Μια φορά κι έναν καιρό
Η γειτονιά μας ήταν μια κλασική μικροαστική γειτονιά, με τις μονοκατοικίες της και τους κατοίκους της, τους «κυριλέ» που απέπνεαν αξιοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Είχανε συνήθως λουλούδια εποχής, φυτεμένα συμμετρικά σε παρτέρια ευθυγραμμισμένα με «λεβαντίνι» κι ανάμεσά τους περάσματα καλοσκουπισμένα, όπου ούτε ένα φυλλαράκι δεν έβλεπες καταγής, γιατί αξημέρωτα έβγαινε και τα σκούπιζε η νοικοκυρά. Συχνά υπήρχε κι ένας σκύλος «κοπρίτης», πρώην αδέσποτος, που τον περιμάζεψαν τα παιδιά και που τώρα… «εισοδηματίας» ψιλογλαρώνει από βαριεστημάρα στο ξύλινο σπιτάκι του. Κάπου κάπου γαβγίζει μανιασμένα, αν κάτι ύποπτο συμβαίνει στα… πέριξ ή αν μια γάτα προβοκατόρισσα περπατάει αργά και αδιάφορα πάνω στον μαντρότοιχο για να του σπάει τα… νεύρα. Και τότε το γάβγισμα γίνεται «σκυταλοδρομία» και απλώνεται μέχρι τις πέρα γειτονιές.
Σε μια άκρη της αυλής υπάρχει κι ένα πρόχειρο φυτώριο με κρεμμυδάκια και πιπεράτα… ραπανάκια για την όρεξη και το καλοκαίρι, ανάμεσα στην αυτοφυή γλιστρίδα, την «αντράκλα» όπως τη λένε μερικοί, κατακόκκινες τροφαντές ντομάτες, ακουμπισμένες πάνω σε ξύλινες κρεβατίνες. Λίγο παρέκει, σε μέρος προσήλιο, φούντωνε η «λουΐζα» που τους εξασφάλιζε ένα ζεστό μυρωδάτο αφέψημα τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Στην πίσω πλευρά του σπιτιού, κάτω από τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο, ήταν στημένο ένα υποτυπώδες πτηνοτροφείο, το κοτέτσι της οικογένειας, με λίγες κοτούλες που κακάριζαν θριαμβευτικά μόλις γεννούσανε τ’ αβγά τους. Τους έβαζαν κι ένα ψεύτικο αβγό, το «φώλι», σαν υπόδειξη του τόπου όπου έπρεπε να γεννήσουν. Με λίγο «νταρί» ή σκύβαλα στην ποδιά της έβγαινε η κυρά τους και «πτρρ-πτρρρ» τις καλούσε να ‘ρθούνε για συσσίτιο, από το πέρα άχτιστο οικόπεδο όπου βοσκούσαν. Κι αυτές έρχονταν τρεχάλα…
Τροχοφόρα σπάνια περνούσαν κι οι μόνοι θόρυβοι που διέκοπταν τη γαλήνη της συνοικίας ήταν από τα παιχνίδια των παιδιών σε κάποια αλάνα και οι πλανόδιοι μικροπωλητές, που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Πρωί πρωί, από μακριά, ακουγόταν ο Μήτσος ο μανάβης, καθώς ζύγωνε με τη «σούστα» τη φορτωμένη με καλαθούνες και καφάσια γεμάτα φρούτα και λαχανικά. Το άλογο που ήξερε καλά τα κατατόπια, χωρίς να περιμένει το μπάσο «μπρρρ» του Μήτσου, που στη… γλώσσα τους σήμαινε «στοπ», είχε ήδη σταματήσει στην αυλόπορτα της τακτικής πελάτισσας. Την ίδια περίπου ώρα κατέφθανε στο σπίτι και ο μικρός του μπακάλη, ο «μπακαλόγατος» για να πάρει παραγγελία για τα χρειαζούμενα «εδώδιμα και αποικιακά».
Τότε τα σπίτια δεν είχαν τηλέφωνο και τα σούπερ μάρκετ ήταν άγνωστα ως λέξη και ως έννοια, γι’ αυτό πολλοί παντοπώλες, προσφέροντας δήθεν εξυπηρέτηση, είχαν απευθείας πάρε δώσε με τα σπίτια. Έτσι διασφάλιζαν πως δεν θα χαθεί ο πελάτης ούτε και τα… χρωστούμενα, η πίστωσις που γραφόταν στο «τεφτεράκι», γιατί το «γράψ’ τα» πήγαινε σύννεφο. Έδινε ύστερα από ώριμη σκέψη την παραγγελία η οικοδέσποινα: «Φέρε πενήντα δράμια κεφαλοτύρι, δωδεκάμισι δράμια καφέ και ένα πακέτο μακαρόνια… Α, φέρε και είκοσι πέντε δράμια ”θρεψίνη” για το παιδί και μια πλάκα σαπούνι…» Αν ο χασάπης ήταν κοντά στο μπακάλικο, αγγαρευόταν ο μικρός να πει στον Κώστα τον χασάπη να στείλει μισή οκά κιμά και… «Θα περάσω να τον πληρώσω!». Επέστρεφε ο μικρός με τα ψώνια μέσα σ’ έναν ψάθινο πλεκτό ντουρβά. Τα πακέτα ήταν τυλιγμένα μ’ ένα γκρίζο στρατσόχαρτο και μαζί τους το τεφτεράκι με δυσανάγνωστες λέξεις και νούμερα…
Το έντονο χτύπημα από ένα καμπανάκι ήταν η ειδοποίηση πως ερχόταν ο σκουπιδιάρης με το κάρο του, που το έσερνε ένα αχαμνό άλογο. Στεκόταν λίγο μπροστά σ’ εκείνους που τον φιλοδωρούσαν με λίγες δεκάρες και περίμενε, φωνάζοντας: «ο σκουπιδιάρης…».
Τα άλλα σπίτια τα προσπερνούσε στα γρήγορα, ως εκδίκηση στην τσιγκουνιά τους. Και τρέχαν οι κυράδες ξοπίσω του με τον σκουπιδοτενεκέ στο χέρι και τον κυνηγούσαν: «Στάσου, καλέ σκουπιδιάρη…». Πίσω του ακολουθούσε ένας κοκαλιάρης σκύλος που τον έτρεφε η… ελπίδα πως ίσως κάτι βρεθεί να μασουλήσει.
Άλλες τακτικές και… γνώριμες στη γειτονιά φωνές ήταν αυτές του γαλατά με τις καρδάρες και το τσίγκινο «βαλιτσάκι» με τα γιαούρτια, του παγοπώλη και του… διαχρονικού παλιατζή.
Έτσι κάποιο αυγουστιάτικο καυτό μεσημέρι, που οι κάτοικοι μπαϊλντισμένοι προσπαθούσαν να πάρουν στα πεταχτά έναν υπνάκο, όταν ούτε ένα θρόισμα φύλλου δεν ακουγόταν, την ησυχία διέκοψε η βροντερή φωνή του παλιατζή: «Όλα τα παλιά αγοράζω»!
Ίσως επειδή δεν είχε συναίσθηση της ώρας, ίσως επειδή δεν είχε κάνει «σεφτέ» προσκαλούσε στεντορείως υποψήφιους πελάτες. Μια γυναικεία φωνή ανταποκρίθηκε. Κοντοστάθηκε εκείνος να προσανατολιστεί πούθε ερχόταν η πρόσκληση και ένα κεφάλι με «φακιόλι» και μαλλιά τυλιγμένα σε «μπικουτί» εμφανίστηκε και είπε στον παλιατζή που ξεδίπλωνε το τσουβάλι του:
«Καλέ κύριε παλιατζή, έλα να πάρεις αυτό το παιδάκι που δεν τρώει το φαΐ του…»
Στοιχειώδης ευπρέπεια απαγορεύει την αναγραφή των διαλόγων που επακολούθησαν ανάμεσα σ’ εκείνον, στη δέσποινα με το φακιόλι και τους γειτόνους που χάσανε τον ύπνο τους…
Το γυμνάσιο της περιοχής σπανίως ήταν μεικτό. Στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν εναλλάξ το γυμνάσιο αρρένων και των θηλέων, τις μισές ημέρες της εβδομάδος το πρωί και τις άλλες μισές το απόγευμα. Όταν σχολούσαν οι μαθήτριες με τις μπλε ποδιές τους και τα παπούτσια «ελβιέλα» η συνοικία ζωντάνευε από τα τιτιβίσματα των κοριτσιών που φεύγανε σε ομάδες, πιασμένες μεταξύ τους «α λα μπρατσέτα», όλο χαχανίσματα και ξεφωνητά. Περνούσανε τυχαία τάχα από τα «στέκια» των αγοριών που τους πετούσαν πειράγματα με υπονοούμενα κι εκείνες τους ρίχνανε κλεφτές ματιές που συμπυκνώνανε όλη την ερωτική φιλολογία…
Στη γειτονιά μας ενδημούσε και ο «Γιώργος ο τρελός», ο επίσημος ζητιάνος, όπως τον αποκαλούσαν. Σε τακτές ημέρες περνούσε από τα σπίτια και χτυπώντας μ’ όλη τη δύναμη της γροθιάς του τις πόρτες εισέπραττε την… αντιμισθία του. Τα ‘ριχνε στην «απομέσα» και δεν έλεγε ούτε ένα «ευχαριστώ», γι’ αυτό τον χαρακτήριζαν «ναμκιόρη». Όμως ήταν ο μόνος που, σαν πέθανε μια γριούλα, πήγαινε καθημερινά στον τάφο της κι απόθετε μερικά αγριολούλουδα… Ο Γιώργης ο τρελός. Τόσο τρελός ήταν!
Σ’ ένα γεμάτο πικρή γεύση τραγουδάκι του ο Σπήλιος Μεντής είχε «απεικονίσει» τη ζωή στη μικρή μας πολιτεία:
– «… Γάμος, τοκετός, κηδεία – είναι τα μόνα γεγονότα που μέσα στη μονοτονία – δίνουν μια καινούργια νότα…»