Αθήνα τον υλισμό και εν πολλοίς… την αθεΐα είναι, νομίζω, πειστικό και βεβαίως επ’ ουδενί το μόνο. Αυτό είναι γεγονός, αλλά και γεγονός επίσης είναι το ότι τα αγροτόπαιδα των χριστιανών, που μόνο κατά το βράδυ, όταν τελειώνανε οι δουλειές στα χωράφια και τα περιβόλια, μπορούσαν να φύγουν από τον πατέρα τους και να πάνε να μάθουν λίγα γράμματα από τον πλησιέστερο ιερομόναχο, συχνά κινούσαν τις υποψίες των Μουσουλμάνων, με συνέπειες σε βάρος τους όχι σπάνια δυσάρεστες – ή και τραγικές.
β) Πράγματι, όταν αποβιβάστηκε ο Ελληνικός Στρατός τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη γίνανε φοβερά πράγματα σε βάρος των εκεί Τούρκων και πάλι πράγματι, κατά την υποχώρηση, το 1922, του Ελληνικού Στρατού μεγάλο μέρος του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας καταστράφηκε από τους δικούς μας τελείως αδικαιολόγητα. Και αυτά γεγονότα είναι, πειστική περιγραφή των οποίων μπορεί κανείς να βρει σε πηγές κυρίως ελληνικές. Το να αμφισβητητούνται όμως οι κατά το 1922 σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της Σμύρνης ωμότητες αποτελεί σαφές και βαρύ δείγμα έλλειψης επιστημονικής δεοντολογίας (έστω και αν κανείς, ακολουθώντας τον δρόμο που -άθελά του- είχε ανοίξει ο Ηλίας Βενέζης, καταλήγει στο να έχει μικρά αποθέματα συμπάθειας γενικώς για τους Χριστιανούς της καθ’ ημάς Ανατολής).
Να λοιπόν τι συμβαίνει σε τελική ανάλυση: Η ομάδα που πανίσχυρη έχει παγιωθεί στα πανεπιστήμια επιλεκτικώς προβάλλει οτιδήποτε είναι σε βάρος του ελληνικού γένους. Το κάνει εκουσίως ή, απλώς, λόγω έλλειψης επιστημονικών ικανοτήτων; Απάντηση σε αυτό εγώ προτιμώ να μη δώσω. Το θέμα όμως είναι ότι το κάνει και για να μην αυταπατάται κανείς, η τωρινή τους ακούσια υποχώρηση στο θέμα του βιβλίου της ΣΤ΄ Δημοτικού δεν αποτελεί παρά τακτικό και -κυρίως- αναγκαστικό ελιγμό. Μόλις οι πανίσχυροι ομοϊδεάτες τους τούς ξαναδώσουνε την ευκαιρία, θα ορμήσουνε τρισχειρότεροι.
Τι πρέπει να γίνει; Το απλούστερο. Ο αρχηγός της ομάδας, ο κ. Α. Λιάκος, πρέπει να φύγει από το πανεπιστήμιο. Σχετικώς υπάρχει δεδικασμένο και μοναδική παρουσιάζεται η ευκαιρία στην τωρινή κυβέρνηση να τον θέσει «εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας». Βέβαια, όσον αφορά την ανάδειξή του, πολύ περισσότερο υπεύθυνοι από τον ίδιο είναι εκείνοι που είτε φανερά είτε λανθανόντως τον υποστηρίξανε και τώρα πάνε να «παραστήσουν τους χαζούς». Ο Λιάκος όμως είναι ο αρχηγός της παρέας και αυτός διαμορφώνει τις νέες γενιές των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης στο κύριο πανεπιστήμιο της χώρας. Άρα αυτός πρέπει να φύγει.
Νομίζετε, τώρα, πως το αίτημα αυτό κρύβει δική μου υστεροβουλία, επειδή στο θέμα έχω «έννομο συμφέρον»; Λάθος κάνετε. Με τον τύπο ανθρώπου που ο νόμος 1268/1982 έχει διαμορφώσει εγώ δεν μπορώ να συνυπάρξω. Η θέση όμως την οποία ο κ. Λιάκος κατέχει είναι εκείνη που είχε ο μέγας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Αυτό είναι απαράδεκτο. Πρέπει λοιπόν να επαναληφθεί η διαδικασία πλήρωσής της, στην οποία εγώ κατηγορηματικώς δηλώνω ότι, παρά την καταστροφή της πανεπιστημιακής μου σταδιοδρομίας και τα υλικά προβλήματα που συνακολούθως αντιμετωπίζω, δεν θα πάρω μέρος. Μακάρι λοιπόν αυτήν την κορυφαία πανεπιστημιακή έδρα να την πάρει κάποιος που θα είναι σε θέση να ασχοληθεί με τους ομοϊδεάτες του κ. Λιάκου και να τους συμμαζέψει. Εγώ πάντως δεν είμαι πια διατεθειμένος να αποδυθώ σε τέτοια προσπάθεια.
Αυτό, η εκβολή δηλαδή του κ. Α. Λιάκου από τον πανεπιστημιακό χώρο της πατρίδας μας, αποτελεί επιταγή όχι βέβαια νομική αλλά Δικαιοσύνης. Και είναι βαθιά νυχτωμένοι οι Νεοέλληνες, αν πιστεύουνε πως τα κεραμίδια του κράτους που οι πρόγονοί τους φτιάξανε μπορούν να σταθούνε χωρίς τα καρφιά της Δικαιοσύνης. Η Ιστορία, πράγματι, δεν συζητάει – απλώς απαντά, είτε την ακούει κανείς είτε την «αφουγκράζεται» είτε, απλώς, κάθεται και την «τηράει» μακρόθεν.
Αίτημα Δικαιοσύνης; Βεβαίως. Και όχι μόνο: Παρά την απομάκρυνσή μου από τον πανεπιστημιακό χώρο, πολλά παιδιά εξακολουθούν να με περιβάλλουν και βασανιστικώς να μου θέτουν ερωτήματα που αφορούν το μέλλον τους και, γενικά, τη ζωή τους. Τι μπορεί κανείς να κάνει γι’ αυτά τα παιδιά στον κόσμο του Λιάκου και της Μαριέττας Γιαννάκου, των κονδυλίων του Παντείου και των δομημένων ομολόγων, στον κόσμο όπου κυριαρχεί το παράλληλο κράτος του Κ. Σημίτη και των εκ προσωπικοτήτων οπαδών του;
Η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης. Ας το τονίσουμε λοιπόν: Η Ιστορία δεν κουβεντιάζει, απλώς απαντά. Και μια από τις απαντήσεις της μπορεί να θεωρηθεί το ακόλουθο: Όσο αργεί η τιμωρία τόσο περισσότεροι τελικώς την υφίστανται.
Και cut…
* Ναι, ναι: «νόμε-πλαίσιε» και όχι «νόμε-πλαίσιο». Η πρωτοποριακή αλλαγή του γένους του ουσιαστικού «πλαίσιο» οφείλεται σε ελληνοαμερικανό, από αυτούς που μπουλουκηδόν κουβάλησε από τις ΗΠΑ ο αείμνηστος ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ – και ραγδαίως επιβλήθηκε, εν συνεχεία, ακόμα και σε ΜΜΕ.